27.4 C
Chania
Τετάρτη, 2 Ιουλίου, 2025

Το χρήμα διαφθείρει

Εργένης ξένος, ζάμπλουτος, πήγε να κατοικήσει,
σε χωριουδάκι μακρινό, μέσα στην άγρια φύση.
Κομμάτι γης αγόρασε κι έχτισε ένα σπίτι
και εξορμούσε απο κει, σε όλο τον πλανήτη.
Ξενοδοχεία, τράπεζες κι επιχειρήσεις άλλες,
είχε που τ’ αποδίδανε, σοδιές πολύ μεγάλες.
Απίστευτα τα χρήματα, που κέρδιζε το χρόνο,
να τα ξοδεύει δεν μπορεί, χρυσό κι αν έχει θρόνο.
Μα του λειπ’ η απόλυτη, τ’ ανθρώπου ευτυχία,
που ‘βλεπε σ’ ένα γείτονα, μ’ αγρότου τα πτυχία.
Κάθε πρωί τον άκουγε, να τραγουδά περνώντας,
πάνω στο γαϊδουράκι ντου, αλλά και περπατώντας.
Σε κηπαράκι πήγαινε που είχε παρακάτω,
αλλά και εις το γυρισμό, τον έβλεπε κεφάτο.
Μια μέρα τον ερώτησε, γιατ’ έχει πάντα κέφι
και όλη μέρα τραγουδεί, ίντα το γέλιο τρέφει.
Κι απάντησε ντ’ ο χωρικός, έχω καλή γυναίκα,
και τούτο είναι αρκετό, εννιά φορές σ’ τσι δέκα.
Αυτή μου δίνει δύναμη και λόγος δεν υπάρχει,
να πάψω ‘γω να τραγουδώ, κι ας έχω και… συνάχι.
Ο πλούσιος το σκέφτηκε και βρηκ’ αμέσως λύση,
την πόρτα τσι γειτόνισσας, σε λίγο θα κτυπήσει.
Να τηνε πάρη θέλησε, να φύγουν σ’ άλλα μέρη,
ευτυχισμένος θα ‘τανε, άμα την κάμει ταίρι.
Χρήματα τσι ‘τάξανε πολλά, τα κάνει άλλα τόσα,
μα κείνα ήταν ανένδοτη, διόλου δεν την θαμπώσαν.
τον άνδρα της επ’ ουδενί, θέλει ν’ εγκαταλείψει
και του ξεκαθάρισε, ευγένεια ‘χε δείξει.
Όμως αυτός επέμενε κι άπλωσε στο τραπέζι
τόσα χαρτονομίσματα, π’ ο νους τση τρεμοπαίζει.
Τον κόσμο θα γυρίσουμε, θα ‘χεις ότι γουστάρεις,
βασίλισσα μου θα γενείς και θα με κουμαντάρεις.
Εθόλωσε τση το μυαλό και τσ’ άλλαξε τη γνώμη
και πήρε την και φύγανε, μα ζήτησε συγγνώμη.
Γράμμα στον άντρα τσ’ άφησε κι εξήγηση του δίνει,
πως τον αφήνει μοναχό κι ο κόσμος ας την κρίνει.
Μα τ’ άφησαν κι ένα ποσό, που του ‘φτανε να ζήσει,
μια ζωή ολόκληρη και σ’ άλλους να δωρίσει.
Από τον κήπο σαν γυρνά, κάτι στο νου του μπαίνει,
για δεν τη βλέπει στην αυλή, να τονε περιμένει.
Στο σπίτι μπαίνει μοναχός και βρίσκ’ εκεί το γράμμα,
το διάβασε, κατάλαβε και ξεκινά το δράμα.
Όλη τη νύχτα ξάγρυπνος, έμεινε στο κρεβάτι,
ο ύπνος δεν του κόλαγε, δεν έκλεινε το μάτι.
Και πήρε την απόφαση, τα πάντα να αφήσει,
σε ξένο τόπο μακρινό να πα ‘να κατοικήσει.
Τον κήπο του παράτησε, το γάϊδαρο το σπίτι,
την ίδια μέρα κι έφυγε, περ’ απ’ τον Ψηλορείτη.
Στην άλλη άκρη του νησιού, έψαξε κι ήβρε τόπο,
σ’ ερημική περιοχή, αλάργ’ άλλων ανθρώπω.
Ένα σπιτάκι αγόρασε και φτωχική ταβέρνα
κι όποιον περνούσε από ‘κει, μικρό μεγάλ’ εκέρνα.
Κάποια δεντράκια φύτεψε και ένα κηπαράκι,
που τα παλιά του θύμιζαν, στο πρώτο χωριουδάκι.
Την ώρα π’ η γυναίκα του, γυρνούσε σ’ άλλα κράτη,
με συντροφιά τον πλούσιο και τον αριστοκράτη.
Ευτυχισμένο σήμερα, κρατά τον τραπεζίτη,
του κάνει τα χατήρια ντου, τον σερν’ από τη μύτη.
Με ιδιωτικά πετούν, αεροπλάνα πάντα,
απ’ του πλανήτη μας τη μιά, φτάνουν στην άλλη μπάντα.
Ώσπου αρρώστησε αυτός, π’ ανέσεις τση παείχε,
μα πριν πεθάνει τσι ‘γραψε, οτ’ είχε και δεν είχε.
Και μόνη σαν εβρέθηκε, πλούσια σε ξένο τόπο,
εσκέφτηκε τον άντρα τση κι έψαχνε να βρει τρόπο.
Εκεί που ξεκίνησε και πάλι να γυρίσει
ν’ αρχίσει την παλιά ζωή, που ‘χε επιθυμήσει.
Όρισε διαχειρηστή, σ’ όλη την περιουσία
όπως και κάποιους λογιστές, σ’ Ευρώπη και Ασία.
Κανόνισε σε τράπεζες, να μπαίνει το… μαξούλι,
μα να καλοπληρώνονται, οι δουλευτές τση ούλοι.
Και δίχως καθυστέρηση, ήρθε ξανά στη Κρήτη,
στο χωριουδάκι έφτασε και στο παλιό το σπίτι.
Μα το βρήκε κατάκλειστο και ρώτησε να μάθει,
που βρίσκεται ο άντρας της, μην τίποτ’ έχει πάθει.
Σαν έμαθε πως έφυγε και τ’ άφησ’ όλα πίσω,
είπε θα ψάξω να τον βρω, να τον καλαμαρίσω.
Απ’ την αρχή ν’ αρχίσουμε και να τα ξαναβρούμε,
και την παλιά μας τη ζωή και πάλι να χαρούμε.
Στην άλλη άκρη του νησιού, βρίσκεται ο καλός σου,
της είπε κάποιος συγγενής, γνωρίζω και μιλώ σου.
Κινά προς Ανατολικά και φτάνει στο Λασίθι,
μα ‘χει το φόβο μέσα τζη, μήπως ειν ‘ όλα μύθοι.
Μα κάπου βρήκε λίγο φως κι άναψε μια ελπίδα,
για ξένο όταν άκουσε, Ήλιος στην καταιγίδα.
Πως ζούσε σε απόμερη και μακρινή γωνία,
ταξί βρήκε κι αγκάζαρε κι έτρεξε μ’ αγωνία.
Μα πριν να φύγουν έβγαλε, τα γυναικεία ρούχα,
με ανδρικά εντύθηκε, μέχρι και την πατούχα.
Από τον ίδιο ταξιτζή, έμαθε πως του φέρνει,
την εβδομάδα δυο φορές, οτι του παραγγέλνει.
Σαν φτάξαν στην περιοχή, του ‘πε να σταματήσει,
μακρυά ‘πο την καλύβα ντου κι εκεί να την αφήσει.
Αφού τον πλήρωσε καλά, του είπε να περάσει,
την επομένη από κει κι αν έρθει δεν θα χάσει.
Τον αριθμό του κινητού, του ζήτησε να γράψει
για κάθε ενδεχόμενο, μήπως και κατ’ αλλάξει.
Κι αφού τον συναπόβγαλε, πηγαίνει στην καλύβα,
την πόρτα του εχτύπησε, του ‘πε ειμ’ απ’ τη Θήβα.
Μη με ρωτάς πως βρέθηκα, σε τούτονε τον τόπο,
πολλά συμβαίνουν κάποτε, στο γένος των ανθρώπω
Μόνο αν είναι δυνατόν, να φάμε πρέπει κάτι,
γιατί πεινάω φοβερά κι είναι θολώ το μάτι.
Προχειρ’ ετοίμασε φαί και κάτσαν στο τραπέζι,
καθόλου δεν κατάλαβε, ίντα παιγνίδι παίζει.
Κι αφού εκουβεδιάσανε και πέρασε η ώρα,
ενύχτωσε και λέει τση, τι θ’ απογίνεις τώρα.
Κάπου θα πρέπει να μου βρεις, εις του σπιθιού μιαν άκρη,
ζεστή γωνιά να κοιμηθώ, μα τση φυγ’ ένα δάκρυ.
Μικρή ‘ναι η καλύβα μου και δεν χωράει άλλος,
μα φαίνεται μου πως εσύ, είσαι μπελάς μεγάλος.
Ανοίγε τη βαλίτσα ντου, ο ξένος που ‘ταν ξένη,
κι ήτανε με δολάρια, πολλά καργαρισμένη.
Αφ’ άντρες είμαστε κι οι δυο, μαζί θα κοιμηθούμε
πλάτη με πλάτη μια βραδιά και το πρωί θα δούμε.
Ο νοικοκύρης στην αρχή, το παίζει πως δεν θέλει
κι ανοίγει και τη δεύτερη, βαλίτσα με το… μέλι.
Και τελικά τον έπεισε, να πέσουνε για ύπνο,
στ’ ίδιο κρεβάτι και οι δυο, μα γω τα χέρια νίπτω.
Μα σαν τα ρούχα βγάνανε, φανήκαν τα σημάδια,
τη σύντροφο του γνώρισε, θυμήθηκε τα χάδια.
Εσύ ‘σαι η γυναίκα μου, που μ’ άφησες μια μέρα,
για ένα ξένο παραλή, διαβόλου θυγατέρα.
Με χρήμα σε ξελόγιασε, αυτός ο τραπεζίτης
και φύγετε στην ξενιτιά κι απόμειν’ ερημίτης.
Γιατί μου το ‘κανες αυτό, που ‘μαστ’ αγαπημένοι,
και στο φτωχό σπιτάκι μας, ζούσαμ’ ευτυχισμένοι.
Τα πλούτη σε μεθύσανε και πήρανε το νου σου,
και σ’ απομάκριναν από, την αγκαλιά τ’ αντρούς σου.
Σφάλμα μεγάλο έκανα και το αναγνωρίζω,
πατροπαράδοτες αρχές, πάτησα και δακρύζω.
Όμως και συ με δέχτηκες, σήμερα στο κρεβάτι,
γιατί οι δύο βαλίτσες μου, σου γυάλισαν το μάτι.
Πάτσι και πόστα είμαστε, όπως και να το κάνεις
κι αν το ξεχάσεις άντρα μουο, δυο πληγές θα γιάνεις.
Κι αφού το δέχτηκαν κι οι δυο, νερό κι αλάτσι όλα
εις τα παλιά γυρίσανε, με κάργα πορτοφόλα.
Μα δεν τους επιρέασαν, τα πλούτη τους καθόλου,
ήτανε δούλοι του Θεού και όχι του διαβόλου.
Κι αν σφάλανε κάποια στιγμή, όλος ο κόσμος σφάλει,
μ’ αυτοί γυρίσανε ξανά, στον ίσιο δρόμο πάλι.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα