Τώρα που κανέναν άνθρωπο δεν σώζει ούτε εντυπωσιάζει πια καμιά μορφή τέχνης, γιατί η πραγματικότητα έσβησε κάθε φαντασία γύρισε και κοίταξε τον καθρέφτη.
Δες στο πρόσωπό σου, τα λιμνάζοντα νερά και τις απόπειρες να ζωγραφίζουν δρόμους διαφυγής η γύμνια του καμμένου τοπίου, καθώς γίνεται υπόθεσή σου σε προστάζει να σκύψεις ολοένα και πιο βαθιά, πιο προσεχτικά να βρεις τον ένοχο που εμπιστεύτηκες και παρέδωσες την ηλικία της άνοιξης
Τα νεκρά πουλιά και τα θρυμματισμένα όνειρα, οι ξεραμένες πηγές και τα σκεπασμένα με τέφρα δρομάκια σε κάνουν να νιώθεις πολεμιστής όχι καλλιτέχνης, όχι παρατηρητής ή τουρίστας. Η φωτογραφική σου μηχανή κρέμεται στον ώμο σου. Βαριά τα πινέλα, τα χρώματα, τα λόγια, οι σοφίες δεν έχουν εστίες αναφοράς σε ποιον να δείξεις τα σημεία των εξερευνήσεών σου, αφού όλα έχουν φανερωθεί.
Πώς να διαφυλάξεις τα θραύσματα χρυσού για να ξαναρχίσεις να ξαναχτίσεις μια πόλη μετέωρη σ’ έναν μετέωρο κόσμο;
Η Κυριακή της οικογενειακής θαλπωρής έσβησε, κάηκε σα φωτογραφία από το άπλετο φως μιας αδυσώπητης αλήθειας, όσο και αν προσπαθείς, όσο και αν και νοσταλγείς την ασφάλεια του μεσημεριανού φαγητού, του γλυκού, της βόλτας, του σινεμά, της γιορτής. Αλλο τίποτα δεν θα βρεις παρά ανθρώπους που τα ’χουν χαμένα τα λόγια, έχουν χάσει κάθε νόημα. Οι γλώσσες δεν ερμηνεύονται με λεξικά και οι πόλεις μεγάλωσαν άξαφνα τόσο που εξαφανίστηκαν μέσα στη μοναξιά μιας πολυκοσμίας που σέρνεται σαν από λοιμό η μεγαλη αρρώστια. Εν τω μεταξύ όλα φαίνονται κανονικά.
Και τα θηρία πανταχού “παρών” ν’ αρπάζουν τον καθένα όποτε τους έρθουν, να γυμνάζουν βίαια τα μέλη του, να τραβούν και να θάβουν με ταφόπλακα την κάθε μορφή ζωής, ενώ οι παπαγάλοι φτερουγίζοντας προσκυνούν μία εξουσία άδικη, μια εξουσία φρίκης.
Η θέση σου μαριονέτα σε μία γιορτή που δεν είναι δική σου, μια γιορτή πένθους και οργής τα δώρα της ύπαρξής σου λεηλατημένα τα περιφέρουν σαν κομμένα μέλη του σώματός σου. Αλλού το κεφάλι, αλλού τα πόδια, χίλια κομμάτια τα ροκανίζουν κανίβαλοι μιας εποχής “πρωτογενούς πλεονάσματος….”.
Αυτή τη στιγμή η τέχνη δεν είναι μόνο παρηγορία… αλλά και επίγνωση. Τ’ άλλοθι τέλειωσαν. Ο καλλιτέχνης εξόριστος στέλνει σήματα μνήμης του ονείρου που έσπασε χωρίς ήχο μέσα μας.
Η λάμψη του χαϊδεύει τα σκοτεινά πρόσωπα και φοβάται, πολύ φοβάται μη συνηθίσει κανείς να του τα παίρνουν όλα και να υπομένει να βλέπει πεινασμένους, κρεμασμένους, άνεργους, απεγνωσμένους, αγανακτισμένους σαν να ’ταν φυσικό μη θεωρήσει αυτονόητο να ζουν οι άνθρωποι με συσσίτια στο έλεος των άλλων.
Θαρραλέα καρδιά πάρε θέση να νικήσει ο άνθρωπος, να γίνει το θαύμα που θα σημαίνει το τέλος της αδικίας μέσα στη ζωή, το τέλος του εξευτελισμού και της αθλιότητας το τέλος της βασιλείας των λίγων. Θαρραλέα καρδιά… πράξε.
ΜΑΡΙΑ ΑΪΡΑΜ