30.1 C
Chania
Πέμπτη, 10 Ιουλίου, 2025

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Από τον Αζναβούρ στον Superman και τις Μπαλκονάτες

Η πολυαναμενόμενη επανεκκίνηση του «Superman», από τον Τζέιμς Γκαν αναμένεται να τραβήξει το νεανικό κοινό, αλλά και το ευρύτερο που διασκέδασε, με την πρώτη ταινία του εμβληματικού κινηματογραφικού ήρωα, το 1978. «Ο Κύριος Αζναβούρ», το βιογραφικό δράμα για τον σπουδαίο και αγαπημένο στην Ελλάδα, Γάλλο τραγουδοποιό, έχει το ενδιαφέρον του, ενώ το κοινό της αναμένεται να βρει και η μαύρη κωμωδία «Οι Μπαλκονάτες» της Νοεμί Μερλάν. Το πρόγραμμα με τις πρεμιέρες της εβδομάδας συμπληρώνεται από την ταινία τρόμου «Επικίνδυνα Πλάσματα» και το ερωτικό δράμα «Η Καρδιά Ενός Τζογαδόρου», ενώ από τις επανεκδόσεις ξεχωρίζει το αριστούργημα «Το Πάθος της Ζαν Ντ’Αρκ», μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, που γύρισε ο σπουδαίος Καρλ Ντράγιερ το 1928.

Ο Κύριος Αζναβούρ

(“Monsieur Aznavour”) Βιογραφικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μεχντί Ιντίρ και Γκραν Κορπ Μαλάντ, με τους Ταχάρ Ραχίμ, Μπαστιάν Μπουγιόν, Καμίλ Μουταβακίλ, Μαρί Τζουλί Μποπ, Ναρίν Γκριγκοριάν κα.

Μία ακόμη βιογραφία περνά στη μεγάλη οθόνη, αυτή τη φορά του σπουδαίου ερμηνευτή και τραγουδοποιού Σαρλ Αζναβούρ, ενός ειδώλου στη Γαλλία, που αγαπήθηκε ιδιαίτερα όμως και σε όλο τον κόσμο και φυσικά στη χώρα μας, όπου μάλιστα έκανε κάποιες εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Η ταινία των Μεχντί Ιντίρ και Γκραν Κορπ Μαλάντ («Ένα Βήμα τη Φορά»), που ακολουθεί μία κλασική αφήγηση, γραμμική και χρονολογική πλοκή, είναι κατατοπιστική για τη μεγάλη ιστορία του Αζναβούρ, ικανοποιώντας τους λάτρεις του, καλογυρισμένη εν μέρει και κρατά το ενδιαφέρον της, παρότι η διάρκειά της ξεπερνά τις δυο ώρες.

Το στόρι της, μία αναδρομή στο μεγαλύτερο μέρος της, ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, στέκεται ιδιαίτερα και με αρκετές λεπτομέρειες στην προσπάθειά του να βγει από την αφάνεια, να ξεφύγει από τη φτώχεια και τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς του ασχημούλη, μικροκαμωμένου και μετανάστη από την Αρμενία. Θα συνεχίσει, με την τύχη του να γνωρίσει την Έντιθ Πιαφ και τη βοήθειά της προς αυτόν, την προσπάθειά του να κάνει καριέρα στο Αμέρικα, τα σκαμπανεβάσματα της καλλιτεχνικής του πορείας, μέχρι την καταξίωση, τη διεθνή αναγνώριση, τον πλούτο, τους έρωτές του, τη μοναξιά της κορυφής, το δράμα της αυτοκτονίας του γιου του, αλλά και την πεποίθησή του ότι πρέπει να συνεχίσει στο τραγούδι, καθώς η καλλιτεχνική δημιουργία είναι η μόνη που του δίνει θέληση για ζωή.

Ο Σαρλ Αζναβούρ θα πεθάνει το 2018 σε ηλικία 94 ετών, αφήνοντας πίσω του εκπληκτικά τραγούδια, έναν μελωδικό θησαυρό και μια τεράστια περιουσία, στα έξι παιδιά του, από τους τρεις γάμους του. Αν και το φιλμ, βλέπεται με ενδιαφέρον για τις πλούσιες πηγές πληροφόρησης και χαρίζει πάμπολλα τραγούδια του Αζναβούρ, είναι εμφανές ότι οι δημιουργοί του δεν θέλουν να μπουν στις πιο τραχιές στιγμές της σταδιοδρομίας του και της ζωής του, προσδίδοντας στον τραγουδοποιό έναν χαρακτήρα που νοιαζόταν μόνο για την καλλιτεχνική του εξέλιξη, ως απωθημένο της φτώχειας και της απαξίωσης που γνώρισε στα πρώτα του βήματα.

Από την ταινία θα παρελάσουν πολλοί διάσημοι της μουσικής και του θεάματος, από την Πιαφ, που υποδύεται εξαιρετικά η Μαρί Τζουλί Μποπ, μέχρι τον Τζόνι Χαλιντέι και τον Σινάτρα, αν και θα επικεντρωθεί στη φιλική σχέση με τον τραγουδοποιό Πιέρ Ρος, με τον οποίο ξεκίνησαν μαζί κάνοντας ένα πετυχημένο ντουέτο, αλλά τον εγκατέλειψε όταν είδε την ευκαιρία για την κορυφή.

Το φιλμ, όμως, έχει και ορισμένες αδυναμίες, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, όπως είναι η κατάχρηση της επεξήγησης, πολλές φορές μέσα από τα τραγούδια, η απουσία οποιωνδήποτε άλλων ενδιαφερόντων της ζωής του Αζναβούρ και η εμμονή στην περιγραφή της σύνθεσης τραγουδιών και ειδικά, στα πρώτα του χρόνια.

Επιπλέον, ο Ταχάρ Ραχίμ, που είναι φανερό ότι καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να μπει στο πετσί και τον συναισθηματικό κόσμο του Αζναβούρ, μη βοηθούμενος και από το καλούπι του, ορισμένες φορές προκαλεί αμηχανία δίνοντας την εντύπωση ότι ένας ηθοποιός μιμείται τον θρυλικό τραγουδιστή πάνω στη σκηνή, αν και μεταδίδει την οδύνη του καταπιεσμένου πόνου.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Από τη φτωχή του παιδική ηλικία μέχρι την άνοδό του στη φήμη, από τις επιτυχίες του μέχρι τις αποτυχίες του, από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη η ταινία αφηγείται το ταξίδι του Σαρλ Αζναβούρ, ενός καλλιτέχνη που εδραιώθηκε ως μια από τις πιο δημοφιλείς και αγαπημένες προσωπικότητες στη Γαλλία.

Superman

(“Superman”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Γκαν, με τους Ντέιβιντ Κόρενσουετ, Ρέιτσελ Μπρόσναχαν, Νίκολας Χουλτ, Ιζαμπέλα Μερσέντ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Νέιθαν Φίλιον, Φρανκ Γκρίλο κα.

Η πολυαναμενόμενη, για τους φανατικούς θαυμαστές του Σούπερμαν, επανεκκίνηση της ιστορίας του εμβληματικού υπερήρωα της DC – ακόμη μια επανεκκίνηση στο υπερηρωικό σύμπαν, αλλά τουλάχιστον αυτή τη φορά πιο κοντά στην πρωτότυπη ταινία του 1978, αν και με έναν πολύ πιο ανθρώπινο και στην εποχή του ήρωα.

Έχοντας πίσω από τις κάμερες το μεγαλοστέλεχος της DC και σκηνοθέτη Τζέιμς Γκαν («Φύλακες του Γαλαξία»), ήταν δεδομένη η φροντισμένη υπερπαραγωγή, αντάξια ενός μπλοκμπάστερ που φιλοδοξεί να σπάσει τα ταμεία, αλλά αυτή τη φορά υπάρχει κι ένα καλογραμμένο σενάριο, δίχως χαζοχαρούμενες υποϊστορίες και φτηνό χιούμορ ή σκοτεινές ρωγμές στον χαρακτήρα. Δίνοντας έμφαση στις ανθρώπινες αδυναμίες του Σούπερμαν, στην ευαλωτότητά του και την αλληλεγγύη του για ανθρώπους που μέχρι τώρα ίσως και να αγνοούσε, ο υπερήρωας είναι πιο γήινος από ποτέ.

O Κλαρκ Κεντ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην καταγωγή και την ανθρώπινη ανατροφή του, σε έναν κόσμο που πλέον αμφισβητεί τις αξίες της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ελπίδας. Αντιμέτωπος με τον επικίνδυνο Λεξ Λούθορ και μια νέα γενιά υπερηρώων, ο Superman καλείται όχι μόνο να σώσει τον κόσμο και να κερδίσει το κορίτσι με το οποίο είναι ερωτευμένος, αλλά και να δείξει πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά έχουν ακόμη σημασία.

Έχοντας έναν λαμπερό Σούπερμαν, στο πρόσωπο του συμπαθούς Ντέιβιντ Κόρενσουετ, ο Γκαν, δίνει λιγοστές στάλες δροσερού χιούμορ, επικεντρωμένος στον ανθρώπινο χαρακτήρα του ήρωα, που είναι λιγότερο ο γρανιτένιος θεός και πολύ περισσότερο ένας εύθραυστος νέος, που προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του.

Ο Γκαν ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για έναν Σούπερμαν που σκοντάφτει ανάμεσά μας, σαν στραβάδι σε ένα πολυσύνθετο πλέον κόσμο, παρά για έναν ήρωα από ατσάλι, μεταφέροντας μηνύματα καλοσύνης, αλληλεγγύης, ευαισθησίας προς τον αδύνατο. Βεβαίως, πολλές φορές όλα αυτά κινούνται προς την απλοϊκότητα, αλλά αυτό πλέον δεν μπορεί να παραξενέψει κανέναν, με δεδομένο το ευρύ αμερικάνικο κοινό, στο οποίο πρωτίστως απευθύνεται το φιλμ.

Από κει και πέρα, όπως είναι αναμενόμενο, τα ψηφιακά εφέ, το δημιουργικό μοντάζ και η φωτογραφία είναι σε υψηλά επίπεδα, οι ρυθμοί γρήγοροι, αλλά όχι ιλιγγιώδεις στα όρια της ζαλάδας, ενώ και οι ερμηνείες γενικά κρίνονται ικανοποιητικές, με τον ερωτικό πόθο του Σούπερμαν, Λόις Λέιν, που υποδύεται η Ρέιτσελ Μπρόσναχαν, να ξεχωρίζει και τον Νίκολας Χουλτ, στον ρόλο του κακού Λεξ Λούθορ, να είναι αν μη τι άλλο πειστικός.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Σούπερμαν πρέπει να συμβιβάσει την κρυπτονιανή καταγωγή του με τη γήινη ανατροφή του και να υπερασπιστεί αξίες που ο σύγχρονος κόσμος θεωρεί παλιομοδίτικες.

Οι Μπαλκονάτες

(“Les Femmes au Balcon”) Κωμωδία, γαλλικής παραγωγής 2024, σε σκηνοθεσία Νοεμί Μερλάν, με τους Νοεμί Μερλάν, Σάντα Κοντρεάνου, Σουχίλα Γιακούμπ, Λούκας Μπράβο κα.

Ανεξέλεγκτη, τολμηρή μαύρη κωμωδία, από τη Μοεμί Μερλάν, τη γνωστή Γαλλίδα ηθοποιό, που στη δεύτερη σκηνοθετική της απόπειρα επιχειρεί να αποκτήσει δικό της στυλ και φωνή, επιλέγοντας ακομπλεξάριστα να διερευνήσει τη γυναικεία αντεπίθεση απέναντι στην ανδρική κυριαρχία, φτάνοντας στα άκρα.

Μια ιδιοσυγκρασιακή ταινία, όπου το κωμικό εναλλάσσεται με τον σουρεαλισμό και το horror, ως μία φεμινιστική απάντηση στα στερεότυπα, ενώ η Μερλάν δεν φείδεται στην υπερβολή, με τις τρεις, γεμάτες ενέργεια και οργή, πρωταγωνίστριες να μετατρέπουν το καυτό σκηνικό μιας γειτονιάς της Μασσαλίας σε χασάπικο ανδρικών φιλέτων.

Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα σε μεταμεσονύχτια προβολή στις Κάννες, θα ήθελε πολύ να αποκτήσει έναν καλτ χαρακτήρα και γι’ αυτό, ίσως, παραπέμπει στις πρώτες ταινίες του Αλμοδοβάρ, με τις εκρηκτικές καταστάσεις, τα γυναικεία πάθη στα ύψη και την έντονη πολυχρωμία.

Τρεις γειτόνισσες, σε μια γειτονιά της Μασσαλίας, που φλέγεται από έναν μακρύ καύσωνα, περνούν τον χρόνο τους στα μπαλκόνια των σπιτιών τους, για να αντιμετωπίσουν την αδυσώπητη ζέστη. Η μία είναι διαδικτυακή σεξεργάτρια, η άλλη επίδοξη μυθιστοριογράφος και η τρίτη, μία ηθοποιός που υποδύεται την Μέριλιν Μονρόε (τον ρόλο κρατά η ίδια η Μερλάν) και έχει αρχίσει να γίνεται ένα με τον χαρακτήρα της σεξοβόμβας σταρ. Και οι τρεις τους, λιγουρεύονται έναν όμορφο άντρα στο απέναντι μπαλκόνι, έναν κορυφαίο φωτογράφος μόδας, ο οποίος ένα βράδυ θα τις καλέσει για ένα ποτό και εκεί τα πράγματα θα ξεφύγουν τελείως από τον έλεγχο, μετατρέποντας τη χαλαρή μάζωξη σε ένα λουτρό αίματος.

Η Μερλάν, θέλοντας να περάσει τα φεμινιστικά της μηνύματα μέσα από μία μαύρη κωμωδία, που εξελίσσεται σε κωμωδία τρόμου, θα αφήσει, χωρίς ηθικές αναστολές, να ξεχυθεί η οργή των τριών ηρωίδων της πάνω σε ένα άνδρα, έμβλημα της αρσενικής κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα οι νύξεις για το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν ό,τι θέλουν με το σώμα τους, μοιάζουν περισσότερο με τραβηχτικές πόζες για το εμπορικό κομμάτι της ταινίας.

Περισσότερο, όμως, η ταινία πλήττεται από έναν σκηνοθετικό και ερμηνευτικό ναρκισσισμό, βουτώντας άτσαλα σε διαφορετικά μοντέλα αφήγησης, ενώ το σενάριο, πολύ γρήγορα μοιάζει προσχηματικό καθοδηγούμενο από την απόφαση για ένα γκραν γκινιόλ φινάλε.

Κι εν τέλει να διεκδικεί βάσιμα τον χαρακτηρισμό καλτ, αλλά χωρίς να διαθέτει κάτι παραπάνω, πέρα από την ηλεκτρισμένη ενέργειά της, που κι αυτή ορισμένες φορές βραχυκυκλώνει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Καθώς ένας καύσωνας φέρνει μια γειτονιά της Μασσαλίας στα όριά της, τρεις συγκάτοικοι διασκεδάζουν παρεμβαίνοντας στις ζωές των γειτόνων τους από το μπαλκόνι, ώσπου ένα αθώο βραδινό ποτό καταλήγει σε λουτρό αίματος.

Επικίνδυνα Πλάσματα

(“Dangerous Animals”) Ταινία τρόμου, αυστραλιανής και αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Σον Μπερν, με τους Χάσι Χάρισον, Τζάι Κόρτνεϊ, Τζος Έστον, Έλα Νιούτον, Τζέιμς Μαν, Ρομπ Κάρλτον κα.

Υπάρχει πιο επικίνδυνο πλάσμα στη γη από τους λευκούς καρχαρίες; Ο άνθρωπος, απαντά ο Αυστραλός σκηνοθέτης Σον Μπερν, με την τελευταία του ταινία, που γύρισε στη Χρυσή Ακτή της Κουηνσλάνδης.

Μια ταινία τρόμου, που ξεφεύγει από τα συνήθη και γνώρισε μία ιδιαίτερη προώθηση, καθώς προβλήθηκε, παραδόξως, στο 15ήμερο των σκηνοθετών του φεστιβάλ Καννών.

Σε μια ακτή της Αυστραλίας, όπου οι σέρφερ συνωστίζονται για να πιάσουν γιγάντια κύματα, η Ζέφιρ, μια ευφυής και σκληροτράχηλη κοπέλα, που ταξιδεύει με το βαν της για να δαμάσει τα πιο εξωφρενικά κύματα, γνωρίζει ένα γλυκό αλλά και σέξι αγόρι, τον Μόουζες. Όταν θα χωρίσουν, η Ζέφιρ, θα έρθει κοντά με τον Τάκερ, έναν περίεργο, γεροδεμένο και περιπετειώδη τύπο, που με το σκάφος του μεταφέρει νέους τουρίστες, που θέλουν να έχουν μια οικεία συνάντηση με καρχαρίες. Όμως, ο Τάκερ, που είναι λάτρης των καρχαριών, έχει μερικές ασυνήθιστες ιδέες για το δόλωμα που προσφέρει στους καρχαρίες…

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος η θάλασσα κοκκινίζει από τις σαδιστικές ενέργειες του Τάκερ, σε αυτή την καλοβαλμένη ταινία επιβίωσης και τρόμου, που παραπέμπει στις καλές στιγμές των b movies του είδους. Στηριζόμενος στη θετική ενέργεια της πρωταγωνίστριας, που βρίσκεται εγκλωβισμένη στο σκάφος του ψυχοπαθή κακού και πρέπει να δώσει έναν σκληρό αγώνα για να επιβιώσει από τις εμπνεύσεις του και τα σαγόνια των καρχαριών, ο Μπερν («Το Δέλεαρ του Διαβόλου») θα στήσει ένα αγωνιώδες φιλμ, ταυτόχρονα με τα υπόγεια μηνύματα που θέλει να περάσει για τον άνθρωπο και την άγρια φύση. Όμως, πέρα από το σασπένς, αν θα τα καταφέρει η ηρωίδα, η ταινία υποκύπτει στα κλισέ και σε ευκολίες, όπως ότι η δολοφονική δραστηριότητα του Τάκερ θα έπρεπε να τραβήξει το ενδιαφέρον της αστυνομίας ή πώς μια μαχαιριά στο λαιμό δίνει απλώς τον χρόνο να ξεφύγει το θύμα από τον δράστη.

Οι συμπαθητικές ερμηνείες, από τους όχι και τόσο γνωστούς πρωταγωνιστές, στα θετικά της ταινίας, που σίγουρα, θα βρει το κοινό της, μέσα στο κατακαλόκαιρο, αλλά δεν θα αφήσει τίποτα άλλο πέρα από την κηλίδα αίματος, που αφήνει πίσω του το σκάφος με τα μεγάλα δολώματα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν η Ζέφιρ, μια ευφυής σέρφερ με ελεύθερο πνεύμα, πέφτει στα χέρια ενός κατά συρροή δολοφόνου με εμμονή στους καρχαρίες, πρέπει να βρει τρόπο διαφυγής από το σκάφος του, προτού την ταΐσει στους καρχαρίες.

Η Καρδιά Ενός Τζογαδόρου

(“On Swift Horses”) Ερωτικό δράμα, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ντάνιελ Μινάχαν, με τους Ντέιζι Εντγκαρ-Τζόουνς, Τζέικομπ Ελόρντι, Γουίλ Πούλτερ, Ντιέγκο Κάλβα, Σάσα Κάγιε κα.

Βαρυφορτωμένο ερωτικό δράμα, που μας μεταφέρει στην Αμερική της δεκαετίας του ’50, από τον Ντάνιελ Μίναχαν, έναν σκηνοθέτη με καλό όνομα και με πολλά χιλιόμετρα στην τηλεόραση και με αρκετές πετυχημένες συμμετοχές σε μερικές απ’ τις καλύτερες σειρές των τελευταίων 20 ετών.

Έχοντας ένα νεανικό ανερχόμενο πρωταγωνιστικό καστ και βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Σάνον Πούφαλ, ο Μινάχαν θα μας ταξιδέψει σε εποχές που η Αμερική διεκδικούσε τα πρωτεία στον πουριτανισμό και την υποκρισία, για να ζωντανέψει μία ιστορία ερωτικού και τζογαδόρικου πάθους. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη γοητεία που προκαλεί η δεκαετία του ’50, τουλάχιστον κινηματογραφικά και τη φόρμα του νεο-νουάρ που ακολουθεί ο Μινάχαν, έχουμε ένα, αν μη τι άλλο, υποσχόμενο φιλμ.

Δύο νεόνυμφοι, η Μίριελ και ο Λι ξεκινούν τη νέα τους ζωή, όταν εκείνος επιστρέφει από τον πόλεμο της Κορέας. Μία συμβατική ζωή, που ανατρέπεται με τον ερχομό του γοητευτικού μικρότερου αδελφού του Λι, Τζούλιους, που απολύεται από τον στρατό, ενός παράξενου τζογαδόρου με ένα μυστικό. Οι τρεις τους πλέον, θα κάνουν όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, με την προοπτική να πάνε στην Καλιφόρνια, για την οποία θα φύγει πρώτος ο Τζούλιους. Η ερωτική έλξη του με την Μίριελ, παρά την απόσταση θα διατηρηθεί, αν και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή καταρρέει.

Το φιλμ, που ξεκινά με ένα εντυπωσιακό πλάνο και θα συνεχίσει με κάποιο ενδιαφέρον, θα διαψεύσει αρκετά γρήγορα τις υποσχέσεις του, τουλάχιστον σύμφωνα με την εκκίνησή του, το πλαίσιο που κινείται το στόρι, την υποτιθέμενη πλοκή και τους χαρακτήρες.

Ο Μινάχαν, θα δώσει από την αρχή την απαιτούμενη υγρασία για το είδος και την εποχή, αλλά σιγά σιγά θα αυτή θα μεταβληθεί σε μία λίμνη, από υπερβολές, απύθμενη συναισθηματική φόρτιση, ακραίες έως και ανεξήγητες συμπεριφορές, που θα κολλήσουν το εγχείρημά του, παρά την ύπαρξη μελετημένων πλάνων, ωραίων, αλλά αποσπασματικών, σκηνών.

Το ιδιόμορφο ερωτικό τρίγωνο – ο σύζυγος Λι μοιάζει εντελώς χαμένος στη μίζερη ζωή του – θα μετατραπεί σε πεντάγωνο, καθώς τόσο ο Τζούλιους όσο και η Μίριελ θα ζήσουν το ερωτικό πάθος με διαφορετικούς ανθρώπους του ίδιου φύλλου, ενώ ταυτόχρονα ο τζόγος και το χρήμα έρχονται δυσδιάκριτα και θολωμένα ως μέσο απελευθέρωσης για τους καταπιεσμένους ερωτικά πρωταγωνιστές. Η ταινία θα χάσει τη συνοχή της και παρά το διάχυτο πάθος θα ξεχειλώσει, με τον Μινάχαν, να δείχνει ότι είχε τρεις τέσσερις πολύ δυνατές ιδέες στο μυαλό του, που ήθελε να περάσει σε μια ταινία και από κει και πέρα φαίνεται αμήχανος για την υλοποίησή της και αναποφάσιστος ακόμη και πώς θα την ολοκληρώσει.

Με διάρκεια δυο ωρών, που δεν δικαιολογείται από το στόρι, το φιλμ αποτελεί ακόμη μία χαμένη ευκαιρία, σημαδεμένο από την ανεπάρκεια του Μινάχαν να διαχειριστεί ένα πολύπλοκο στόρι, σύνθετους χαρακτήρες και ένα παράξενο σενάριο, αλλά και παγιδευμένος από τις εμμονές του, ενώ αφήνει εντελώς ξεκρέμαστους τους ικανούς πρωταγωνιστές του, που μοιάζουν να παίζουν ο καθένας σε διαφορετική ταινία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δεκαετία του 1950. Οι νεόνυμφοι Μίριελ και Λι ξεκινούν μια νέα ζωή, όταν εκείνος επιστρέφει από τον πόλεμο της Κορέας. Αυτή η σταθερότητα ανατρέπεται με τον ερχομό του μικρότερου αδερφού του Λι, του Τζούλιους, ενός παράξενου τζογαδόρου με ένα μυστικό.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Το Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ

(“La Passion de Jeanne d’Arc”) Ένα από τα σημαντικότερα φιλμ της βουβής περιόδου του Καρλ Ντράγιερ, του σπουδαίου σκηνοθέτη από την Κοπεγχάγη, που δικαίως συγκαταλέγεται στους κορυφαίους της 7ης Τέχνης. Ο Ντράγιερ, θα γυρίσει, σε γαλλική παραγωγή (1928), ένα σπάνιας ομορφιάς και ξεχωριστής σκηνοθετικής ματιάς, ιστορικό δράμα, για την Ιωάννα της Λωραίνης, βασισμένος στα πρακτικά της δίκης της που την έστειλε στην πυρά. Ο Ντράγιερ, που βρίσκεται για μια ακόμη φορά στη βασική θεματική των ταινιών του, αυτής της θρησκευτικής διερεύνησης και του ατόμου που ξεχωρίζει από τον όχλο και διώκεται για τις ιδέες του, θα φτάσει μας αφήσει άφωνους με τα περίφημα παρατεταμένα του γκρο πλαν και την ζωντάνια των σεκάνς, ενώ η Ρενέ Ζαν Φαλκονέτι, στον ομώνυμο ρόλο, δεν υποδύεται άψογα την Ζαν Ντ’ Αρκ, αλλά είναι η Ζαν Ντ’ Αρκ.

Νύχτα Αγωνίας

(“Spellbound”) Το κλασικό ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ 80 χρόνια από την πρεμιέρα του, σε μία ακόμη καλοκαιρινή προβολή, καθώς παραμένει ένα από τα εντυπωσιακότερα φιλμ του μετρ, με την περίφημη σκηνή του ονείρου, που σχεδίασε μαζί με τον Σαλβαντόρ Νταλί και το λαμπερό πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Γκρέκορι Πεκ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν, να απογειώνει το στόρι. Σε μια ψυχιατρική κλινική καταφτάνει ο νέος διευθυντής της, που γοητεύεται από την ψυχρή γιατρό Κονστάνς, ερωτεύονται, αλλά σύντομα γίνεται γνωστό ότι πρόκειται για απατεώνα. Τα κρυμμένα μυστικά της ψυχής μέσα από την ψυχαναλυτική προσέγγιση, η οποία γοήτευε τον φημισμένο παραγωγό Σέλζνικ αλλά και τον Χιτς. Σήμερα, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται απλοϊκά, αλλά η σκηνοθετική έμπνευση του Χίτσκοκ είναι στα ύψη, όπως και η εικαστική οπτική του, που έχει την αρωγή σημαντικών τεχνικών και μιας παραγωγής που τα έδωσε όλα για την επιτυχία της ταινίας. Όσκαρ μουσικής για τον Μίκλος Ρόζα και υποψήφια για τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου, φωτογραφίας και ειδικών εφέ.

Η Ώρα του Λύκου

(“Vargtimmen”) Μεταφυσικός τρόμος από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, εν έτη 1968, σε επανέκδοση και στο πλαίσιο αφιερώματος, με σχετικά άγνωστες ταινίες, στον μεγάλο Σουηδό δημιουργό. Μια ταινία που, αρχικά δεν έλαβε καλές κριτικές στη Σουηδία, αλλά αργότερα αναγνωρίστηκε η αξία της, διατηρεί τη γοητεία της και το ενδιαφέρον της, παρότι ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια πάνω της. Στοιχειωμένος από τους δαίμονές του, ο ζωγράφος Γιόχαν παλεύει μάταια να ανακτήσει τα λογικά του, ενώ η σύζυγός του προσπαθεί απεγνωσμένα να τον βοηθήσει αν και αρχίζει κι αυτή να μοιράζεται τις ίδιες παραισθήσεις με εκείνον. Με τους έξοχους Μαξ Φον Σίντοφ, Γκέρντρουντ Φριντ, Λιβ Ούλμαν, Ίνγκριντ Τούλιν, Έρλαντ Γιόζεφσον κα.

Φωτογραφία από την ταινία «Ο Κύριος Αζναβούρ» – Πηγή: Rosebud.21


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα