«(…) Τις πέτρες αυτές που µέσα στη σιωπή τους ‘‘κράζουν’’ και διηγούνται τηv πίστη του Θεού». (1)
ΑΝΕΚΑΘΕΝ ο άνθρωπος επιθυµούσε-και επιθυµεί -να αφήνει τα ίχνη του στη γη. Η ζωή είναι τόσο σύντοµη -“µια φράση που κόπηκε στη µέση” κατά πως λέει ο Βικτόρ Ουγκό- ώστε και η πιο ταπεινή, ευχάριστη ή δυσάρεστη ανάµνηση, να θέλουµε να υπάρχει in memoriam!
ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑ που βλέπουµε στους δρόµους των πόλεων ή έξω απ’ αυτές, µας θυµίζουν θανατηφόρα αυτοκινητιστικά ή άλλα δυστυχήµατα, ατυχείς µοιραίους χειρισµούς, υπερβολική ταχύτητα, ολισθηρότητα δρόµων, µέθη, κακοκοτεχνίες, αιφνίδιες προσκρούσεις κ.ά., που καταλήγουν στο θάνατο -κυρίως νέων ανθρώπων. Υπάρχουν όµως και τα άλλα Εικονοστάσια (“Κονοστάσια”) σε απρόσιτους επαρχιακούς δρόµους, χωµάτινα σταυροδρόµια, κορυφές λοφίσκων, εισόδους χωριών που απλά εκφράζουν την ορθόδοξη π ί σ τ η µας στο Θεό, την Παναγία, τους τοπικούς Αγίους. Περιέχουν καντήλια µε λάδι, κεριά, θυµίαµα κ.λπ. Για κάθε περαστικό πιστό δηµιουργώντας ταπεινή ατµόσφαιρα κατάνυξης και περίσκεψης.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ και τα εικονοστάσια που έχουµε στο σπίτι, µε τους “οικείους” αγίους µας, µε το λαδοκάντηλο, το θυµιατό, τα καρβουνάκια, τα άγια αρώµατα. Προσωπικά έχω, πλην των άλλων αγίων, ως “οικογενειακό” άγιο, τον “Άγιο Αλέξιο-τον Άνθρωπο του Θεού”: ήταν ο άγιος της µάνας µου φερµένος από την (Μ)Πάφρα του Πόντου, µετά το Μεγάλο ∆ιωγµό του ‘22. Το σπιτίσιο εικονοστάσι αποπνέει µια τρυφερότητα και οικειότητα και προσφέρει άφατη γαλήνη. Θάλεγα πως έχει και µια κτητικότητα που δεν έχουν τα άλλα.
ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, αξιοµνηµόνευτο και βαθιά θρησκευτικού περιεχοµένου βιβλίο του αείµνηστου Αντ. Πλυµάκη (1), υπάρχει ένα πολύ ωραίο, νοσταλγικό κειµενάκι γραµµένο ειδικά για το βιβλίο αυτό από τον µακαριστό Ειρηναίο Γαλανάκη, π. Μητροπολίτη Κισάµου και Σελίνου (την πιο σηµαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα σε στοχασµό, γραφή και έργο του δευτέρου µισού του 20ου αιώνα στην Κρήτη):
«Το Κονοστάσι του χωριού µου»
“Από το χωριό µου το Νεροχώρι, χυταρίζαµε στην Πλάκα, τη βρύση µε το κρύο νερό και ανηφορίζαµε στο Γρόθο για να πάµε πίσω στις χαλέπες τον Παπά Κωτσολά. Εκεί λοιπόν στ’ Αναστασιανά, που τελειώνουν τα κατωµέρια µε τις ελιές κι αρχίζουν οι χαλέπες µε τις χαρουπιές και τα πουρνάρια είναι το Κοvοστάσι στον τοίχο του δρόµου, τριγυρισµένο από λυγιές και τραµυθιές (σ.σ. αγριοφυστικιές). Είναι µια τετράγωνη στήλη από µεγάλες πέτρες και πηλάσβεστο, που µοιάζει µε κεντρική κολώνα της Αγίας Τράπεζας.
Πότε κτίστηκε και γιατί βρίσκεται στη θέση αυτή δεν έµαθα ποτέ µου. Από τις παλιές δουλεµένες πέτρες όµως, που βρίσκονται εκεί τριγύρω µπορεί να υποθέσει κανείς πως παλαιότερα υπήρξε εκεί κάποια Εκκλησούλα, που γκρεµίστηκε σε κάποιο χαλασµό της Κρήτης, από Σαρακηνούς ή Τούρκους. Στα παιδικά µου χρόνια, όλοι που περνούσαµε πρωί-βράδυ από κει κάναµε το Σταυρό µας · κι αν ήταν σκοτεινιασµένα νοιώθαµε κάποιο φόβο.
Συχνά µε τα βοσκαρούδια βάζαµε το Κονοστάσι σηµάδι, που θα περιuέναµε ο ένας τον άλλο ή που θα χωρίζαµε στο δρόµο για να πάµε άλλοι στη Μαδαρή κι’ άλλοι στις Λεµονάτες και τα Καµίνια.
Καντήλι δε θυµάµαι ποτέ ν’ ανάβει κι ούτε υπάρχει θέση καντηλιού σ’ αυτό το Κονοστάσι. Κάπου-κάπου όµως βλέπαµε στη ρίζα του κάποιο σπασµένο κεραµίδι µε σβησµένα κάρβουνα. Κάποια γριούλα από κείνες τις παλιές χριστιανές της Κρήτης που τη Μ. Παρασκευή και τις άλλες Αγιες Ηµέρες πηγαίνανε και θυµιάζανε τα ξωκλήσια και τα κονοστάσια των χωριών τους, ίσως η θεία Σταυρούλαινα ή η Μακρονικολίvα, να’ ρχόταν ως εδώ vα θυµιάσει και τούτο το απόµερο κονοστάσι.
Μικρό παιδί και έφηβος σαν περνούσα από το Κοvοστάσι αυτό έκανα το Σταυρό µου και τώρα που είµαι γέροντας σταµατώ και ασπάζοµαι τις αγιασµένες πέτρες του. Τις πέτρες αυτές που µέσα στη σιωπή τους «κράζουν» και διηγούνται τηv πίστη του Θεού. Τις πέτρες εκείνες, που τις έστησε κάποιος φίλος του Θεού, για να διηγούνται την πίστη, το πιο παλιό και το πιο τρανό σηµάδι της ανθρωπιάς του ανθρώπου.
Αλήθεια, τι µυστήριο που υπάρχει και σε τούτα τα λόγια που ο Χριστός είπε κάποτε στους Φαρισαίους που του ζητούσαν να µαλώσει τους Μαθητές του γιατί υµνούσαν την Θεότητά Του και κείνος τους απάντησε:
“Εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 10).
Σε πολλά µέρη του κόσµου αλλόθρησκοι, άθεοι και αντίχριστοι έχουν απαγορεύσει το κήρυγµα και τη λατρεία του Χριστού.
Κλειστές ή γκρεµισµένες Εκκλησίες, ερειπωµένα Μοναστήρια και Κονοστάσια στους έρηµους δρόµους µιλούνε µε τις πέτρες τους και διαλαλούνε στους αιώνες το µυστήριο της Πίστης.
Χαίροµαι σα βλέπω στους δρόµους της Κρήτης αυτά τα παλιά πέτρινα κονοστάσια και λυπάµαι γιατί στην εποχή µας τα εικονοστάσια στήνονται, σε ατυχήµατα και τάµατα, είναι τσίγκινα και γκρεµίζονται από τους ανέµους εύκολα. Και ακόµη ασχηµίζουν το φυσικό περιβάλλον. Τα προσέχουν άραγε αυτά οι ιερείς µας;
Το Εικοστάσια του χωριού µας.
Το είδαν µια φορά τα παιδικά µάτια, µπήκε στις παιδικές µου αναµνήσεις κι έγινε µαζί µε τόσα άλλα, µέγιστα και ελάχιστα, σηµάδι και πλούτος στην ψυχή µου. Και τώρα µπορεί να λέω και γι ‘αυτό τα λόγια του Rilke:
“Κύριε αν θέλεις να µε τιµωρήσεις πάρε µου ό,τι θέλεις.
Μη µου πάρεις τις παιδικές µου αναµνήσεις».
Ευτυχισµένα τα παιδιά που µεγαλώνουν µε καθαρές κι’ αγνές αvαµνήσεις. Και µακάριοι, γονείς και δάσκαλοι, που θρέφουv τα παιδιά τους µε όµορφες και άγιες αναµνήσεις “ (Φεβρ. 1989). (2)
ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑ αποτελούν µικρά θρησκευτικά µνηµεία, µε βαθιά σηµειολογική σηµασία στον ελληνικό θρησκευτικό λαϊκό πολιτισµό. Συµβολίζουν την πίστη, την προστασία και την ανάµνηση. Άλλοτε τοποθετούνται για να προστατεύουν περαστικούς και κατοίκους ενός τόπου από κακοτυχίες, δεισιδαιµονίες κ.λπ. θεωρούµενα ως σηµεία ευλογίας, κι άλλοτε κτίζονται στη µνήµη αγαπηµένων προσώπων που έφυγαν ή σώθηκαν.
ΕΙΝΑΙ και σηµεία κοινωνικής συνάντησης, όταν είναι αφιερωµένα σε πολιούχους αγίους. Η παρουσία τους είναι µια υπενθύµιση της σύνδεσης του ανθρώπου, τόσο µε το θείο όσο και µε τη µνήµη αγαπηµένων προσώπων που δεν υπάρχουν. (16-5-25)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-(1) Αντώνης Πλυµάκης, “Προσκυνητάρια στην Κρήτη (Εικονοστάσια), 230 φωτογραφίες” (2001)
-(2) + Ειρηναίου Γαλανάκη, «Στοχασµοί από την Αγία Σοφία», έκδοση 1991 (και σελ. 17-18-19, στο βιβλίο του Αντ. Πλυµάκη) .