Μια άγνωστη πτυχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας παρουσίασε χθες στο συνέδριο για τα 100 χρόνια Μικρασιατών στην Κρήτη (1922-2022), ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκος Βαφέας.
“Η ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΩΝ”.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βαφέας παρουσίασε «σειρά γεγονότων που έλαβαν χώρα στη δυτική Κρήτη κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τα οποία οδήγησαν στην συγκρότηση ενός πολυάριθμου σώματος “στασιαστών”, μετά το καλοκαίρι του 1921, το οποίο θα διαταράξει την τάξη στο νησί για πολλούς μήνες».
Σημείωσε ότι «σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες μορφές ένοπλης συλλογικής δράσης του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, οι οποίες ακόμα και όταν δεν έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ιστορικών έχουν ωστόσο αφήσει έντονα το αποτύπωμά τους στη συλλογική μνήμη του ντόπιου πληθυσμού, η “στάσις των ανυποτάκτων” δεν αποτελεί απλώς μια επιπλέον “σιωπή” της συμβατικής ιστοριογραφίας, εθνικής και τοπικής, αλλά έχει ουσιαστικά περάσει σήμερα και στη συλλογική λήθη του πληθυσμού της Κρήτης. Παρά τον πραγματικά μεγάλο αριθμό των λιποτακτών και των ανυποτάκτων στο νησί εκείνους τους μήνες, την ένταση της βίας που πολλοί από αυτούς άσκησαν κατά των Αρχών αλλά και κατά αμάχων, την ακόμα μεγαλύτερη έκταση της καταστολής που ασκήθηκε εναντίον τους αλλά και εναντίον των συγγενών τους από το κράτος, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής (τοπικών και εθνικών) που ήταν αφιερωμένα στα γεγονότα, η επιτόπια έρευνα που διεξήγαγα επί μακρόν στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια δεν με οδήγησε ούτε σε έναν συνομιλητή ο οποίος να έχει ακούσει έστω και κάτι για αυτά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι, με δεδομένο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έλαβε εν τέλει το εν λόγω ένοπλο κίνημα, η δράση των φορέων του εντάχθηκε τελικά στις “σιωπές” του εθνικού αφηγήματος».
Ο κ. Βαφέας, η μελέτη του οποίου έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο (“Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη”, εκδόσεις: αλεξάνδρεια) εξήγησε: «Ως γνωστόν, στις αρχές του 1921 η νεοκλεγείσα κυβέρνηση των Λαϊκών κήρυξε γενική επιστράτευση, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις της πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του ’20. Με δεδομένη τη μικρή προσέλευση στα όπλα των στρατευσίμων από τους νομούς Χανιών και Ρεθύμνης κυρίως, τον Σεπτέμβρη του 1921 κηρύσσεται μονομερώς στην Κρήτη, χωρίς όμως και να εφαρμοστεί προς το παρόν, ο Νόμος περί Ληστείας, ο οποίος προέβλεπε τον εκτοπισμό των συγγενών των ανυποτάκτων, μέχρι και τον έβδομο βαθμό συγγένειας. Σε αντίδραση προς τη μονομερή κήρυξη στο νησί του εν λόγω νόμου, οργανώνεται τον ίδιο μήνα στα Χανιά μεγάλο συλλαλητήριο, “ένοπλο” σύμφωνα με τον κυβερνητικό Τύπο της εποχής, το οποίο πετυχαίνει την προσωρινή ανάκληση του σχετικού διατάγματος. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο και με το δεύτερο αίτημα του συλλαλητηρίου, την απόσυρση του ναυτικού αγήματος που είχε στείλει η κυβέρνηση στα Χανιά, το οποίο παρέμενε στη θέση του. Έτσι, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, στα χωριά πέριξ των Χανίων θα συγκεντρωθεί ένα ένοπλο σώμα μερικών εκατοντάδων ανδρών, “ανυποτάκτων και λοιπών κακοποιών στοιχείων” σύμφωνα με τον φιλοκυβερνητικό Τύπο, το οποίο το πρωί της 21ης Νοεμβρίου θα βαδίσει κατά της τότε πρωτεύουσας του νησιού. Ακολουθεί τριήμερη μάχη με δυνάμεις του στρατού, της χωροφυλακής και τους άνδρες του αγήματος, τους οποίους καλύπτει με βολές κατά των στασιαστών και το σταθμευμένο στα Χανιά οπλιταγωγό “Μυκάλη”. Τελικά, στις 24 Νοεμβρίου οι στασιαστές θα αναγκαστούν να αποσυρθούν προς τα ορεινά. Κατά την υποχώρησή τους όμως, ομάδα ενόπλων θα επιτεθεί στις φυλακές του Ιτζεδίν και θα απελευθερώσει τους εκεί κρατουμένους, περίπου 120 βαρυποινίτες, οι οποίοι θα προσχωρήσουν στις δυνάμεις των στασιαστών».
Ακόμα, ο κ. Βαφέας, υπογράμμισε ότι «μέχρι και τον Αύγουστο του 1921, το φαινόμενο των ανυποταξιών και των λιποταξιών στην δυτική Κρήτη, παρά την ευρεία έκτασή του, δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό από τις Αρχές ως πραγματική απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης, για παράδειγμα, σε έκθεσή του προς την κυβέρνηση με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1921, το καθιστά σαφές: “Οι εν τω Νομώ Χανίων ανυπότακτοι δεν εξέρχονται πέραν της ανυποταξίας των εις τρόπον ώστε να αποβαίνωσιν κοινοί εγκληματίαι τελούντες άλλας αξιοποίνους πράξεις”. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μετατρέπει, από τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, τις ανυποταξίες και τις λιποταξίες σε “στάση” ή, με άλλα λόγια, τον λιποτάκτη και τον ανυπότακτο σε “αντάρτη”; Επιχειρώντας να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα ας σημειώσουμε επιγραμματικά ότι το στοιχείο που διαφοροποιεί αυτό που συνέβη στη δυτική Κρήτη από τον Νοέμβρη του 1921 έως τον Απρίλη του 1922 από άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις αδυναμίας του κράτους να εφαρμόσει τον μηχανισμό της υποχρεωτικής στρατολογίας είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η δράση των ανυποτάκτων παίρνει μια συντονισμένη μορφή, οργανώνεται και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, πολιτικοποιείται. Και πρωταγωνιστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να διαδραμάτισε, πριν απ΄ όλα, ένα ιδιότυπο στρατιωτικό δίκτυο το οποίο ήταν σε θέση να προσαρμόζεται τόσο στους καταναγκασμούς της τοπικής κοινωνίας όσο και σε αυτούς της κεντρικής πολιτικής σκηνής: το σώμα ασφαλείας Γύπαρη».
Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την έλευση, την εγκατάσταση και τη ζωή των πρώτων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στα Χανιά, το 1922, παρουσίασε η ειδική συνεργάτις των Γενικων Αρχείων του Κράτους, Ζαχαρένια Σημανδηράκη.
Οπως ανέφερε, «οι πρώτοι πρόσφυγες που είχαν φθάσει στα Χανιά με το ατμόπλοιο “Σμύρνη” στις αρχές Αυγούστου 1922 ήταν από τον Πόντο. Με απόφαση του Γεν. Διοικητή Κρήτης συγκροτείται επιτροπή, στην οποία ανατέθηκε η διενέργεια εράνων για τη συνδρομή τους, η οποία και απευθύνει αμέσως (3/8/1922) δραματική έκκληση για την περίθαλψη των Ποντίων ξεριζωμένων. Ο Δήμαρχος Χανίων φροντίζει ώστε να καταρτισθεί επίσης ανάλογη επιτροπή Κυριών, δημοσιεύονται εκκλήσεις της Νομαρχίας Χανίων, διενεργείται έρανος μεταξύ του προσωπικού του Δήμου, πολλοί εργάζονται υπεράνθρωπα για την ανακούφισή των Ποντίων. Αρχίζει όμως η έλευση των ξεριζωμένων Μικρασιατών. Με επιταγμένα ατμόπλοια αρχίζουν να φτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες που κατάγονταν από τα εκκενωθέντα τμήματα της Μ. Ασίας και που είχαν ακολουθήσει τον Ελληνικό Στρατό κατά την αποχώρησή του, για να αποφύγουν τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό». «Οι πρόσφυγες τοποθετούνται προσωρινά στο Στρατώνα δίπλα στον Κήπο, στα διάφορα διαμερίσματα της Μεραρχίας και στον Φιρκά, αλλά και στη Μουσουλμανική Σχολή της συνοικίας Καστέλλι και αλλού, διατυπώνονταν μάλιστα αμφιβολίες για την έναρξη των μαθημάτων των Σχολείων, αφού τα οικήματά τους ήταν κατειλημμένα από τους πρόσφυγες, ενώ υπήρχε και ο κίνδυνος της μετάδοσης επιδημικών νοσημάτων στους κατοίκους».
Σύμφωνα με την ίδια, «η κατάσταση των Μικρασιατών είναι απελπιστική και ελλείπουν και τα πιο στοιχειώδη είδη οικιακής χρήσης, ενώ ήταν απαραίτητα ρούχα και κλινοσκεπάσματα, έστω παλαιά και εφθαρμένα, μια και πλησίαζε ο χειμώνας. Αρκετοί Χανιώτες είχαν παραλάβει ορφανά προσφυγόπουλα στα σπίτια τους, αλλά για να προληφθούν δυσάρεστες καταστάσεις, ανακοινώνεται ότι κανείς δεν θα μπορούσε να παραλάβει γυναίκα ή κορίτσι πρόσφυγα στο σπίτι του, χωρίς τη γραπτή άδεια του Επισκόπου. Εκτενείς κατάλογοι με ονόματα ορφανών που παραλαμβάνονται από φιλάνθρωπους πολίτες δημοσιεύονται στον Τύπο, ενώ πραγματικές οάσεις συμπόνιας είναι η βοήθεια εύπορων ευαισθητοποιημένων πολιτών».
«Μέσα από τη δυστυχία, τις στερήσεις και την αναστάτωση της πόλης των Χανίων, αναδύεται ο Σμυρνέϊκος θίασος του Ζαχαρία Μέρτικα που εγκαταστάθηκε στα Χανιά αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1922», σημείωσε ακόμη η κα Σημανδηράκη.
Εισηγήσεις στο συνέδριο είχαν επίσης ο διδάκτωρ Ιστορίας, υπεύθυνος ιστορικών αρχείων Μουσείου Μπενάκη, Τάσος Σακελλαρόπουλος, ο γενικός διευθυντής της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, Κωνσταντίνος Ζορμπάς, ο νομικός Κωνσταντίνος Κατερινόπουλος, κ.α.