Το πόρτ-µαντώ ήταν το σηµείο αναφοράς του!
Και της γυναίκας του βεβαίως! Μια, που την έχανες, που την έβρισκες, εκεί µπροστά στεκόταν µ’ ένα πανί στο χέρι να το καθαρίζει και να το γυαλίζει…
Ψηλό, λιγνό, δέσποζε στο χώρο µε το καθρεφτάκι του στο πάνω µέρος, µε τα µικρά σκαλίσµατα στις άκρες του πάνω ακριβώς απ’ τα κρεµαστάρια, το συρτάρι µε τα χτένια και τις βούρτσες, στη βάση η µεταλλική θήκη µε την οµπρέλα του να εξέχει, για να του θυµίζει πως δεν έπρεπε να ξεχνά ότι σ’ αυτό το υγρό µέρος έπρεπε πάντα να τη κουβαλάς µαζί σου…
Ήδη είχε µπει η άνοιξη, πλησίαζε πια το Πάσχα κι ο καιρός δεν έλεγε να φτιάξει. Πράγµα που δεν τον απασχολούσε και πολύ, µια που η δουλειά ήταν γι’ αυτόν το πάν. ∆ιότι δεν είναι και µικρό πράγµα να είσαι δηµόσιος υπάλληλος µε σίγουρο και σταθερό µηνιάτικο!
Βέβαια φίλους πολλούς εδώ στη πόλη δεν είχε!
Τι να τους κάνει εξάλλου; Τόσο κόσµο έβλεπε καθηµερινά στο γραφείο!
Στην κρατική υπηρεσία όπου εργάζεται, κρατάει πρακτικά, δίνει σχετικές πληροφορίες, εξηγεί κι επεξηγεί τι ισχύει και τι όχι σε κάθε περίπτωση. Τύπος και υπογραµµός στη δουλειά! Καλλιγράφος, ορθογράφος, λεπτολόγος στο καθετί, µε το µελάνι και το στυπόχαρτο στη σωστή θέση συνεχώς σε χρήση, έτοιµος πάντα να εξυπηρετήσει τάχιστα κι αποτελεσµατικά. Άψογος σε όλα! Στην διεκπεραίωση των θεµάτων του γραφείου, στη συµπεριφορά, και βεβαίως στο ντύσιµο. Το πόρτ-µαντώ έπαιζε κι εκεί το ρόλο του. Η καλή του βούρτσα δίπλα στο συρτάρι, δυο φορές την ηµέρα -όταν αναχωρούσε, αλλά κι όταν επέστρεφε από τη δουλειά- αφαιρούσε απ’ το σακάκι ή το πολυφορεµένο παλτό του κάθε σκονίτσα, κάθε ενοχλητική τρίχα που θα είχε επικαθίσει επάνω τους…
Έκλεινε πάντα την πόρτα του σπιτιού του µε µια τελευταία, τρυφερή µατιά στη γυναίκα που τον ξεπροβόδιζε. Άριστη επιλογή! Την είχε πρωτοδεί σ’ ένα πανηγύρι και τρελάθηκε. Ρώτησε κι έµαθε πως ήταν από καλό σόι. Είχε την προικούλα της κι ήταν πρώτη στο ασπροκέντηµα και στον αργαλειό. Ήταν κι αυτός γραµµατιζούµενος, έκανε κι η προξενήτρα καλά τη δουλειά της και βρέθηκε παντρεµένος στο πι και φι!
Άλλη µια δύσκολη, εργάσιµη ηµέρα ξεκινούσε. Παράπονο ωστόσο δεν είχε! Πολλοί άνθρωποι γύρω του ξενοδούλευαν για ένα κοµµάτι ψωµί, πεινούσαν, δυστυχούσαν, ενώ εκείνος είχε σταθερή δουλειά και πήγαινε κι ερχόταν σαν «κύριος», κουστουµαρισµένος, κρατώντας στο χέρι την παλιά του τσάντα µε τα έγγραφα.
∆εν ήταν όµως πάντα έτσι!
Συχνά-πυκνά, περιορισµένος στο σκοτεινό του γραφειάκι, στρυµωγµένος ανάµεσα σε δυο ψηλές στοίβες χαρτιά, ένοιωθε ένα…κοινό, κουρντισµένο σε µια ανιαρή ρουτίνα…ανθρωπάκι!
Ένα µοναχικό, δυστυχισµένο πλάσµα, ενδεδυµένο την ευπρέπεια και τον καθωσπρεπισµό της τάχα µου, προνοµιούχας τάξης του. Το πάλευε αυτό το συναίσθηµα όσο γινόταν! ∆εν το άφηνε να του ρίχνει το ηθικό, φορές-φορές όµως ζήλευε τ’ αδέλφια του που είχαν µείνει στο µακρινό χωριό του, δούλευαν τη γη, δεν έπαιρναν διαταγές κι ούτε έδιναν λόγο σε κανέναν!
Κάτι τέτοιες στιγµές αναθεωρούσε κάθε του πράξη κι έπεφτε σε µια βαθιά νοσταλγία για τα περασµένα. Ειδικά στις γιορτές που τις θυµόταν µε συγκίνηση µεγάλη. Αυτές τις µέρες έφερνε συχνά-πυκνά στο νου την εικόνα του εαυτού του να τρέχει πρώτος να πάρει το ‘Άγιο Φως για ν’ ανάψει τη λαµπάδα του την Πασχαλινή κι ύστερα κι όλων των άλλων, να µην βλέπει την ώρα να µαζευτεί η οικογένεια σε κάποια αυλή για το γιορτινό γεύµα, να ‘ναι εκεί όλοι µαζί, ενωµένοι και συναδελφωµένοι, κι ας φορούσε τα πολυφορεµένα ρούχα των δυο µεγαλύτερων αδελφών του, κι ας µην είχε τίποτα δικό του, παρά µόνο τη ξεγνοιασιά του παιδιού που κοιτά το µέλλον µε χαρά κι αισιοδοξία…
Τα σκέφτεται όλ’ αυτά και κουνά το κεφάλι αποθαρρηµένος. Κι αν έπαιρνε άδεια λίγες ηµέρες να κάνει Πάσχα στο χωριό, θα του την έδιναν άραγε; Που όλο στιφά τον κοιτούν τον τελευταίο καιρό! Κι αν, ας πούµε, του την έδιναν, που θα πήγαινε, που το σπιτάκι τους εκεί πέρα είχε καταντήσει…σκέτος αχυρώνας;
Μ’ αυτά κι εκείνα, έφτασε επιτέλους στο κτήριο της Υπηρεσίας. Παµπάλαιο κι αυτό! Με σκάλες που τρίζουν, βουλιαγµένη σε τόπους-τόπους τη ξυλεία των δαπέδων, µε παράθυρα που µπάζουν από παντού. Βλέπεις η µικρή Ελλάδα µας, µετά από χρόνια συνεχών πολέµων και καταστροφών, ίσα-ίσα στέκει στα πόδια της. Το δικό του γραφείο βρίσκεται στον πάνω όροφο απέναντι από του ∆ιευθυντού. Μικρό κι ανήλιο στην πίσω πλευρά του κτηρίου, βγάζει σ’ ένα ολοσκότεινο σοκάκι. Γι΄ αυτό άρχισε τελευταία να µην βλέπει καλά κι όσο κι αν γράφει µε µεγάλα γράµµατα, φορές-φορές του είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσει. Έχει όµως στον νου του στην αδυναµία του αυτή, κι είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός. Με αποτέλεσµα βέβαια να έχει γίνει αργός, νευρικός κι ανήσυχος. Προ ηµερών µάλιστα τα ‘βαλε µ’ εκείνο τον καινούργιο, τον ανιψιό του διευθυντή που τόλµησε να τον παρατηρήσει γιατί αργούσε να διεκπεραιώσει µια δύσκολη εργασία.
Κακώς βέβαια µάλωσε µαζί του, διότι από ‘κείνη τη στιγµή άρχισε να νοιώθει άβολα.
Να ήταν άραγε το ειρωνικό ύφος του νεαρού, που του είχαν δώσει γραφειάκι δίπλα στου θείου του κι όλο τον κοιτούσε και µειδιούσε; Να τον ενοχλούσε η αδιαφορία του προϊσταµένου που µέρες τώρα ούτε γύριζε να τον κοιτάξει; Λες να ντρεπόταν που είχε δώσει τη θέση που εδικαιούτο αυτός µετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, σε δικό του άνθρωπο;
Μπα! ∆εν έχει τέτοιες ευαισθησίες ο άνθρωπος! Το συµφέρον του θα κοιτάξει και πάλι…
Πάνω στην ώρα άκουσε να τον καλούν!
Μπήκε σκυφτός στο γραφείο του προϊσταµένου κι ανέχτηκε σιωπηλός τα µύρια όσα που εκτοξεύτηκαν εναντίον του: Είχε κάνει, λέει, σοβαρό λάθος σε κάποιους αριθµούς, σε µερικά ονόµατα και τα έγγραφα που παράδιδε τον τελευταίο καιρό ήταν γεµάτα διορθώσεις και µουτζούρες. «Η υπηρεσία είναι υπεύθυνη προς τον πολίτη και τέτοια λάθη δεν επιτρέπονται!», τον άκουσε να λέει µε δυνατή φωνή για να φτάσουν τα συκοφαντικά του λόγια στα διπλανά γραφεία. Κι ύστερα άρχισαν οι…καταγγελίες! Κατηγορήθηκε για εριστική στάση προς νεότερο συνάδελφο, ασυνέπεια, ανυπακοή, αδιαφορία, άγνοια του αντικειµένου που του είχαν εµπιστευτεί. Και βεβαίως µετά απ’ όλα αυτά ήταν υποχρεωµένοι να ζητήσουν την παραίτησή σου. Χάρη µάλιστα θα του έκαναν να µην δηµοσιοποιήσουν τις αδυναµίες του αυτές, εφόσον ο ίδιος θα δήλωνε γραπτώς ότι παραιτείται «δια λόγους υγείας»…
«19 χρόνια δουλεύω για εσάς µε συνέπεια και επαγγελµατισµό…», τόλµησε να πει κι ύστερα έσκυψε κάτω το κεφάλι µε θλίψη. Είχε βλέπεις, βρεθεί προ τετελεσµένου γεγονότος! Τίποτα δεν θ’ άλλαζε αν άρχιζε να φωνάζει και να βρίζει. Την αξιοπρέπειά του µόνο θα έχανε! Εξάλλου την είχαν κάνει τη δουλειά τους! Και µάλιστα δυο εβδοµάδες πριν τη µεγάλη γιορτή. Το Πάσχα! Τη γιορτή της Αγάπης…Εκεί όπου οι άνθρωποι µε την λαµπάδα αναµµένη και το Άγιο Φως να τρεµοσβήνει στην άκρη της, ανταλλάσσουν…φιλιά!
Γύρισε στο σκοτεινό του γραφειάκι, για πρώτη φορά άναψε λάµπα µέρα-µεσηµέρι, έγραψε και υπέγραψε την παραίτησή του χωρίς λάθη, χωρίς µουτζούρες, χωρίς αργοπορίες. ‘Ύστερα κατέβηκε γοργά τη σκάλα χωρίς να κοιτάξει ούτε στιγµή πίσω, και βάδισε όλο τον δρόµο µε ψηλά το κεφάλι και µ’ ένα αδιόρατο µειδίαµα στα χείλη. Γύρω του σιωπή και πρόσωπα γυρισµένα απ’ την άλλη πλευρά! Σίγουρα το νέο θα είχε κάνει τον κύκλο του, όπως όλα τα δυσάρεστα, που πρώτος τα µαθαίνει ο περίγυρος και τελευταίος εσύ…
Κάποτε έφθασε. Μπήκε στο σπίτι, στήθηκε όπως κάθε µέρα, µπρος το πόρτ-µαντώ, έβγαλε τη ρεπούµπλικα, το παλτό, άφησε τη τσάντα και την οµπρέλα στη θέση τους, έσυρε µετά απ’ τη πίσω πλευρά του έναν φάκελο, τον έβαλε στην τσέπη, κοίταξε τον εαυτό του µε ικανοποίηση στον καθρέφτη και τράβηξε για τη κουζίνα.
∆εν θα χρειαζόταν πια να είναι ένας καλά κουρντισµένος σκλάβος µιας ρουτινιάρικης ζωής! Ευτυχώς που χάρη στην προνοητικότητα του, χρόνια τώρα κρύβει λεφτουδάκια σ’ ετούτη εδώ κρυψώνα! Πίσω από ένα κρυφό, κοίλωµα στην κορυφή του παλιού επίπλου, εκεί όπου δεν θα έφθανε ποτέ το ξεσκονόπανο της γυναίκας…
Πάνω στην ώρα φάνηκε κι εκείνη στο χολ, έτρεξε προς το µέρος του και τον…αγκάλιασε. Προφανώς τα νέα είχαν φτάσει στο σπίτι…πριν απ’ αυτόν! «Μην στεναχωριέσαι!» είπε κι η φωνή της ακουγόταν σταθερή. «Το περίµενα να ξέρεις! Σε είχαν βάλει στο µάτι απ’ τη στιγµή που ήλθε στην πόλη ο ανιψιός του διευθυντού…Ακουγόταν λόγια εδώ κι εκεί…Μη νοιάζεσαι όµως…»
Τον τράβηξε προς το πόρτ-µαντώ, έσκυψε, αφαίρεσε το κάδο της οµπρέλας, έβαλε το χέρι της βαθιά κάτω απ’ τη βάση του επίπλου, ανέσυρε ένα βαρύ, κεντηµένο σακουλάκι και του το έβαλε στο χέρι. «Πάρε!» είπε χαµογελαστή. «Είναι λίρες! Χρόνια τώρα κεντώ κρυφά τις ώρες που λείπεις. Μια φίλη έχει αναλάβει να τα πουλά! Βλέπεις µου απαγόρευσες να δουλεύω…Ό,τι κέρδιζα το έκανα λίρες…Φασούλι το φασούλι γεµίζει το σακούλι…Μ’ αυτά θα πορευτούµε…», είπε τέλος και τα µάτια της έλαµψαν!
«∆ες τι σου έχω και εγώ για…Πασχαλινό δώρο!» απάντησε εκείνος, έβγαλε απ’ τη τσέπη το φάκελο και της τον έδωσε. «Λεφτά! Τα µάζευα σιγά-σιγά για µια δύσκολη στιγµή. Να ξέρεις βέβαια, πως η…κατάσταση χαλάει. Ο κόσµος όλος βράζει. Ίσως σύντοµα να έχουµε παγκόσµιες αναταράξεις…Μπορεί και πόλεµο! Θα τα µαζέψουµε στα γρήγορα και θα πάµε στο χωριό. Θα σουλουπώσουµε το σπίτι και θα δουλέψουµε την περιουσία. Θα κάνουµε Πάσχα αληθινό εκεί, χωρίς δεσµεύσεις, χωρίς απαγορεύσεις!»
«Ναι!» είπε η γυναίκα µ’ ενθουσιασµό κι αγκαλιάστηκαν ξανά! «Πάσχα αληθινό στη φύση και στο καθαρό αέρα! Μακριά απ’ την ανθρώπινη κακία…Τυχεροί δεν είµαστε!!»
Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά! Ναι! Χίλιες φορές προτιµούσε τη πάλη µε τα στοιχεία της φύσης, παρά µε τον άνθρωπο, το πιο µεγάλο θεριό όλων!
Εκείνη τη νύχτα δεν είχαν ύπνο, µόνο έκατσαν στο µικρό τους σαλονάκι και σχεδίασαν τη νέα τους ζωή: «Θα βάλω κότες και κουνέλια, για να έχουµε αυγά και δικό µας κρέας!» ξεκίνησε εκείνος. «∆εν θα χρειάζεται να αγοράζεις πια…τίποτα γυναίκα!» Την κοίταξε τρυφερά και συνέχισε: «Θα παράγουµε οι ίδιοι ό,τι χρειαζόµαστε. Απλά είναι τα πράγµατα και κακώς τα έχουµε κάνει πολύπλοκα…»
«Ναι!» είπε εκείνη χαµογελώντας. «Κι εγώ θα στήσω στο αποθηκάκι τον αργαλειό. Θα φτιάχνω µόνη µου όλα τα πανικά µας…Θα πουλώ κιόλας για λίγα επιπλέον χρήµατα…»
«Γιατί όχι! Θα µαζεύουµε τα λάδι µας, θα φτιάχνουµε το κρασί µας, θα βάλω και κηπάκι για τα λαχανικά µας…»
«Ζωή βασιλική! Θα ζεις στη φύση, θα τη χαίρεσαι και θα είσαι…κύριος του εαυτού σου!» είπε η γυναίκα. «Και το σπίτι εδώ τι θα το κάνουµε;», ρώτησε µετά. «Να το πουλήσουµε λες;»
«Το δίχως άλλο! Θα πάρουµε µαζί µας τ’ απολύτως απαραίτητα. Και το…πόρτ-µαντώ οπωσδήποτε! Για να θυµάµαι τις δυσκολίες µας στην πόλη, µα και το…καλό που µας έκανε! Θα κάνουµε Ανάσταση φέτος πραγµατική!»
«Κι αµέ!» είπε εκείνη και το πρόσωπό της φωτίστηκε ξανά. «Πάµε τώρα να κοιµηθούµε λιγάκι κι αύριο έχει ο Θεός…»