» Natasha Brown (µτφρ. Βαγγέλης Τσίρµπας, εκδόσεις Gutenberg)
Πρέπει να το σταµατήσεις αυτό, είπε εκείνη. Τι να σταµατήσω, είπε εκείνος, δεν κάνουµε τίποτα. Ήθελε να τον διορθώσει. ∆εν υπήρχε εµείς. Υπήρχε εκείνος, το υποκείµενο, και εκείνη, το αντικείµενο, αλλά της αποκρίθηκε, κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν’ αρπάζεσαι για το τίποτα.
Το οπισθόφυλλο της Συνάντησης κατάφερε να µου δηµιουργήσει ταυτόχρονα προσδοκίες και σκεπτικισµό. Προσδοκίες γιατί έµοιαζε να ανήκει σε µια σύγχρονη λογοτεχνία την οποία όσο µπορώ ακολουθώ και συνήθως απολαµβάνω, σκεπτικισµό γιατί νιώθω πως, αργά ή γρήγορα, η µανιέρα στη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αναπόφευκτα θα (µε) κουράσει. Οι παραπάνω πρώτες γραµµές ωστόσο στάθηκαν ικανές να βαρύνουν την πλευρά των προσδοκιών.
Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας αυτής, πότε υποκείµενο και πότε αντικείµενο της αφήγησης, πότε παρατηρήτρια και πότε παρατηρούµενη, κόρη Αφρικανών µεταναστών, Αγγλίδα η ίδια, όχι απλώς και µόνο στα χαρτιά, επενδύει στην κοινωνική αφοµοίωση και ανέλιξη µέσω της επαγγελµατικής οδού, αρπάζει κάθε δυνατότητα που το εκπαιδευτικό σύστηµα της προσφέρει, παρότι της λείπει το προνόµιο, εισέρχεται σε ένα αιµατηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως αυτό των υψηλόβαθµων τραπεζικών στελεχών. Έρχεται αντιµέτωπη µε πλήθος εµποδίων, µε επιµονή και υποµονή τα υπερπηδά, οι συνάδελφοί της αποδίδουν την εξέλιξή της σε µια θετική διάκριση, είναι αναµενόµενο, λένε, να πάρει την προαγωγή µια µαύρη γυναίκα, έτσι το σύστηµα καθησυχάζει τις φωνές περί ισότητας και ισονοµίας, µια διάκριση, λένε, είναι αυτή, ένα προνόµιο, µια κατάφωρη αδικία.
Η ερωτική σχέση της µε έναν λευκό προνοµιούχο φέρνει στην επιφάνεια µια σειρά από στερεότυπα και συσχετισµούς δυνάµεων, η ειλικρίνεια των συναισθηµάτων του δοκιµάζεται, ο χαρακτήρας της σχέσης, το υπέδαφος και τα θεµέλια, ο περίγυρός του εν πολλοίς θεωρεί πως σύντοµα θα αντιληφθεί το συµφέρον του, θα χωρίσει και θα βρει µια ισάξια µε αυτόν και την τάξη του σύντροφο, η συνάντηση στο ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι των γονιών του µε αφορµή τον εορτασµό µιας πολύχρονης επετείου της προκαλεί πίεση, πώς όχι, ό,τι και αν λέει το βιογραφικό της, όσα ψηφία και αν διαθέτει ο µισθός της, εκείνη, στα µάτια τους, εξακολουθεί να είναι µια µαύρη γυναίκα. Τα ανησυχητικά αποτελέσµατα µιας εξέτασης ρουτίνας την παραλύουν, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, αντανακλαστικά σκέφτεται πως δεν θα κάνει τίποτα, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.
Η συνοπτική αυτή περίληψη επιβεβαιώνει τη συγγένεια µε το σώµα µιας διαδεδοµένης, στις µέρες µας κυρίως, λογοτεχνίας φύλου και φυλής, ένα γνώριµο περιβάλλον που κλείνει το µάτι στο βίωµα. Η ανάγνωση δεν σκόνταψε σε αυτή την οµοιότητα, οι σκέψεις που προηγήθηκαν επανήλθαν µετά το πέρας της. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος πόντος που το ολιγοσέλιδο αυτό µυθιστόρηµα της Νατάσα Μπράουν λαµβάνει, καθοριστικός ώστε η ανάγνωση να µετατραπεί σε κείµενο και να µην αφεθεί στο έµπλεο αδιαφορίας περιθώριο. Επανερχόµαστε στο κλισέ σχετικά µε την αξία του τρόπου αφήγησης έναντι του περιεχοµένου αυτής. Γιατί αυτός, παρότι πιθανά παρωχηµένος και πολυχρησιµοποιηµένος, είναι που διακρίνει τη Συνάντηση σε σχέση µε τα υπόλοιπα παράγωγα της σύγχρονης τάσης των πάσης φύσεως σεµιναρίων δηµιουργικής γραφής που ακολουθούν κατά πόδας τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής βιοµηχανίας, που απαιτεί την παρουσία µιας σειράς συστατικών ικανών να κοµίσουν πωλήσεις, το περιβόητο τικάρισµα στα αντίστοιχα κουτάκια: φύλο, φυλή, µετα–αποικιοκρατία, σεξουαλικότητα, αυτοµυθοπλασία, κλιµατική αλλαγή κ.τ.λ. Αρκετά από αυτά είναι παρόντα εδώ.
Η Μπράουν δεν επενδύει στη διάχυτη ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Επιλέγει ένα µονοπάτι πιο επίφοβο, µια αφήγηση ελλειπτική και αλληλοκαλυπτόµενη, που ωστόσο δεν προκαλεί σύγχυση και αναγνωστικό εκνευρισµό, αλλά αποδεικνύεται αρκούντως λειτουργική ως αφηγηµατικό όχηµα και συνολική κατασκευή, χωρίς να υποτάσσεται αµαχητί σε µια αποστειρωµένη εγκεφαλικότητα. Ένα διαρκές παρόν, χωρίς πριν και µετά, χωρίς µπρος και πίσω, έτσι όπως όλα δείχνουν να συµβαίνουν ταυτόχρονα, όλα τα µονοπάτια να καταλήγουν στο ίδιο σηµείο και από αυτό να εκκινούν. Καλοξεψαχνισµένο περιεχόµενο που δεν φυλλορροεί και δεν πλατιάζει εκτρέποντας τον βηµατισµό, αλλά προσφέρει την απαραίτητη συνοχή και το διακριτό ύφος.
Γιατί µπορεί σε σύγκριση µε το κυρίως σώµα της λογοτεχνίας, η Συνάντηση να µην κοµίζει κάτι το αναπάντεχα ξεχωριστό και πρωτότυπο, στο υποείδος ωστόσο που ανήκει ως ένα βαθµό το κάνει, γι’ αυτό και τελικώς ξεχωρίζει ανάµεσα σε µια υπό διαµόρφωση επικίνδυνη και αναµενόµενη οµοιογένεια. Καθοριστική, επίσης, αποδεικνύεται η απουσία συναισθηµατικής καθοδήγησης ή εκβιασµού, η φωνή, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, δεν απαιτεί να ακουστεί σε µια ένταση που δεν έχει το προνόµιο να το κάνει, που θα ξένιζε, δεν θα έπειθε και δεν θα µακροηµέρευε, µια ακόµα φωνή σ’ έναν θορυβώδες από τις κραυγές των πωλητών παζάρι. Παραµένει χαµηλόφωνη και εσωτερική, γεµάτη από την επίγνωση της µοναξιάς απέναντι στον έξω κόσµο που, παρά τη φαινοµενική της ανέλιξη, κανείς δεν της επιτρέπει στιγµή να ξεχάσει ποια είναι και από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ρίζες και οι περιορισµοί της, το καρότο που µετεωρίζεται µπροστά της και κάνει το µαστίγιο αναγκαίο κακό. ∆εν απαιτεί αλλά ταυτόχρονα δεν επαιτεί λίγα κέρµατα.
Και αν δεν φωνάξεις πώς περιµένεις να ακουστείς; Μία ερώτηση που απαντάται µε ερώτηση: Και τι πραγµατικά θα κερδίσω αν για µια και µόνη στιγµή ακουστώ;
Αυτή είναι η κρίσιµη απάντηση, που επεκτείνεται και στη λογοτεχνική αρένα στην οποία το βιβλίο εµφανίζεται. Πρόσκαιρη προσοχή, µια ακόµα φωνή ανάµεσα σε τόσες άλλες, µια ακόµα γονυκλισία, µια ακόµα ψευδαίσθηση πως ο προβολέας στρέφεται πια και έξω από τον κανόνα του προνοµίου, πως το βήµα παραχωρείται χωρίς όρους και υστεροβουλία, από µια βασισµένη στην ενοχή παραδοχή της αδικίας χρόνων. Σε αφήνουν να µιλήσεις επειδή είσαι µια µαύρη γυναίκα και όχι γιατί έχεις κάτι να πεις, αυτό είναι το κύµα τώρα, µην περνιέσαι για καµιά ξεχωριστή, και αν δεν το λένε, το καθιστούν µε τον τρόπο τους ξεκάθαρο και προφανές.
Η Μπράουν, συνειδητά ή µη, επιχειρεί να ισορροπήσει σε ένα τεντωµένο σκοινί, να µην πέσει και τσακιστεί σε εκείνο που περιµένουν από αυτή, ένα ακόµα ανδρείκελο ισοτιµίας, αλλά να χρησιµοποιήσει την ευκαιρία, τι και αν είναι περιστασιακή, τίποτα δεν έχει κατακτηθεί ακόµα, κανένα προνόµιο δεν έχει καταπέσει, καµία αδικία δεν έχει επανορθωθεί, όχι οριστικά, όχι αµετάκλητα, η µάχη είναι σε εξέλιξη. Εκείνη την καίνε αυτά που προτίθεται να αφηγηθεί, δεν είναι µόδα, δεν είναι παροδικά, είναι η ταυτότητά της, ο τρόπος µε τον οποίο στέκεται και ζει, όχι απαραίτητα υπό ιδεολογική στράτευση, αυτά που έχει να πει δεν ζέχνουν θεωρία αλλά µυρίζουν ζωή.
Η Συνάντηση είναι ένα ακόµα λιθαράκι σε ένα υπό διαµόρφωση µονοπάτι, µια απόπειρα να διαπλατυνθεί αυτός ο παραπόταµος, να µη λιµνάσει, να αποκτήσει λόγο ύπαρξης στο σύστηµα γύρω από την κυρίως λογοτεχνική ροή, να αφοµοιωθεί διακριτά και να µην απορροφηθεί, να µη στερέψει όταν το κύµα αλλάξει κατεύθυνση και η µόδα µεταβληθεί. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, είναι µε τον τρόπο τους σηµαντικά, τέτοιες απόπειρες είναι καθοριστικές έναντι στη στασιµότητα που αρκετοί, τρίβοντας τα χέρια τους, προσµένουν και ελπίζουν.
Συχνά, ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό, µοιάζει µε µια δοκιµή· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, ακούγοµαι, ναι, ακούγεσαι. Ο κόσµος σιγά σιγά µαζεύεται τριγύρω, διάφοροι περαστικοί από περιέργεια στέκονται, ρωτούν τι και πώς, επαναλαµβάνουν το όνοµα κάποιοι σπεύδουν να το σηµειώσουν, αναρωτιούνται: τι έχει µετά;