30.1 C
Chania
Κυριακή, 3 Αυγούστου, 2025

Στάχτη στο στόμα

»  Brenda Navarro (µτφρ. Ασπασία Καµπύλη, εκδόσεις Carnívora)

Βάζω να παίζει στο βάθος µουσική. Vampire Weekend, που ο Ντιέγο, ο αδερφός της αφηγήτριας, άκουγε εµµονικά. Τραγούδι εκκίνησης το Sympathy, µε τον στίχο: I think I take myself too serius, it’s not that serius. Ύστερα αντιγράφω τις πρώτες τρεις γραµµές: «∆εν το είδα, αλλά είναι σαν να το είδα, επειδή το έχω να µου σφυροκοπάει το µυαλό, να µη µ’ αφήνει να κοιµηθώ. Η ίδια πάντα εικόνα: ο Ντιέγο να πέφτει και ο ήχος του κορµιού του που τσακίζεται στο έδαφος».

Η Ναβάρο, µέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριάς της, δεν χάνει χρόνο σε εισαγωγές, σε χωροχρονικές ξεναγήσεις, σε εισαγωγή των προσώπων του δράµατος σταδιακά στη σκηνή, δεν καταφεύγει σε µια χρονικά γραµµική ανάληψη από το παρελθόν, πριν ο Ντιέγο αυτοκτονήσει τελικά, πριν βρεθούν µε την αδερφή του στην Ισπανία, ακολουθώντας εννιά χρόνια µετά τη µητέρα τους, που πρώτη εγκατέλειψε το Μεξικό, γυρεύοντας κάτι καλύτερο, ούτε επιθυµεί να παίξει το χαρτί της ανατροπής που θα ξάφνιαζε τον αναγνώστη και θα επενεργούσε µε τρόπο διαφορετικό στο θυµικό του, επιτρέποντας στην ιστορία συνολικά να λειτουργήσει µε τρόπο διαφορετικό, όχι, τίποτα από αυτά, από την πρώτη κιόλας γραµµή η αυτοκτονία του Ντιέγο αποτελεί γεγονός, ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την αδερφή του, δεν την αφήνει να κοιµηθεί, δεν την εγκαταλείπει, δεσµεύει τη σκέψη και τη µνήµη της γύρω από εκείνη τη βουτιά στο κενό, τι προηγήθηκε, πώς ο Ντιέγο βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να αιωρείται στο κενό πριν το σώµα του συντριβεί στο κράσπεδο στον περίβολο της πολυκατοικίας.

Τρία χρόνια πριν, διάβασα τα Άδεια σπίτια, το πρώτο µυθιστόρηµα της Ναβάρο, µια παράλληλη διπλή αφήγηση δύο γυναικών, που η µία έχασε το παιδί της που έπεσε θύµα απαγωγής, και η άλλη βρέθηκε µε ένα παιδί. Η φράση «µου άρεσε» για βιβλία όπως εκείνο αλλά και αυτό στέκει αµήχανη ως απάντηση στην ερώτηση «πώς σου φάνηκε το βιβλίο αυτό;», τι µπορεί να σου άρεσε πέρα από µια φιλολογική προσέγγιση γεµάτη από τεχνικές αρετές για τον τρόπο µε τον οποίο οργάνωσε και υλοποίησε την κατασκευή η συγγραφέας και ακολούθως διαχειρίστηκε τα πρόσωπα και την ιστορία, το συναίσθηµα στην αφηγηµατική φωνή, το νεύρο και την ανάγκη να ειπωθεί η ιστορία, και τέλος, πάντα σηµαντικό για µένα, το αν διέκρινα µια βεβιασµένη απόπειρα εκβιασµού του συναισθήµατος, αυτά ναι, µπορεί να µου άρεσαν ή να τα βρήκα του γούστου µου ή να κούµπωσαν µε την αναγνωστική µου ανάγκη, αλλά διαφορετικά, πέρα από αυτά τα κάπως τεχνικά και θεωρητικά, το «µου άρεσε» δεν µπορεί να σταθεί, σαν τι να µου άρεσε από αυτόν τον διάχυτο ζόφο.

Ο ρεαλισµός στη λογοτεχνία συνήθως εµπεριέχει πόνο και δυστυχία, εκτός και αν πρόκειται για τον ρεαλισµό των προνοµιούχων, που και εκεί εντοπίζεται πόνος και δυστυχία, το προνόµιο, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως µια τάφρος. Πάρτε για παράδειγµα τον ρεαλισµό στα έργα του Ουελµπέκ, οι ήρωες τους πάσχουν από δυστυχία και συναφή δυσβάσταχτα συναισθήµατα, διαθέτουν όµως προνόµια που δηµιουργούν µια διχοτόµηση εντός της ενσυναίσθησης, κατανόηση της δυστυχίας από τη µια, απουσία διάθεσης να τους συντρέξεις από την άλλη, αφού έχουν τη δυνατότητα να βρουν ή έστω να αναζητήσουν µε βοήθεια την έξοδο από τον σκοτεινό λαβύρινθο.

Οι περισσότερες γυναίκες στο Στάχτη στο στόµα, όλες φτωχές, κάποιες µετανάστριες, αναγκάζονται να ζουν εσωτερικές σε σπίτια φροντίζοντας γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειµµένους από τις οικογένειές τους, επάγγελµα των ύστερων χρόνων, απ’ όταν η οικογένεια έπαψε να ζει µε όλες τις γενιές κάτω από την ίδια στέγη, επάγγελµα ιδιαιτέρως χαµηλά στην πυραµίδα της µισθωτής εργασίας, χωρίς διάκριση χρόνου µεταξύ της εργασίας και της προσωπικής ζωής, ίσως µε ένα ρεπό την εβδοµάδα, κάποιων ωρών, µια γυναίκα που θυσιάζεται για να µπορεί να στέλνει χρήµατα στην οικογένειά της, αυτό και µια τηλεφωνική επικοινωνία είναι οι µόνοι ορατοί δεσµοί εκείνης και της οικογένειάς της, συχνά εκατοντάδες χιλιόµετρα µακριά, σε µια άλλη ζωή. ∆εν είναι, σίγουρα δεν είναι, οι µόνες κοινωνικά αόρατες, µια ακόµα δουλειά που η πλειοψηφία αποστρέφει το βλέµµα, κάνοντας πως δεν βλέπει, συζητώντας µόνο για το δυσβάσταχτο ύψος του µηνιαίου αντιτίµου, που ωστόσο αν διαιρεθεί µε βάση τις ώρες απασχόλησης το πηλίκο θα είναι σιχαµερά χαµηλό, σχεδόν ανύπαρκτο, ισχυρίζονται πως τα έχουν όλα, ένα σπίτι να κοιµούνται, λογαριασµούς πληρωµένους, φαγητό επίσης, λες και µιλάνε για κάποιον σε διακοπές, εκνευρίζονται όταν εκείνες φεύγουν µην αντέχοντας πια ή έχοντας βρει κάτι άλλο που µοιάζει πιο θελκτικό, χρησιµοποιούν, µάλιστα, έναν χαρακτηρισµό που ευδοκιµεί στους κύκλους του προνοµίου, αχάριστη, την αποκαλούν, που εκείνοι τόσα της έδωσαν και εκείνη δεν τα εκτίµησε. Νοµίζω καταλαβαινόµαστε, σωστά;

Ας είµαι ειλικρινής. ∆εν µπορώ να φανταστώ ούτε πώς είναι µια τέτοια ζωή, όπως αυτή των γυναικών του Στάχτη στο στόµα, η διαρκής αγωνία για επιβίωση, ούτε πώς είναι να αυτοκτονεί ο αδερφός σου, πώς µοιάζει αυτή η διαρκής κραυγή υπενθύµισης πως κάτι θα µπορούσες να έχεις κάνει γι’ αυτό. ∆εν µπορώ οπότε να είµαι «αντικειµενικός» κριτής της πιστότητας του ρεαλισµού, της αληθοφάνειας στους χαρακτήρες και στο συναίσθηµά τους, διαβάζω (και) το βιβλίο αυτό υπό το πρίσµα του προνοµίου µου και των όσων αυτό σέρνει ξοπίσω του. Εν γνώση µου ξέρω πως αυτή η απόσταση της ενοχής ίσως διαβάλλει τα όποια αµιγώς λογοτεχνικά κριτήρια διαθέτω, πως ίσως η λύπηση, και όχι η ενσυναίσθηση, να παραµορφώνει την εικόνα. Και αυτό το συναίσθηµα, η λύπηση, είναι εδώ ένα διακύβευµα, ίσως το κυρίαρχο, µια παντελώς παθητική διεργασία, ένα αχ τις καηµένες, τι κρίµα, πόσο άδικο, το οποίο συµπληρώνεται από ένα δυστυχώς έτσι είναι η ζωή και τι να κάνεις, σαν η φτώχεια και η αδικία να αποτελούν ένα φυσικό νόµο.

Και η δικαιολογία, απαραίτητη για την επιβίωση µε ήσυχη τη συνείδησή µας, παίρνει διάφορες µορφές. Πιο συνήθης είναι εκείνη που αφήνει απέξω το δικό µας προνόµιο και βάλλει κατά εκείνου της δηµιουργού, σκεφτόµαστε πως «εκµεταλλεύεται» µια αλλότρια δυστυχία, εκείνη των προσώπων του δράµατος, την κατηγορούµε για όσα σκεφτόµαστε και µας χαλάνε τη σούπα της δικής µας γαµατοσύνης, εκµεταλλεύεται, βγάζουµε και τα εισαγωγικά, την ανθρώπινη δυστυχία, καταφεύγει στο misery porn. Επικαλούµαστε, ακόµα ακόµα, την κυρίαρχη αφήγηση, εκείνη που για αιώνες όρισε το καλό και το κακό στη λογοτεχνία αλλά και στην αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης µέσω αυτής, λέµε, και δεν ντρεπόµαστε, πως είναι υπερβολική, πως επιχειρεί να µας εκβιάσει και τα λοιπά και τα λοιπά, γενικά λέµε, λέµε πολλά. Γινόµαστε και κριτές ερευνητές, αµφισβητούµε το µέγεθος της επικρατούσας αδικίας, αλλοιώνουµε την κλίση της ανηφόρας που κάποιοι πρέπει να ανεβούν για να επιβιώσουν. Ακόµα πιο συχνά, αποστρέφουµε απλώς το βλέµµα, λέµε πως µια τέτοια λογοτεχνία (συχνά βάζουµε εισαγωγικά για έµφαση) δεν µας αφορά.

Η λογοτεχνία, επιµένω, ως αναγνωστική εµπειρία δεν είναι µονοδιάστατη, δεν διέπεται από µια αντικειµενικά ορισµένη ικανοποίηση φιλολογικών απαιτήσεων, η λογοτεχνία, ως αναγνωστική εµπειρία, αφορά άµεσα την εικόνα και τη θέση µας στον κόσµο, µε κυρίαρχη εκείνη που διαφοροποιεί τους ανθρώπους γενικά, και όχι µόνο λογοτεχνικά, και έχει να κάνει µε το αν γυρεύουµε (επιζητούµε, αγωνιούµε για) µια διαρκή επιβεβαίωση των βεβαιοτήτων µε τις οποίες έχουµε οπλιστεί ή αν είµαστε διατεθειµένοι να αναµετρηθούµε µε διαφορετικές εκφάνσεις, σκέψεις και ιδέες, που πιθανόν να µας ξεβολέψουν, ίσως και ανεπανόρθωτα, ίσως και οριστικά. Όλα τα παραπάνω µου µοιάζουν, ώρες-ώρες, κλισέ, η εµπειρία στον έξω κόσµο, ωστόσο, µάλλον επιβάλλει τη συχνή και πυκνή επανάληψή τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τεχνικής φύσεως χαρακτηριστικό στο βιβλίο της Ναβάρο, εκείνο σίγουρα θα ήταν η ικανότητά της να διατηρεί τον ρυθµό και την ένταση σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να χαλαρώνει και να κάνει κοιλιά. Ένα ακόµα θα ήταν η ικανότητά της να κειµενοποιήσει το αποπνικτικό αίσθηµα του εγκλωβισµού στη συνθήκη της αφηγήτριας, εκεί που ο χρόνος κάθε άλλο παρά γραµµικά κυλά και οι σκέψεις αναδύονται άναρχα, κάτι που αποδεικνύεται καθοριστικό ως προς το αληθοφανές και επιτακτικό της αφηγηµατικής φωνής. Το Στάχτη στο στόµα ξεχωρίζει ανάµεσα στους υπόλοιπους τίτλους των πολύ καλών εκδόσεων Carnívora και η µετάφραση της Ασπασίας Καµπύλη συµβάλλει ιδιαιτέρως σ’ αυτό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα