Παλιά στα χωριά της Κρήτης εγύριζαν πραματευτάδες. Σε μερικά χωριά μάλιστα γυρίζουν ακόμη. Είχαν ένα ή δύο γαϊδάρους φορτωμένους τον καθένα με δύο μικρές ντουλάπες γεμάτες ψιλολογιές. Χτυπούσαν ένα κουδούνι σαν εκείνα του παλιού σχολειού και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Ο ήρως της ιστορίας μας είναι ένας πολύ έξυπνος και ετοιμόλογος άνθρωπος, που κάνει ακόμη τον πραματευτή. Είναι ο Γιάννης ο Δαμιανάκης ή σκέτο Δαμιανός από τους Αποστόλους Πεδιάδας.
Εκείνο το πρωί -ήταν τη δεκαετία του ’50- είχε βγει βόλτα με τους γαϊδάρους του φορτωμένους ψιλικά.
Κάπου περασμένο το μεσημέρι έφυγε από τη Βόνη και πήγαινε στο Θραψανό.
Στο δρόμο συνάντησε μια Θραψανιώτισσα -που την εγνώριζε βέβαια λόγω επαγγέλματος- και πήγαινε στ’ αμπέλι τω εργατώ το μεσημεριάτικο φαγητό. Ηταν ανήσυχη και στενοχωρημένη, γιατί είχε αργήσει. Και για να βεβαιωθεί πόσο είχε αργήσει, ερώτησε τον πραματευτή, μόλις τον επλησίασε:
– Μπρε συ Γιάννη. Εχεις ώρα; (ρολόι).
– Εχω ’γω ώρα, μα είντα θα κάμω τσοι γαϊδάρους που θα μου φύγουν, της είπε, δίνοντας άλλο νόημα στην κουβέντα.
Το πείραγμα αυτό του Δαμιανού ήταν αθώο, όπως αθώα ήταν και όλα τα πειράγματα που έκανε μια ζωή σε άνδρες και γυναίκες. Γιατί ο Δαμιανός είχε καθιερώσει τα αστεία και τα πειράγματα, σαν ένα τρόπο δημοσίων σχέσεων στη δουλειά του κι ήταν πασίγνωστος γι’ αυτό.
Αριστοφάνη Χουρδάκη,
“Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες και Ανέκδοτα”