Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Μια μικρή εκδρομή μου έδωσε την ευκαιρία να βρεθώ πίσω στη Γιαλιά, σ’ ένα χωριό που βρίσκεται στα σύνορα Σφακίων – Ρεθύμνης.
Εκεί γνώρισα την κα Γεωργία, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας γύρω στα 90, βεργάτη, με κορμί λαμπάδα. Είχε την αντοχή όχι μόνο να κινείται, να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, όπως μου είπαν, αλλά και ν’ ασχολείται με τον μικρό της κήπο, τα λουλούδια και τις κοτούλες της. Μετά τη λειτουργία μας κάλεσε για καφέ εμένα και την ανιψιά. Μας συνόδευε με αργά βήματα, ακουμπώντας στο μπαστουνάκι της και φθάσαμε στο σπίτι της, που είχε κάποια μικρή απόσταση από την εκκλησία. Ολα πεντακάθαρα και οι γλάστρες ολοπράσινες. Απολαύσαμε τον καφέ με τα σφακιανά παξιμαδάκια και άρχισε τις ιστορίες με τρόπο μελίρρυτο και κατάλαβα αμέσως ότι, παρά την ηλικία της, διέθετε ξυράφι μυαλό και άρχισα να τη ρωτώ: κυρία Γεωργία εσείς θα θυμάστε πολλά γεγονότα από τον γερμανικό πόλεμο, θα μας πείτε; «Αχ παιδί μου όντε θα τα θυμηθώ μαργώνει ο νους μου! Σε τούτο το τόπο ήτανε πολλοί άνθρωποι και η κάθε οικογένεια είχε πολλά κοπέλια από έξε και κάνω μέχρι δέκα. Οι αφεντάδες μας πιστεύανε πως τα πολλά κοπέλια φέρνουνε ασφάλεια και στην οικογένεια και στην περιφέρεια.
Εδουλεύανε οι άθρωποι τότε σας με ιδρώτα και δε μας έλειπε πράμα. Εκηρύχτηκε ο παντέρμος πόλεμος και τα χάσαμε ούλα. Οθε το Αγιο Βασίλη εκάψανε χωριά ολόκληρα. Αφού πήρανε ούλη την Ελλάδα ήρθανε φουργιόζοι να πάρουνε και την Κρήτη. Και ήτανε άδεια η παντέρμη από άντρες και πολεμικά, μόνο γέροι και γυναικόπαιδα εσαλεύανε στο νησί. Ακόμη βουΐζουνε στα αφθιά μου τα βουητά των αεροπλάνων και κατεβαίνανε τόσονε χαμηλά που θάριες πως θ’ αγγίξουνε στη γης και ξερνούσανε τσι βόμβες και σκοτώνανε τσ’ αθρώπους μικρούς και μεγάλους. Εσιούντονε ο τόπος από τους πυροβολισμούς, γιατί είχανε στεμένα και πολυβόλα σε τόπους, τόπους.
Μια βόμβα έπεσα στ’ αμπέλι μας, άνοιξε έναν μεγάλο λάκκο και σείστηκε το χωριό. Εξεχυθήκανε οι Γερμανοί τσοι δρόμους, στα χωράφια, μέσα στα χωριά και οι αθρώποι από το φόβο ντωνε εσφραγίσανε το στόμα ντωνε και ζαρώνανε και δεν άκουες φωνή. Αναμαζώνανε ό,τι μπορούσανε, εκλειδώσανε τα σπίθια ντωνε και σαν τσοι κουζουλούς ετρέχανε όθε το βουνό να βρούνε καμιά σπηλιά να χωστούνε. Θυμούμαι και παίρνανε τσ’ άντρες απ’ τσ’ αυλές με σπρωξιές και κλοτσιές και κλαίγανε τα κοπέλια και φωνάζανε μπαμπά μου – μπαμπά μου – ο Γιώργης μας.
Ο Θεός να ξεμιστεύει από τέθοιες ώρες! Εγώ ήμουνα μεγάλη και τα θυμούμαι ούλα. Από τω μανάδω τα μάθια τρέχανε τα δάκρυα ασφούγγιχτα και ανοιγοκλείνανε τα χείλια ντωνε και τα καταπίνανε. Σα τι κλωσούδες αναμαζώνανε τα κοπέλια οι μανάδες και τρέχουνε τσοι δρόμους και άλλα βαστούσανε από τη χέρα, άλλα σφίγγανε στην αγκαλιά ντωνε, εφωνάζανε και τω γερόντω, μα δεν των άκουε να τζιριτούνε αυτοί και μένανε πίσω. Μιας κοπανιάς εξεχάσανε και το Νικολή το στραβό και έπεσε χάμες και πέρασε ένας Γερμανός και τον άμποχνε με την αρβύλα ντου και ο γέρος εφώναζε, εβλαστήμα και ανασήκωσε το μπαστούνι να του βαρεί και γύρισε ο σκύλος το μπιστόλι και τ’ άδειασε στη κεφαλή του γέρο.
Ενα κοπέλι που ήτανε χωσμένο ανάμεσα τσι φούντες του κυπαρισσιού τάδε ούλα και σα μεγάλωσε τάλεγε και τα ξανάλεγε. Αδειασε το χωριό και κλειδώσανε τα σπίθια ντωνε οι αθρώποι και πώς τα κλειδώσανε; Αυτοί εσπούσανε πόρτες και παραθύρια, τα πιθάρια και χύσανε το λάδι, το κρασί, επαίρνανε τον καρπό, τα όσπρια, τσι πατάτες, δεν αφήσανε πράμα. Μόνο όσα σπίθια των αρέσανε τα κατοχέψανε και τα κάμανε δικάντονε και κλέβανε και κουβαλούσανε και τρώγανε τον πόνο. Αρχισε να θερίζει η πείνα, από τα χόρτα πάθαμε ούλοι εντερικά και ήτανε πόνος ψυχής ν’ ακούεις τα κοπέλια να φωνάζουνε και να κλαίνε.
Μάνα πεινώ δος μου ψωμί με λάδι δεν τ’ ακούεις; Και από τη πείνα ντωνε επετούσανε χαλίκια τση μάνας τωνε. Δεν θα ξεχάσω, ένας κακομοίρης γέρος από τη πείνα ντου εβούτηξε ένα κομμάτι πλακόπιτα στο λάδι την ώρα που γεμίζανε το λύχνο κι ύστερα εβγήκε όξω και έκαμε εμετό. Το πιο λυπητερό ήτανε τουτονέ. Ενα μεσημέρι όξω από τη σπηλιά έκατσε σ’ ένα χαράκι μια θεία μου και πήρε το μωροπαίδι στη αγκαλιά τζη να το βυξάξει μα πού γάλα! Από τη στενοχώρια και τη πείνα, τα στήθια τζη είχανε στηρώξει. Μαύριζε η καρδιά σου να τη θωρείς αυτή τη ώρα! Το μικιό εμπουσούλιζε το βυζί με το στόμα ντου με τόση δύναμη και σα δεν έβρισκε γάλα άρχισε να τη δαγκάνει και έτρεχε αίμα από τη ρόγα γιατί ήτανε 5 – 6 μηνών. Αυτή η κακομοίρα εδάγκανε τα χίλια τζη από το πόνο και τρέχανε τα μάθια τζη σα τη βρύση και δεν μπορούσε να τραβήξει το βυζί από το στόμα του κοπελιού. Η μοίρα των αθρώπω και πήρανε χωστά, όσα μαρτιά μπορούσανε, τα κρύβανε και τα ταΐζανε στο χωράφι, τ’ αρμέγανε και ταΐζανε τα κοπέλια και ζήσανε όσα ζήσανε. Πολλοί ποθάνανε από την πείνα μικροί και μεγάλοι.
Εμείναμε τρεις μήνες και παραπάνω στη σπηλιά. Ωστόσο εφτάξανε και τα σκοτεινά μαντάτα του πολέμου. Ο Σταυρούλης σκοτώθηκε, ο Νικολής κουτσοποδαρίστηκε, ο Γιώργης έχασε και τα μάθια ντου και τα χέρια ντου. Καμιά δεκαριά αθρώποι εσκοτωθήκανε επαέ γύρου – γύρου. Εφάγανε παλληκάρια οι θεοκαημένοι που φέγγανε σαν το ήλιο και το δάσκαλο και δυο γιους του παπά και αφήκανε τόσα ορφανά ξυπόλυτα και μαυροφορεμένα. Ο Θεός να τσοι κρίνει! Σε κάθε σπίτι άκουες μοιρολόγια και κατάρες. Στο τέλος δεν μπορούσε ο κόσμος να τ’ αντέξει και βγήκανε στα βουνά αντάρτες γιατί έβραζε το αίμα ντωνε και γυρεύανε εκδίκηση, μα και τότεσας πόσα κορμιά χαθήκανε. Πόσα σπίθια κλείσανε, πόσα απάθρωπα βασανιστήρια πάθανε, δε τα βάζει ο νους τ’ αθρώπου. Το πιστεύετε πως δε βρίσκανε άντρα οι κοπελιές και μένανε απάντρευτες; Τα κοπέλια στο σκολειό αδύνατα να τα τρυπήσεις με τη βελόνα και τρώγαμε από τα συσσίτια και μας εδίνανε ψαρόλαδο οι δασκάλοι γιατί η φυματίωση άφηνε το κλειδί στη πόρτα. Απόψε δε θα κοιμηθώ που τα θυμήθηκα.
Ο Θεός να μη ξαναφέρει τέθοιες μέρες! Μα οι πόλεμοι και δα καλά βαστούνε γύρου – γύρου μα δε βάζει ο κόσμος νου». Εθαύμασα τη κερά Γεωργία, εχόρτασα να την ακούω. Ευτυχώς που γράφω γρήγορα γιατί θα έπρεπε να ξέρω στενογραφία για να τα προλάβω όλα. Σηκωθήκαμε να φύγουμε μα δεν μας άφησε. «Κάτσετε παιδί μου να φάτε μια σφακιανή πίτα». Ενώ τηγάνιζε μας έλεγε: «Δε μπορώ να στέκω πολλή ώρα, μα όπως κάθομαι παίρνω ένα κομματάκι μαλακιά ζύμη, τη στριφογυρίζω με τα δαχτύλια μου σαν το παιχνίδι, βάζω μυζήθρα και μπορώ να σιάξω πολλά πιτάκια σε μια ώρα. Εδώ να σας κάμω να γελάσετε μια ουλιά. Τόσες ώρες μόνο λυπητερά σας έλεγα. Οψες το πρωί, περνούσανε δύο τουρίστριες όντενε έσιαζα τσι πιτούλες στην αυλή και παραμερίσανε και με περιεργαζόντουνε και λέγανε και λέγανε. Μα πού να νιώσω τη γλώσσα ντονε; Είπα κιόλας ειντά θελε ο Θεός να κάμει τόσες γλώσσες! Ηθελα να σταυρώσω μια κουβέντα που ήμουν μοναχή να μάθω από πού κατάγονται, μα πράμα! Των έψησα και φάγανε πίτες και μ’ αγκαλιάζανε και με φιλούσανε και παίρνανε από τη μια φωτογραφίες, παίρνανε από την άλλη… κι εγώ στη μέση και είπα: Ο Θεός κι η ψυχή μου γαμπρό θα μου μπέψουνε! Δεν την έδωδε ο νους τωνε να φύγουνε. Των άρεσε ο τόπος γιατί βγορίζει η θάλασσα και είναι όμορφα και κάτσανε πολλή ώρα. Μα και σεις μου κάνετε πάνω από δύο ώρες παρέα και θα σας αναζητώ εδά που θα φύγετε». Εχόρτασα την κα Γιωργία με τις ιστορίες και τα λόγια της. Απόλαυση είναι να την ακούς: Την αποχαιρετήσαμε εγκάρδια και αφού τη ευχαριστήσαμε, τρέξαμε να προλάβουμε το λεωφορείο για να επιστρέψουμε στα Χανιά.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα