Στη μητέρα Γη ήταν αφιερωμένη για πρώτη φορά η γιορτή της μητέρας από τους αρχαίους Ελληνες και εγίνετο την άνοιξη.
Αργότερα ήταν αφιερωμένη στη Ρέα τη μητέρα του Δία. Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τη μητέρα τον Μάρτιο, αφιερωμένη στη θεά Κυβέλη. Στην Αγγλία 15ο, με 16ο μ.Χ. αιώνα η τέταρτη Κυριακή τις Σαρακοστής ονομάζετο Κυριακή της μητέρας. Στις αρχές του 20ού αιώνα η δασκάλα Αννα Τζάβρις από Η.Π.Α. καθιέρωσε τη γιορτή της μητέρας την 2η Κυριακή του Μαΐου αφιερωμένη στη μητέρα της που αγωνίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο Β. και Ν. Αμερικανών. Στη χώρα μας για πρώτη φορά γιορτάστηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1929 και τοποθετήθηκε να συνδυάσει τη γιορτή της μητέρας με τη Χριστ. γιορτή της Υπαπαντής. Αργότερα και μέχρι σήμερο εξακολουθεί να γιορτάζεται την 2η Κυριακή του Μάη. Οπως και να είναι η γιορτή της μάνας έχει αξία γιατί η μάνα είναι μεγάλη αγάπη, μια αγάπη χωρίς αντάλλαγμα και όχι μια φορά τον χρόνο, αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή πρέπει να την έχουμε στο μυαλό μας. Πολλά έχουν γραφεί για τη ΜΑΝΑ!
«ΤΑ ΟΚΤΩ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ»
Γράφει ο μοναχογιός μιας πολύ φτωχής οικογένειας από τις αραβικές χώρες. Οταν καμιά φορά βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό, η μάνα μου την ώρα που κένωνε το πιάτο της στο δικό μου και το άδειαζε όλο για να χορτάσω εγώ, μου έλεγε πειστικά: φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω τώρα. Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα.
Οταν μεγάλωσα λίγο η μάνα μου, αφού τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, πήγαινε στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα με την ελπίδα να πιάσει κανένα ψάρι για να πετύχει τη σωστή μου ανάπτυξη και όταν μια φορά έπιασε δύο ψάρια, έτρεξε χαρούμενη στο σπίτι, ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δύο ψάρια μπροστά μου. Εγώ άρχισα να τρώγω με πολλή όρεξη, αλλά κάποια στιγμή πρόσεξα ότι η μάνα μου ξαναπερνούσε όλα τα κοκκαλάκια και έγλειφε ό,τι είχε μείνει πάνω σ’ αυτά. Η καρδιά μου ράγισε εκείνη την ώρα και της έβαλα αμέσως το δεύτερο ψάρι μπροστά της και άρχισε να μου λέει: Παιδάκι μου! Δεν ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν και τόσο τα ψάρια; Φάε εσύ και το δεύτερο ψάρι, μη με στεναχωρείς. Αυτό ήταν το δεύτερό της ψέμα.
Οταν μεγάλωσα έπρεπε να πάω στο σχολείο, αλλά λεφτά δεν είχαμε.
Η μάνα μου πήγε σ’ έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του συμφωνία. Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ενα βροχερό βράδυ άργησε από τη δουλειά της. Εγώ ανήσυχος πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω. Τότε την είδα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει μία – μία τις πόρτες και της φώναξα: Μάνα, έλα να γυρίσουμε σπίτι, είναι πολύ αργά και κάνει τόσο κρύο. Μπορείς να συνεχίσεις το πρωί. Ηρθε κοντά μου, μου χάιδεψε, την πλάτη και μου είπε χαμογελαστή:
Μα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου. Δεν βλέπεις πόσο ζωντανή και χαρούμενη είμαι; Αυτό ήταν το τρίτο ψέμα.
Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της σχολικής χρονιάς. Η μάνα μου επέμεινε να έρθει μαζί μου. Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε έξω στον καυτό ήλιο. Οταν βγήκα με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της είχε ένα μεγάλο ποτήρι με κρύο χυμό: Επινα με λαιμαργία μέχρι που ξεδίψασα και εκείνη τη στιγμή πρόσεξα το πρόσωπό της κόκκινο και καταϊδρωμένο από τη πολλή ζέστη. Της έδωσα το ποτήρι, να πιει τον υπόλοιπο χυμό και μου απάντησε: πιες εσύ παιδί μου, εγώ έχω πιει και δεν διψάω.
Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε.
Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, έπρεπε να ζήσεις ως χήρα και ως μάνα, με όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Τώρα έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας. Η ζωή μας έγινε πολύ πιο δύσκολη, υποφέραμε από πείνα. Ο θείος μου που έμενε δίπλα μας, ήταν πολύ καλός άνθρωπος και μας βοηθούσε όσο μπορούσε. Οταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας, είπαν στη μάνα μου: Είσαι τόσο μικρή πρέπει να βρεις έναν άνδρα να παντρευτείς για να σας βοηθήσει, είσαι τόσο κουρασμένη! Αυτή απέρριψε αμέσως την ιδέα και είπε: Δεν έχω ανάγκη για αγάπη… Εκείνο ήταν το πέμπτο ψέμα.
Οταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο βρήκα μια δουλειά αρκετά καλή και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα, η μάνα μου να ξεκουραστεί και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού. Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνά στα σπίτια να πουλάει ρούχα. Αλλά πάλι δεν κάθισε χωρίς δουλειά. Κάθε πρωί πήγαινε στην αγορά και πουλούσε λίγα λαχανικά και έβγαζε το χαρτζιλίκι της.
Εγώ αφιέρωσα ένα μερίδιο από τον μισθό μου, αλλά και πάλι η μάνα μου δεν το δέχτηκε και μου είπε: Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου, εγώ έχω λεφτά και με φτάνουν δεν έχω ανάγκη.
Ηταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα.
Μαζί με τη δουλειά μου, πιο άνετα τώρα, μπόρεσα και συνέχισα τις σπουδές μου, ώστε να πάρω και μεταπτυχιακά. Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου, η εταιρεία στην οποία δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία. Ενιωσα μεγάλη χαρά. Αρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Οταν πήγα εκεί και δούλευα και ήταν καλύτερα, προετοίμασα το έδαφος, επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου στη Γερμανία.
Αυτή όμως σκέφτηκε ότι πρέπει να ζήσω μόνος μου και δεν ήθελε να μ’ ενοχλήσει και μου είπε: Παιδί μου σ’ ευχαριστώ, αλλά ξέρεις εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας και ας μείνω εδώ καλύτερα. Να μου τηλεφωνείς συχνά. Αυτό ήταν το έβδομό της ψέμα.
Η μάνα μου, ωστόσο, μεγάλωσε και δυστυχώς εμφάνισε και καρκίνο.
Ράγισε η καρδιά μου όταν το έμαθα, δεν ήξερα τι να κάνω. Αφησα τα πάντα και πήγα να μείνω κοντά της. Οταν μπήκα στο σπίτι βρήκα μια αγνώριστη μάνα. Από την εγχείρηση ήταν αδύνατη και πολύ αδύναμη.
Προσπάθησε να χαμογελάσει, άπλωσε το χέρι με δυσκολία. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου όπως τη φιλούσα και προσπαθούσε να με παρηγορήσει, ν’ αλλάξει τις εντυπώσεις μου και με φωνή διακεκομμένη σιγανή μου είπε: Μην κλαις παιδί μου, δεν πονάω! Αυτό ήταν το όγδοο ψέμα.
Και αφού μου τα ’πε αυτά, έγειρε το κεφάλι στο πλάι, έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά.
Εφυγε η μάνα μου! Εγώ κράτησα το χρώμα των ματιών της, το χαμόγελό της, όλες τις ομορφιές της καρδιάς της, όλες τις ευχές της και θα τις κάνω φυλακτό, θα τις κρεμάσω στον λαιμό μου, να τη θυμάμαι πάντα.
Σ’ ευχαριστώ μανούλα μου!
Χρόνια πολλά σ’ όλες τις μητέρες του κόσμου. Είθε να τύχουν της αγάπης που τους αξίζει!…