Ακολουθήστε µε λοιπόν φίλοι αναγνώστες… Φαντασία χρειάζεται.
Ξέρετε τι είχε πει ο Αϊνστάιν; «Η φαντασία είναι σπουδαιότερη από την γνώση».
Πάµε λοιπόν σ’ ένα ταξίδι… σε ανοιξιάτικη πανώρια φύση, σε λαµπρή ιστορία στην κατεξοχήν γη της Μυθολογίας µας.
«Ορεινή Κορινθία», ή όπως πολλοί την ονοµάζουν «Κορινθιακή Ελβετία».
Θα πάµε εκεί όπου οι άνθρωποι, όταν ξυπνάνε το πρωί, χαιρετάνε τον ήλιο µ’ έναν τραγούδι.
Εκεί όπου την θεία άνοιξη δεν την φέρνει το ηµερολόγιο στον τοίχο, αλλά η επίµονη προσευχή της Υπαπαντής, πάνω στα Φλεβαριάτικα φουσκωµένα κλαδιά των δέντρων, την φέρνουν οι κούκοι µέσα απ’ τα βαθύσκιωτα σκουροπράσινα δάση και τ’ αηδόνια µέσα από τους κήπους και τις ρεµατιές µε τα πλατάνια. Και ξέρετε το τραγούδι των πουλιών µειώνει το άγχος.
Ελάτε µαζί!! Να µάθουµε τι είναι µουσική από το βούισµα των εντόµων, το κελάρυσµα της βουνίσιας βρυσούλας, το τραγούδι του αηδονιού, τα κουδούνια των προβάτων.
Και… ξεκινάµε.
Ιούνιος µήνας του 2024…
Αφετηρία… το Ναύπλιο.
Ξεναγός και οδηγός ο εκ Ναυπλίου καταγόµενος γαµπρός µου Παναγιώτης.
Πρώτη καληµέρα και βαθιά ευγνωµοσύνη στα ∆ερβενάκια και τον Γέρο του Μοριά, που δεσπόζει του λόφου και µας διδάσκει τι είναι ηρωισµός, αγάπη στην πατρίδα που κάποιες φορές το ξεχνάµε οι Νεοέλληνες.
Και φθάνουµε στην Νεµέα.
Μπαίνουµε στον φαντασµαγορικό κήπο της Μυθολογίας. Εκεί που πρέπει να µπαίνουµε µε το χαµόγελο και µε βήµα ελαφρό, σχεδόν φτερωτό, ρυθµικό σαν χορός.
Εδώ ο Λέων της Νεµέας.
Το άγαλµά του τεράστιο και ολόλευκο, µας θυµίζει έναν από τους 12 άθλους του Ηρακλή. Εδώ υπάρχουν και τα οινοποιεία της Νεµέας. Σε αφήνουν µε το στόµα ανοιχτό. Με επαύλεις υπέροχες µοιάζουν περισσότερο παρά µε εργοστάσια. Εδώ παράγονται τα φηµισµένα κρασιά Νεµέας. ∆εν θα σταθώ περισσότερο, καθώς το ταξίδι µας περιµένει, µε χίλιες δυο εκπλήξεις.
Συνεχίζουµε λοιπόν ανάµεσα σ’ αρώµατα, χρώµατα και µυρωδιές, αµπελώνες και φυτείες που ξεκουράζουν το µάτι και γαληνεύουν την ψυχή.
Ο δρόµος τώρα ξετυλίγεται κυριολεκτικά σαν κορδέλα µέσα από ρείκια, κουµαριές και έλατα, δίνοντάς µας µε το ανέβασµα ένα µεγαλειώδες θέαµα. Βρισκόµαστε στην στενόµακρη όµορφη πεδιάδα της Στυµφαλίας µε την περιώνυµη από τον µύθο λίµνη τους. Οι Στυµφαλίδες όρνιθες… ένας άλλος άθλος του Ηρακλή.
Εδώ, το βουνό Ζήρεια, χαµηλώνει αρκετά, κάνει ένα λαιµό και αφήνει ένα πέρασµα από τη Στυµφαλία στον Φενεό. Σταµατάµε ν’ απολαύσουµε το τοπίο, που ειλικρινά είναι σπάνιας οµορφιάς. Βρισκόµαστε σε 1.100 µέτρα υψόµετρο και έχουµε γύρω µας πανύψηλα έλατα και πάνω µας τον ουρανό, παράθυρο στο φως.
Εδώ είναι τα σύνορα δύο ∆ήµων· της Στυµφαλίας που αφήσαµε πίσω και του Φενεού που βλέπουµε από δω ψηλά σε όλη του την ασύγκριτη οµορφιά.
Ο Ανδρέας Καραντώνης είχε πει: «Είναι µια εξωγήινη περιοχή, αλλόκοσµη, απρόσιτη, µαγική, ένα τοπίο που ήταν προορισµένο να το διατρέχει µόνο ο Ηρακλής».
Ας µην αφήσουµε όµως βιαστικά το διάσελο της Καστανιάς. Βρίσκουµε ένα σηµείο όπου να µην εµποδίζουν τη µατιά µας τα πανύψηλα έλατα και στεκόµαστε εκστατικοί από το θαύµα της φύσης.
Πατούµε τη Ζήρεια ένα από τα ψηλότερα βουνά της Πελοποννήσου 2.374 µέτρα. Εδώ λένε γεννήθηκε η µυθολογία. Ο Ερµής ο αγγελιοφόρος των θεών, πάνω εδώ… στα δάση τούτα τα πανέµορφα, βρήκε στον πρώτο του περίπατο, µια χελώνα και από το όστρακό της έφτιαξε τη λύρα του. Απέναντί µας η οροσειρά του γνωστού Χελµού, στα πανύψηλα βαθύσκια δάση του ζούσαν λένε, οι ∆ρυάδες, νύµφες των δασών και προστάτιδες των δέντρων µαζί µε τα οποία, όπως γράφει ο Ησίοδος, γεννήθηκαν από τη γη, ζούσαν µέσα στα δέντρα, ήταν η ψυχή τους και πέθαιναν µαζί τους.
Η µατιά µας γοητεύτηκε από την εύφορη πεδιάδα µε την εντυπωσιακή χρωµατική παλέτα και τις αµέτρητες καρυδιές. Αρχίσαµε να κατεβαίνουµε προς τη λίµνη ∆όξα. Αδυνατώ να περιγράψω το θαύµα που ζούσα. Ένιωσα την ψυχή µου να δοξολογεί «Μέγας είσαι Κύριε και θαυµαστά τα έργα σου». Μια λωρίδα γης στενή, ίσα που χωράει ένα αυτοκίνητο, µπαίνει µέσα στη λίµνη και στην άκρη της ένα Βυζαντινό εκκλησάκι στη µνήµη του Αγίου Φανουρίου, καθρεπτίζεται στα νερά της. Στέκεται εκεί από τον 16ο αιώνα· σιωπηλό κι απέριττο, µάρτυρας αδιάψευστος της ιστορίας του τόπου. Αποµεινάρι, όπως λένε του παλιού Μοναστηριού του Αγ. Γεωργίου Φενεού, το οποίον εξαφανίστηκε όταν πληµµύρισε η Λίµνη.
Μετά από χρόνια ξανακτίστηκε από µοναχούς που αναγκάστηκαν να φύγουν για ψηλότερα µέρη και να το κτίσουν στην σηµερινή εξαίσια τοποθεσία στην πλαγιά της λίµνης. Το σηµερινό Μοναστήρι τριώροφο επιβλητικό κι εντυπωσιακό οικοδόµηµα χτίστηκε το 1693. Σήµερα δυστυχώς υπάρχουν δύο µοναχοί µόνο, ο ένας ηλικιωµένος και ο δεύτερος ένας νεαρός Ιεροµόναχος που µας υποδέχθηκε µε ευγένεια, χαµόγελο και καλοσύνη. Μόλις είχε επιστρέψει από το διακόνηµά του. Περιποιείται, όπως µας είπε, εκτάσεις µε τριανταφυλλιές από τις οποίες παράγει γλυκό τριαντάφυλλο που µας προσέφερε.
Στην οροφή του Μοναστηριού µένει ανέπαφο κρυφό σχολειό, αδιάψευστος µάρτυρας της µεγάλης προσφοράς της Εκκλησίας, στον Ιερό αγώνα της παλιγγενεσίας. Μια ξύλινη σκάλα, που σου εµπνέει φόβο από τα χρόνια, σε οδηγεί εκεί που αδούλωτες ψυχές κράτησαν τη γλώσσα µας ζωντανή και σχεδίαζαν την έξοδο στην Ελευθερία.
Φανταστείτε ότι ο Γαλιλαίος είχε πει: «Το µεγαλύτερο επίτευγµα στον κόσµο είναι το ελληνικό αλφάβητο µε το οποίον µπορώ να εκφράζω τα µύχια της ψυχής µου». Αυτοί οι Έλληνες κράτησαν την ωραιότερη γλώσσα του κόσµου ζωντανή, µε τα κρυφά σχολειά και τους αγώνες. Κι άστους να λένε κάποιοι ∆ΗΘΕΝ ιστορικοί, ευτυχώς γι’ αυτούς ελάχιστοι.
Με τα µάτια γεµάτα οµορφιά και την ψυχή τους να πετά στα ύψη για ό,τι είδαµε, για ό,τι µάθαµε… για τον απαράµιλλο τούτο τόπο, άρχισε η επιστροφή. Πήραµε τον δρόµο δυτικά προς Αρκαδία. Η διαδροµή ένα θαύµα της φύσης, τέτοιο που αβίαστα µου ‘ρθαν στο νου οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη:
«Όµορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που µου ‘λαχε δεν είδα.
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ,
µόνον ετούτον αγαπώ».
Φθάσαµε στο ιστορικό χωριό Λεβίδι, όπου γευµατίσαµε. Φιλόξενοι άνθρωποι, ωραίο φαγητό. Είχε το σχέδιό του ο ξεναγός µας. Μία παράκαµψη αριστερά και βρεθήκαµε σ’ ένα απερίγραπτο οικοδόµηµα, τον Ιερό Ναό της Αγίας Φωτεινής, Φρέαρ Ηρώον, στην Αρχαία Μαντινεία. Εκεί όπου ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Berkley Στέφανος Μίλλερ κατά τις ανασκαφές του 1994, αποκάλυψε ερείπια του Αρχαίου Σταδίου Μαντινείας. Πραγµατοποίησε και αγώνες στο Στάδιο αυτό, στα πρότυπα των αρχαίων αγώνων.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, όταν επισκέφθηκε το Ναό έγραψε: «Μια φλέβα νερού για τους διψώντες».
Και µετά απ’ αυτό το υπέροχο, απερίγραπτο, µοναδικό σίγουρα οικοδόµηµα της Αγ. Φωτεινής Μαντινείας, οδεύουµε προς Αργολίδα.
Περνάµε από την Λέρνη, να θυµηθούµε τη Λερναία Ύδρα, άλλο άθλο του Ηρακλή. Από την Λέρνη υδρεύονται το Ναύπλιο και το Άργος. Συνειδητοποιώ πως το Οδοιπορικό µας φθάνει στο τέλος. Μα κάθε τέλος έχει µια νέα αρχή. Και υπόσχοµαι να επανέλθω, µε νέους προορισµούς σε αυτήν την παραδεισένια χώρα.
Βαθιά µέσα µου, τούτη την ώρα, νιώθω πως θέλω να κλείσω µ’ ένα κείµενο ευγνωµοσύνης και αγάπης, του κορυφαίου ποιητή µας Νικηφόρου Βρεττάκου, στο χώµα της πατρίδας που τον έθρεψε, που τον φιλοξένησε, που του έδωσε «το άπαντο»:
«Εγώ, ο σε λίγο απερχόµενος, ο βαθιά ευτυχής, ο τιµηµένος, εγώ να είµαι χώµα απ’ το χώµα σου, δεν επέµφθην ειπείν ουρανόθεν, το χαίρε.
∆εν γνωρίζω αν µε όσα είπα το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου…
Γιατί εσύ την άγια δωρεά της αγάπης τοποθέτησες µέσα µου, καµωµένη απ’ αληθανθούς. Κι είναι µ’ αυτούς που έχω πλέξει αυτό το σαν ένα µικρό κύκλο ήλιο στεφάνι σου σήµερα.
Σε φιλώ και σου εύχοµαι ζωή εσαεί· Φως εσαεί· Λόγο εσαεί».