Όταν η βουή των ήχων χαμηλώνει
καθώς το δειλινό απαλά
τοποθετεί στη θέση της έντασης την περισυλλογή και τη γαλήνη
τα χαμηλά σπίτια με τις κεραμοσκεπές
αναδύονται
στεφανωμένα από ρόδινες λάμψεις
και η φωνή της καρδιάς επανέρχεται:
“Ας μείνουν πάντοτε όλα τα κτίσματα σαν εσάς,
ξενώνες της απλότητας και της σοφίας,
ναοί της γνησιότητας και της αλήθειας…”
Τότε οι οβελίσκοι της αλλαζονείας
απεκδύονται την επίπλαστη αίγλη τους.
Μάταια προσπαθούν να ισορροπήσουν
αγνοημένοι ακόμα και από την πνοή του αγέρα
μάταια εκλιπαρούν να πέσουν
ενώ η φωνή ξανά αντιλαλεί:
“Πάντοτε της απλότητας και της σοφίας…”
Στους οπωρώνες του θέρους
ο ασκητής άφοβα συλλέγει
πεσμένους στη γη καρπούς
προσεύχεται και γεύεται τους χυμούς του μόχθου
ενώ ο Χρόνος, σε τεράστια αιώρα καθισμένος,
κρούει τις θύρες του παρελθόντος
που προφητεύουν τις μνήμες του μέλλοντος.