Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Σταθούλα, Ράφτρα εκ Πόντου

■ Αναδρομή στη μνήμη με αφορμή τη θεατρική παράσταση της Μαρινέλλας Βλαχάκη

“Αναστενάρισσα πάνω στη διάπυρη μνήμη”
(Μ. Βλαχάκη, ως κάτω στο βυθό 2020)

 

Η συμπλήρωση των 100 χρόνων από τον ξεριζωμό των Ελλήνων και των άλλων λαών από τη Μικρά Ασία αφύπνησε συνειδήσεις και τροφοδότησε πολλές εκδηλώσεις μνήμης.

Mια Τετάρτη του Οκτώβρη 2022 η ΣΤΑΘΟΥΛΑ, ράφτρα εκ Πόντου μας περίμενε στο θέατρο Δ. Βλησίδης με τη μορφή, τη φωνή και την αισθαντικότητα της Μαρινέλλας Βλαχάκη για ένα ταξίδι στο οδυνηρό παρελθόν, στα πλαίσια μιας ακόμα εκδήλωσης μνήμης που οργάνωσε ο σύλλογος Ποντίων Χανίων “ Παναγία Σουμελά”.

I. Η παράσταση
Η εμπεριστατωμένη ομιλία του Ευθύμη Λεκάκη, που προηγήθηκε, μας κατατόπισε για τα ιστορικά, δραματικά γεγονότα, εστιάζοντας στα αίτια και στις αφορμές τους. Η ανάγνωση μαρτυριών που ακολούθησε φόρτισε συναισθηματικά το κλίμα. Το ταξίδι άρχισε με το ατμοσφαιρικό τραγούδι της παράστασης “Η μοδίστρα τ’ ουρανού” σε μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη και στίχους Δέσποινας Τραχαλάκη. Η παράλληλη προβολή του βίντεο του Θοδωρή Παπαδουλάκη μας έδωσε εικόνες και μας συντόνισε με τη ροή του θεατρικού μονολόγου και την οπτική γωνία της Σταθούλας, της κεντρικής ηρωίδας, που ζωντανεύει στη σκηνή με επιτυχία η ηθοποιός, συγγραφέας και ποιήτρια Μ. Βλαχάκη. Όπως η ίδια γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της, στην ανασύνθεση του παρελθόντος, αλλά και στην επινόηση των ηρώων βοήθησαν οι αφηγήσεις που της μετέφερε μια φίλη από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά της.
Ένα μικρό υπόγειο ραφτάδικο αποτελεί το καταφύγιο της άλλοτε ξακουστής ράφτρας του Πόντου. Το φτωχικό δωμάτιο, η απεύθυνση στη νεκρή πλέον μάνα, οι αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού αλλά κυρίως η χρονολογία στην πρόσκληση που κρατά στα χέρια της η ηρωίδα προσδιορίζουν την εποχή που τοποθετείται η δράση.
Εν Χανίοις 23 Δεκεμβρίου 1950. Η πρόσκληση αναφέρεται στη βράβευση της Σταθούλας Δεβελίδη “διά την προσφοράν της εις την αναγνώρισην χαμένων ή εκτελεσμένων… κατά την περίοδον του ξεριζωμού των Ποντίων” από τα απομεινάρια των ρούχων τους. Στο σημείο αυτό έχουμε την πρώτη τραγική ανατροπή μιας κοινωνικής συνθήκης, καθώς το ρούχο συνέβαλε με την πάροδο του χρόνου στον προσδιορισμό της κοινωνικής τάξης, της οικονομικής κατάστασης και καλαισθησίας για να εξελιχθεί, τελικά, η ραπτική σε υψηλή τέχνη. Στον πόλεμο όμως η οντότητα αλλά και η προσωπικότητα του ατόμου εκμηδενίζεται και απαιτούνται για την αναγνώρισή του υλικά απομεινάρια και στην περίπτωσή μας τα ρούχα.
Κουρέλια μνήμης, κλεμμένες ζωές μικρών και μεγάλων που παρελαύνουν μπροστά μας μέσα από ρεαλιστικές εικόνες συναισθηματικά φορτισμένης περιγραφής. Κουρέλια μνήμης με το βάρος της ιστορίας πάνω τους που μόνο σ΄ ένα μουσείο έχουν θέση πια: «Όχι, όχι δεν αντέχω δεν μπορώ να σας κρατώ άλλο εδώ μέσα. Κάθε κουρελάκι και μια ιστορία. Κάθε κουρελάκι και μια μαχαιριά».1
Η σχέση της Μ. Βλαχάκη με τη μνήμη είναι στενή σε όλη τη λογοτεχνική της δημιουργία. τόσο τα αφηγηματικά όσο και τα ποιητικά της έργα αποκτούν υπόσταση και αναπνέουν μέσω της μνήμης. Στην ποιητική συλλογή “ ως κάτω στο βυθό” η ωριμότητα της επιβάλλει τη σιωπή και την ενδοσκόπηση πάντα όμως μέσω της μνήμης. Ο πόνος γίνεται δημιουργός:
«Ποτέ σε ρέμβη δε συναντιέμαι
με την ποίηση.
Ανέκαθεν με βιασμένο σώμα
κι αιμάσσουσα ψυχή
πιάνω την πένα».2
Η αφήγηση της Σταθούλας εξελίσσεται μέσα από εικόνες που φέρνουν στη μνήμη το ειρηνικό πριν και το θλιβερό μετά. Γιατί όσο υπάρχει ειρήνη οι άνθρωποι ευημερούν και προοδεύουν, όταν όμως αρχίζουν οι επιχειρήσεις της εθνοκάθαρσης του Μουσταφά Κεμάλ με την καθοδήγηση και υποστήριξη των ξένων, οι ισορροπίες ανατρέπονται. Ο θάνατος καλπάζει ασυγκράτητος και ο ξεριζωμός φαίνεται αναπόφευκτος. Υπάρχει όμως και η αντίσταση. Ο Σολομών Χότζας ήταν ο σοφός δάσκαλος στο Σιχ Σιρίν που επί ειρήνης δίδασκε γράμματα και αξίες τους μικρούς μαθητές του, γιατί «άμα έχεις μάθει να σκέφτεσαι δίκαια, δε σε τυφλώνει το μίσος, μπορείς και την πιο κρίσιμη ώρα να διακρίνεις… Εχθρός μας είναι ο πόλεμος και εκείνοι που τον αποφασίζουν. Όχι οι ταλαίπωροι άνθρωποι, που τους βάζουν να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους, που ούτε τους έβλαψαν ποτέ κι ούτε που τους γνωρίζουν…» 1 Ο άνθρωπος αυτός όταν άρχισε ο πόλεμος μεταμορφώθηκε σε ένα δυναμικό ηγέτη που οργάνωσε την αντίσταση και συντόνισε τον ανταρτοπόλεμο μέχρι το φρικτό τέλος του. Έμεινε στις επάλξεις, ενώ είχε τη δυνατότητα να φύγει, σώζοντας και την οικογένειά του, όπως και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Παπαφλέσσας της Σμύρνης, όπως τον αποκαλούσαν.
Γύρω από την προσωπικότητα του Σολομώντα Αναστασιάδη υφαίνεται η πνευματική, κοινωνική και οικονομική άνθιση των πόλεων της Μικράς Ασίας, αλλά και η σφαγή, η καταστροφή, ο ξεριζωμός. Τα τραγικά θύματα του αδίστακτου σφαγέα με τις επαγγελίες του εκσυγχρονισμού είναι τα παιδιά. Στερούνται το δικαίωμα στη ζωή και αν και είναι αθώα, βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης και του θανάτου. Η ευαισθησία της Μ. Βλαχάκη για την παιδική ηλικία είναι διάχυτη στο έργο της. Από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Σιλάνς σιλβουπλέ” μέχρι και την τελευταία συλλογή ποιημάτων αντιλαμβάνεται και προσλαμβάνει τον περιβάλλοντα κόσμο με την αθωότητα του παιδιού που υφίσταται τα αποτελέσματα χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει τις αιτίες. Η ενσυναίσθηση, ο θαυμασμός και το αίσθημα του δικαίου επεκτείνεται σε όλες τις ηλικίες, τις τάξεις και τα φύλα.

Θυμάται η Σταθούλα: «Όμορφες, υπερήφανες γυναίκες. Όλες λεβέντισσες! Χριστιανές, Τουρκάλες, Εβραίες, Αρμένισσες(…) Κάθε μία έφερνε και άλλον αέρα». 1 Δίκαιη όμως είναι και με τους αντιπολιτευόμενους τον Κεμάλ Τούρκους, γυναίκες και άνδρες: «είδα και δίκαιους Τούρκους, που αγανάκτησαν με τον Κεμάλ και βγήκαν στα βουνά και πολέμησαν στο πλάι μας. Στο πλάι των χριστιανών! Είδα και πολλές Τουρκάλες, που μάζευαν ορφανά ελληνόπουλα τα βύζαναν με το γάλα τους και τα προστάτευαν σαν να τα είχαν γεννήσει»1
Η ιδέα για τα μικρά, αθώα θύματα του πολέμου, ανεξαρτήτως εποχής και εθνικότητας, αλλά και η αμφιβολία για τη δύναμη και την αξία της Τέχνης εν καιρώ πολέμου, που απασχόλησε μεταπολεμικά θεωρητικούς της λογοτεχνίας και ποιητές, αναπτύσσεται και στο αριστουργηματικό ποίημα της Μ. Βλαχάκη
“Παιδιά Πολέμου”
Σφοδρή ανεμοθύελλα, ώρα μεσονυχτιού,
ανοίγει διάπλατα
τα ετοιμόρροπα παραθυρόφυλλα.
Οσμή καμμένης σάρκας
μου κόβει την ανάσα.
Κλάμα βραχνό και κουρασμένο
μου τρυπάει τα τύμπανα.

Πατάω επίμονα τον διακόπτη.
Το ρεύμα κομμένο από καιρό.
Μια αστραπή νικά το έρεβος.
Στην κάμαρή μου σωρός
βρέφη και νήπια
τραυλίζουν λέξεις σ’ άγνωστη γλώσσα.
Τί θέλουν από μένα τούτα τα πλάσματα…
Ψάχνω ασθμαίνοντας μολύβι και χαρτί
και λέξεις ευρύχωρες.

Τα παιδιά στριμώχνονται στο κρεβάτι μου
Ποιο ποίημα; τί ποίημα;
Σκίζουν τα ρούχα μου κι αναζητούν
τα γερασμένα στήθη μου.
Μα τι κάνετε; εγώ δεν…
Τα παιδιά ρουφούν με πείσμα τις θηλές μου
και σταματά το κλάμα τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, περιστεράκια μου
ο κόσμος ήταν…

II. Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Βγήκαμε από το θέατρο λίγο πριν τα μεσάνυχτα στην παραλία του Κουμ Καπί… ο κόσμος αραιός κι η φθινοπωρινή υγρασία νότιζε τα ξαναμμένα και δακρυσμένα πρόσωπά μας. Ένα βιωματικό μάθημα Ιστορίας είχε τελειώσει, μακάρι οι μαθητές μας να έχουν την ευκαιρία να ζήσουν αυτήν την εμπειρία. Εικόνες, συναισθήματα και διάφορες σκέψεις, πλημμύριζαν το μυαλό μου, από παλιά διαβάσματα και τηλεοπτικές συζητήσεις σχετικά με την αξιοπιστία της Λογοτεχνίας ως ιστορικής πηγής ή τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες των ιθυνόντων:
«…η Μνήμη είναι μακρινή συγγενής της Ιστορίας» έλεγε κάπου ο πανεπιστημιακός καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης…
«η τρίτη γενιά προσφύγων εξαρτάται από αναπαραστάσεις, γιατί χάνονται οι βιωματικές εμπειρίες» υποστήριζε κάποιος άλλος…
«η Μεγάλη Ιδέα στόχευε στην εθνική ολοκλήρωση ή ήταν ένα αποικιοκρατικό εγχείρημα; » αναρωτιόταν κάπου ο ομότιμος καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης…
«Είμαστε όλοι εν δυνάμει πρόσφυγες» αναφέρει στα “Αντιποιητικά” του ο φιλόλογος Γιώργος Φρυγανάκης. Ρίγησα στην τελευταία σκέψη κι έδιωξα μακριά την άσχημη προοπτική. Συγκίνηση και σχόλια θαυμασμού ξέφευγαν τώρα από τα μικρά “πηγαδάκια” των μαγεμένων θεατών κι ύστερα λυτρωτικές “καληνύχτες” σηματοδότησαν την επιστροφή στην καθημερινότητα…
Η συναισθηματική αποφόρτιση, η επιστροφή από την “άλλη διάσταση” μετά από μια θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική προβολή που με συγκλόνισε, δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση για μένα από την παιδική ηλικία. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση αυτή υπήρχε έτοιμο γύρω μου κι όσο ποτέ αληθινό, το φυσικό θεατρικό σκηνικό όπου το έργο “ελληνοτουρκικές σχέσεις” παιζόταν με επιτυχία εδώ και κάποιους αιώνες με μεγαλύτερες ή μικρότερες συνέπειες… Έτσι και η βόλτα που ξεκίνησα προς το ενετικό λιμάνι δεν αποδείχτηκε καλή ιδέα. Θυμήθηκα πίσω μου τα παλιά Ταμπακαριά (βυρσοδεψεία) στην παραλία με τις βραχώδεις ακτές, τις μικρές φυσικές λίμνες και τα γλυκά νερά. Και δίπλα η συνοικία Κουμ Καπί (οι φαβέλες της εποχής) που φιλοξενούσε το χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό, ανειδίκευτους εργάτες και άνεργους που δούλευαν στο λιμάνι. Εδώ βρήκαν καταφύγιο και πολλοί πρόσφυγες τον πρώτο καιρό.
Παρακάτω τα οχυρωματικά έργα των Ενετών με την πύλη Σαμπιονάρα δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την ορμή των μουσουλμάνων που τους διαδέχτηκαν. Πιο κάτω τα ενετικά Αρσενάλια (Ταρσανάδες ή Νεώρια) πλην των άλλων χρήσεων (ως τουρκικές αποθήκες, χριστιανικό σχολείο, θέατρο), δια μέσου των αιώνων, το 1923 λειτούργησαν και ως δημοτικό νοσοκομείο και πιθανώς να περιέλθαλψαν Έλληνες πρόσφυγες πρωτού … αναβαθμιστούν σε δημαρχείο (1928-1941). Άλλωστε η παρακείμενη πλακόστρωτη πλατεία Συντριβανιού (Μαυροβουνίων ή Ελ. Βενιζέλου), η περίκλειστη από επιβλητικά κτίρια που στέγαζαν υπηρεσίες, ξενοδοχεία, λέσχες και καταστήματα, ήταν η κοσμικότερη και αποτελούσε κέντρο συζητήσεων.
Από το μπαλκόνι γωνιακού κτιρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκφωνούσε τους λόγους του και δεχόταν τις επευφημίες ή τις διαμαρτυρίες του κόσμου.
Τοπωνύμια καί μνημεία, Ενετικά, Τουρκικά, Ελληνικά, ξύπνησαν μνήμες, μπέρδεψαν τους προσδιορισμούς του χρόνου κι αλλοίωσαν την αναγνωρισιμότητα του χώρου.
Δεν ήμουν πια στο παλιό λιμάνι της πόλης, τον υπ’ αριθμόν ένα τουριστικό προορισμό του Ν. Χανίων, μα σ’οποιοδήποτε λιμάνι του θλιβερού Αιγαίου, που φαντάζει σωτήριος προορισμός για τους ξεριζωμένους καβαλάρηδες της θάλασσας…
Ξαφνικά τα μουρμουρητά και τις φωνές μιας αόρατης κοσμοπλημμύρας κάλυψε η φωνή του μουεζίνη απ’ τον μιναρέ του Γυαλί Τζαμί και στο φως του εμβληματικού φάρου ξεχώρισαν σαν σκοτεινοί όγκοι, τα πρώτα πλεούμενα… Δεν ήταν καράβια, Ελληνικού ή Ξένου στόλου… βάρκες ήταν και λαστιχένια φουσκωτά και φτηνά πορτοκαλί σωσίβια, αυτά που χαρίζονται στους «ανταλλάξιμους» όλου του κόσμου… τότε και τώρα… Ένα τέτοιο σωσσίβιο δε φάνηκε χρήσιμο στο μικρό Σύριο με το τζην παντελονάκι και τα αθλητικά παπουτσάκια που τη σορό του ξέβρασε η θάλασσα σε κάποια παραλία και έκανε το γύρο του διαδικτύου πριν λίγα χρόνια, στοιχειώνοντας τις συνειδήσεις του κόσμου. Από τότε μέχρι σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται. «Φεβρουάριος 2022 κι ηχούν ξανά τα τύμπανα του πολέμου (…) η ανθρωπότητα αιώνες τώρα βηματίζει στο ίδιο πάντα αιματοβαμμένο μονοπάτι του μίσους, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα να αρθεί κάποτε στο ύψος της αγάπης για τον συνάνθρωπο».
Η συγγραφέας διαλέγει τη Σταθούλα «να μας μεταφέρει τα διλήμματα, τα αδιέξοδα, τον ανείπωτο πόνο και την απελπισία του ξεριζωμένου και κατατρεγμένου ανθρώπου»1.

Ένα ελαφρύ αεράκι που φύσηξε απ’ το βορρά διαλύοντας την αχλή της μνήμης, αποκάλυψε τον ιστό της Σημαίας στο Φιρκά. 1913!!! μου γνέφει… αξιόλογο σημειολογικό επιχείρημα, παρατηρώ κι αφήνω τα βήματα μου να με οδηγήσουν προς το σπίτι…

1 Μαρινέλλα Βλαχάκη, Σταθούλα ράφτρα εκ Πόντου, Θεατρικός μονόλογος 2022
2 Μαρινέλλα Βλαχάκη, ως κάτω στο βυθό, Ποιήματα 2020

*Η Κατερίνα Βαρανάκη
είναι φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα