» Bruno Jasienski (µτφρ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδόσεις Έρµα)
«Ξεκίνησε από ένα µικρό, φαινοµενικά ασήµαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού. Κάποιο όµορφο βράδυ του Νοέµβρη, στη γωνιά της οδού Βιβιέν και της λεωφόρου της Μονµάρτης, η Ζανέτ δήλωνε στον Πιερ ότι χρειάζεται οπωσδήποτε βραδινά γοβάκια».
Εκείνο το πρωί, ο επιστάτης σταµάτησε δίπλα στον Πιερ, του ζήτησε να µαζέψει τα εργαλεία του, απολυόταν. Ήταν κάτι που συνέβαινε ήδη κάποιες βδοµάδες, όχι µόνο στο συγκεκριµένο εργοστάσιο, αλλά παντού, αργά και σταθερά εργάτες παύονταν, η ζήτηση είχε πέσει, η προσφορά έπρεπε να ακολουθήσει, οι καµπύλες είναι αυστηρές, δεν διαθέτουν ανθρωπιά, αντιλαµβάνονται µόνο νούµερα, τέτοιο ήταν και ο Πιερ, τέτοιο και το αντίτιµο για ένα ζευγάρι βραδινά γοβάκια, που η Ζανέτ χρειαζόταν και εκείνος µε όλη του την καρδιά θα ήθελε να της προσφέρει, ένα ακόµα δώρο, όµως η αποζηµίωση δεν ήταν παρά ελάχιστη. Η Ζανέτ αποµακρυνόταν, ο Πιερ έψαχνε µάταια κάποιο άλλο πόστο, η ζωή από τη µια στιγµή στην άλλη ανατρέπεται, χωρίς γυρισµό, όλα τα ανθρώπινα αποτιµώνται σε µονάδες χρήµατος, έτσι ο Πιερ, βρέθηκε χωρίς κοπέλα, χωρίς σπίτι, χωρίς κάτι να βάλει στο στόµα του. Ένας ακόµα από τους πολλούς που περίσσευαν στην εξίσωση της κρίσης που είχε σκιάσει το Παρίσι και το σύστηµα απέβαλε µήπως και επιβιώσει.
Έτσι, από ένα µικρό, φαινοµενικά ασήµαντο περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα προσωπικού, ξεκίνησε η αφήγηση αυτή, για να µετατραπεί σε κάτι τεράστιο, άκρως σηµαντικό περιστατικό, χαρακτήρα σίγουρα συλλογικού. Από ένα µικρό, αόρατο δια γυµνού οφθαλµού, βακτήριο, το yerisnia pestis, ξεπηδά µια πανδηµία πανούκλας, δύο δοκιµαστικοί σωλήνες από το Ινστιτούτο Παστέρ ήταν αρκετοί, το Παρίσι µπαίνει σε καραντίνα, το κέντρο των πάντων αποµονώνεται, ο θάνατος δεν διαθέτει ανθρωπιά, δεν εξετάζει προνόµια ταξικά, κοινωνικά και οικονοµικά, αντιλαµβάνεται µόνο ξενιστές µέσω των οποίων επελαύνει, χωρίς να υπολογίζει πως ο αφανισµός των ξενιστών θα είναι και ο δικός του αφανισµός, το δικό του τέλος, να µια οµοιότητα µε τον καπιταλισµό, που ό,τι δεν χρειάζεται το αποβάλει, βακτήρια που παρασιτούν και εξαπλώνονται χωρίς να υπολογίζουν τίποτα στο διάβα τους, και στο τέλος τους, αν υπάρχουν επιζώντες, θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της επόµενης µέρας της καταστροφής, να µαζέψουν τα συντρίµµια, να θεµελιώσουν έναν καινούργιο πολιτισµό, που θα διατηρεί στη µνήµη ζωντανή την επικινδυνότητα της εκµετάλλευσης στον βωµό του κέρδους των λίγων.
Το Θα κάψω το Παρίσι, το πρώτο έργο του Πολωνού Μπρούνο Γιασένσκι που εκδίδεται στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Έρµα και σε µετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, είναι ένα φοβερό βιβλίο. Ο Γιασένσκι, ένας από τους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού µοντερνισµού, ήρθε από νωρίς σε επαφή µε τα αβάν γκαρντ κινήµατα της εποχής, τη ρωσική πρωτοπορία και τον φουτουρισµό, και σταδιακά θα ενστερνιστεί τις µαρξιστικές ιδέες, θα βρει καταφύγιο στο Παρίσι το 1925, όπου το 1928 θα εκδώσει το Θα κάψω το Παρίσι, το οποίο προκάλεσε εντύπωση και δίχασε αφού από κάποιους θεωρήθηκε αριστούργηµα αλλά από άλλους κρίθηκε ως αµφιλεγόµενο. Η πρωτοπορία, σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δηµιουργίας, σπάνια λαµβάνει άµεσα την καθολική υποδοχή, άλλωστε. Η τότε πρωτοπορία του βιβλίου αυτού στο σήµερα φαίνεται και από το γεγονός πως µοιάζει ύστερο της εποχής του, κάτι που δεν νοµίζω πως περιορίζεται στη γέννηση του σουρεαλισµού µέσα από τον φουτουρισµού, αλλά και την ακόλουθη εµφάνιση του υπαρξισµού. Παρότι εξ αρχής είχα υπόψη µου πως εκδόθηκε το 1925, δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθα πως η πλοκή λαµβάνει χώρα µετά το τέλος του ∆εύτερου Παγκοσµίου Πολέµου, σκεφτόµουν µε διαφορετικούς όρους τη συσχέτιση µε την Πανούκλα του Καµί, για να δώσω µόνο ένα παράδειγµα.
Ο Γιασένσκι, στο Θα κάψω το Παρίσι, χρησιµοποιεί ως εύρηµα την παρισινή πανούκλα, µε έναν τρόπο εργαστηριακής παρακολούθησης, γι’ αυτό αρκετοί διέκριναν και επέκριναν ένα νατουραλιστικό χαρακτήρα στο έργο. Η φιλοδοξία όµως του συγγραφέα θεωρώ πως θα ασφυκτιούσε σε έναν τόσο στενό ειδολογικό περιορισµό, το ίδιο το έργο, επίσης. Το Παρίσι της εποχής, πολυσυλλεκτικό και σε αναβρασµό, αποτελεί το τέλειο σκηνικό ζυµώσεων, καθώς ταυτόχρονα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα µεσοπολεµικής παρακµής και ύφεσης, την ίδια στιγµή όµως που η πρωτοπορία και η επιρροή από τα ανατολικά έχουν διεισδύσει στο συλλογικό σώµα της ετερόκλητης µητρόπολης, µε την ανάµνηση της Κοµµούνας να είναι σχετικά φρέσκια. ∆ιόλου απλή και εύκολη δεν είναι, λοιπόν, µια ειδολογική κατάταξη του µυθιστορήµατος αυτού, στο οποίο αντανακλάται η πολύπλοκη σύνθεση της γαλλικής πρωτεύουσας, της ανθρώπινης συνθήκης εν γένει.
Παρότι υπάρχει ένα κεντρικό εύρηµα, η πανούκλα, αυτό δεν λειτουργεί ούτε εγκλωβιστικά αλλά ούτε άναρχα απελευθερωτικά για τον συγγραφέα, που δεν ξεστρατίζει αποπροσανατολισµένος από την ίδια του την έµπνευση ή την επικίνδυνη µέθη της συγγραφής. Είναι θαυµαστή η ισορροπία που επιτυγχάνει ο Γιασένσκι ανάµεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, ο τρόπος µε τον οποίο η αχαλίνωτη φαντασία συνυπάρχει µε την οξυδερκή παρατήρηση και την πολιτική στράτευση είναι που καθιστά τόσο σηµαντικό το Θα κάψω το Παρίσι, τόσο φρέσκο και άχρονα διαχρονικό επίσης, ο καπιταλισµός και οι κρίσεις του, άλλωστε, συνοψίζουν ακόµα και σήµερα εν πολλοίς την ανθρώπινη ιστορία. Η υπέρβαση των όποιων αναµενόµενων περιορισµών, η άνεση µε την οποία ο Γιασένσκι δοκιµάζει τα όρια της γραφής, τόσο σε επίπεδο µορφής, όσο και περιεχοµένου, αντανακλά τη σύνθετη φύση της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη, καθιστώντας ακόµα και το ίδιο το υποκείµενο της γραφής ανεπαρκές, χαρακτηριστικό παράδειγµα που ένα έργο υπερβαίνει τον δηµιουργό του, και αυτό προκύπτει από την ανάγνωση, ως αίσθηση, ίσως από την ανεπάρκεια του αναγνώστη, τη δική µου στην προκειµένη περίπτωση, που δυσκολεύεται να αποδεχτεί πως το µυθιστόρηµα υπήρξε πλήρως ελεγχόµενο από τον δηµιουργό του, ταυτίζοντάς τον ίσως µε τον καψερό Πιερ τη στιγµή που τα µάτια του λάµπουν µπροστά στους δοκιµαστικούς σωλήνες µε το ένοχο βακτήριο.
Αν κάτι απουσιάζει από το Θα κάψω το Παρίσι, αυτό είναι η µελαγχολία, η άρνηση και η µαταιότητα πως τίποτα δεν µπορεί να αλλάξει, παρά τον διάχυτο ζόφο, παρά το θανατικό που σέρνεται από πόρτα σε πόρτα. Η αλλαγή ωστόσο κοστίζει, αυτό ο Γιασένσκι το υπενθυµίζει στην κάθε ελάχιστη αφορµή, τίποτα δεν θα αλλάξει χωρίς κόστος, και το τίµηµα που το κυριαρχικό σύστηµα προκαλεί καθηµερινά είναι τεράστιο, αφού θέτει σε κίνδυνο ακόµα και τον πλήρη αφανισµό του ανθρώπου, σπαταλώντας τους πόρους, αδιαφορώντας για τους φυσικούς περιορισµούς, εµµένοντας σε µια ανόητη ανθρώπινη παντοδυναµία, το ατοµικό, ωστόσο, θα πρέπει να θυσιαστεί στο συλλογικό, άλλος δρόµος δεν υπάρχει.
Από τις πλέον σηµαντικές κυκλοφορίες της χρονιάς, ένα ακόµα κενό από την παγκόσµια γραµµατεία που έρχεται να συµπληρωθεί εκατό χρόνια µετά την πρώτη κυκλοφορία τού Θα κάψω το Παρίσι.