Ρωτά η δασκάλα το Μανώλη του Σταφιδογιώργη να τση λύσει ένα μ-πρόβλημα:
– Μωρέ συ Μανιόλη, πέντ’ οκάδες πατάτες με το τέσσερα πόσο γ-κάνουνε;
Βαρές νους1 ο κακομοίρης ο Μανώλης, σκέφτεται, ξανασκέφτεται, ξύνει τη γ-κεφαλή ν-του, ξανοίγει τα μεσοδόκια2 στριφοκωλιά3 στο θρανίο μα δε ν-το βρίχνει.
– Δε ν-το βρες, μωρέ Μανώλη;
– Όι, κυρία, δε ν-το βρα.
– Ε πες μου, μωρέ, μπάρε μου4, πέντ’ οκάδες ρύζι με το δύο πόσο γ-κάνουνε; ξαναρωτά η δασκάλα, για να διευκολύνει το Μανώλη.
Ξανασκέφτετ’ ο Μανώλης, ξανοίγει πάλι τα μισοδόκια, ξύνει τσοι μηλίγγους του, ξαναστριφοκωλιά στο θρανίο, πράμα.
– Δεν το βρες, μωρέ, μουδέ5 τούτονα; τονε ρωτά η δασκάλα. Κι εδά – εδά γυρίζει ο Μανώλης και της λέει:
– Ναίσκες6 τσι πατάτες απού ’τανε τοσεσές στο χόντρος7 δεν ηύρα και το ρύζι ’θελα σου βρω;
1. βαρύ μυαλό
2. ξύλινα δοκάρια
3. σούρνει τον πισινό τον
4. τουλάχιστο
5. ούτε
6. ναι σιγά
7. τόσο χοντρές – φράση που συνοδεύεται και με χειρονομία μεγέθους σημαντική
Μιχάλη Επαμ. Πριναράκη,
Εκδόσεις “Κρητικά Γράμματα”