Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Σκέψεις… από μιαν εθελόντρια

Τα προμηνύματα, οι αποκλεισμένοι τα λάβαιναν. Και τα εξηγούσαν σωστά. Πως το μοναστήρι δηλ. θα έπεφτε. Μα κανείς δεν θέλησε να φύγει, να λακίσει, να σώσει την ζωή του. Όλοι έμειναν εκεί, πιστοί στο καθήκον και στις ιδέες τους.

Σαν κηρύχτηκε η Επανάσταση του 1866, η Επαναστατική Επιτροπή συγκεντρώθηκε στο Ρέθυμνο, στο μοναστήρι τα Αρκαδιού να αποφασίσει για το τί έπρεπε να γίνει. Μετά γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά, που καταλάβαιναν τον χαλασμό και την καταστροφή που θα ακολουθούσε, μαζεύτηκαν κι αυτά στον ίδιο τόπο. Νόμιζαν, βλέπετε, πως εκεί μέσα θα ήταν προστατευμένα.

Ο Μουσταφά πασάς που ήταν επικεφαλής των Τουρκικών στρατευμάτων και που τον έλεγαν Γκιριτλή (Κρητικό), επειδή βρισκόταν στο νησί από το 1820, στέλνει στον ηγούμενο Γαβριήλ, μήνυμα. Του ζητά να διώξει την επιτροπή και να του παραδώσει τα όπλα. Ο ηγούμενος απαντά: Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι: Ένωση με την Ελλάδα ή Θάνατος.

Η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Ο Γκιριτλής επιτίθεται στις 8 του Νοέμβρη με 15,000 στρατό εναντίον της μονής. Μέσα στον χώρο της είναι κλεισμένοι 964 άνθρωποι. Από αυτούς μόνο οι 259 «ήτανε του πολέμου». Οι άλλοι είναι γυναικόπαιδα, γέροντες και ανήμποροι. Μετά από γενναία αντίσταση δυό ημερών, οι Τούρκοι καταφέρνουν να μπουν στο μοναστήρι. Οι υπερασπιστές του, τους παρασύρουν στην πυριτιδαποθήκη όπου ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης βάζει φωτιά στο μπαρούτι και την ανατινάζει. Η έκρηξη σκοτώνει πολλούς Χριστιανούς, πάρα πολλούς Τούρκους και σηκώνει την Κρητική Επανάσταση στα ύψη. Στην συλλογική συνείδηση το Αρκάδι έχει αναχθεί στην σφαίρα του μύθου και σίγουρα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις του Κρητικού ζητήματος.

Παλιά ιστορία, που εγώ και όλοι οι συγκαιρινοί μου, την ξέρομε καλά. Σήμερα ωστόσο θα ήθελα να σας μιλήσω για τις ιστορίες του Αρκαδιού, για τα γεγονότα δηλ. που γράφονται με μικρά γράμματα δίπλα στις λαμπρές σελίδες. Που ωστόσο δείχνουν πολλά. Το ποιόν του λαού, που πολεμά. Την ήθος και τις αξίες που κουβαλάει. Αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω τα σχετικά με τον αγώνα στο Αρκάδι και συγκλονίζομαι από τις ιστορίες των ανθρώπων και την στάση ζωής που επιλέγουν.

Σημάδια για την επικείμενη καταστροφή υπήρχαν από τον προηγούμενο καιρό. Τα διάβαζαν, όσοι γνώριζαν, στην σπάλα των σφαχτών. Το ψυχανεμίζονταν όταν τα βράδια ο ουρανός γέμιζε διάττοντες αστέρες, Όσοι ήξεραν έλεγαν, πως τόσες όσες και τα πεφταστέρια, θα είναι οι ψυχές των σκοτωμένων.

Μια μαύρη σκύλα, λένε, βύζαινε τα κουλούκια* της κάτω από την Αγία Τράπεζα. Κι ένα μελίσσι έφτιαχνε πίτες* στο βημόθυρο της εκκλησιάς. Το καταλάβαιναν οι πολιορκούμενοι πως τούτη η ιστορία του Αρκαδιού δεν θάχει καλό τέλος. Όταν και την τελευταία βραδιά καταύγασε ο ουρανός και φανήκανε πάλι τα πεφταστέρια, το ξέρανε πια με βεβαιότητα. Μα δεν αλλάξανε. Τίποτα δεν τους σταμάτησε. Δεν τους έκαμψε το ηθικό. Η απόφαση ήταν μία: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ και την υπερασπίζονταν με γέλια, καλαμπούρια και απίστευτο σθένος.

Τις δυό μέρες που κράτησε ο αγώνας στο Αρκάδι καταγράφεται ένα παράξενο γεγονός. Σε όλη την περιοχή κοντά στο μοναστήρι, παρ όλο που ήτανε Νοέμβρης, είχε ήλιο. Μα στα γύρω ψηλώματα πέρα από το δραγατοκάλυβο, τα αμπέλια και τις κουκουναριές έβρεχε καταρρακτωδώς. Τόσο που αυτοί που ήθελαν να βοηθήσουν τους αποκλεισμένους δεν μπορούσαν, γιατί είχαν βραχεί και αχρηστευτεί τα όπλα τους (που δούλευαν με τσακμακόπετρες). Μάταια οι από μέσα περίμεναν την συνδρομή τους.

Την νύχτα της 8ης Νοεμβρίου από το μοναστήρι φύγανε «ωκύποδες»* αγγελιαφόροι. Αγγελιαφόροι απελπισίας, να πάνε να πούνε πως το Αρκάδι βαστά ακόμα, μα όχι για πολύ. «Προφτάξτε» γράφανε στους απέξω. Σαν παραδώσανε τα μηνύματα, οι μαντατοφόροι μπορούσαν να φύγουν. Κανείς δεν τους υποχρέωνε να γυρίσουν πίσω. Ίσως μόνο η τιμή και η αξιοπρέπεια. Ο Αδάμ Παπαδάκης γύρισε στο Αρκάδι πριν ξημερώσει και μπήκε ξανά μέσα. Ο Παπά Κρανιώτης είχε να πάει μακρύτερα και άργησε να επιστρέψει. Ήταν χάραμα πια και οι Τούρκοι τον πήρανε χαμπάρι. Τον καταδίωξαν με πυροβολισμούς και δεν τον άφησαν να μπει.

Μα και οι γυναίκες, που ήταν μέσα, δεν έμεναν άπραγες. Φρόντιζαν τραυματίες , μοίραζαν νερό έφτιαχναν μπαρουτόβολα. Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη αεικίνητη περνούσε σαν αερικό ανάμεσα στους σκοτωμένους Τούρκους, μάζευε από πάνω τους ό,τι πυρομαχικά κουβαλούσαν και μετά τα μοίραζε στους δικούς μας. Κι όπου έβλεπε βρασμένο τουφέκι το έπαιρνε και το έτριβε με λεμονόφυλλα για να το κρυώσει. Μετά, αψηφώντας τα βόλια, έτρεχε να στελιώσει το μπαϊράκι του γιού της, κάθε φορά που οι Τούρκοι, βάζοντάς το σημάδι, έσπαγαν το κοντάρι του.

Μέσα στο μοναστήρι ήταν και ο Γιώργης Σαουνάτσος. Ένας ψηλός ωραίος και λεβέντης άνδρας από το Αμάρι. Σαν ήθελαν, λέει, να ορκιστούνε οι χωριανοί του «μα την ωραιότη του Σαουνάτσου» έλεγαν. Ετούτος είχε μιαν άσπρη φοράδα ξακουστή για την ομορφιά της. Σαν έβγαιναν στο σεργιάνι δεν ήξερες ποιόν να πρωτοθαυμάσεις. Τον άνθρωπο ή το ζωντανό. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση ο Σαουνάτσος μπήκε στο Αρκάδι, μαζί με την φοράδα. Το έμαθε ο Μουσταφά πασάς και του μηνά . «Στείλε μου τη φοράδα και θα κανονίσω να φύγεις ζωντανός. Κανείς δεν θα σε πειράξει». Ο Σαουνάτσος δεν απαντά. Μόνο το πρωί σαν ξημέρωσε, σε μια διακοπή της μάχης, φέρνει τη φοράδα μπροστά στην πόρτα του μοναστηριού. Καλεί και τους ορτάκηδες*. Τους κερνά ένα κομμάτι τυρί και μια ρακί.

Αγκαλιάζονται, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, πίνουνε όλοι για τον θάνατο που τους περιμένει και για την λευτεριά που αυτοί δεν θα την χαρούν. Μετά πλησιάζει τη φοράδα. Την χαϊδεύει, της γλυκομιλά. Την φιλεί στον άσπρο το λαιμό και της ζητά συγχώρεση. Ύστερα τραβά το μαχαίρι από τη θήκη.
«Καλλιά σκοτωμένη παρά τουρκεμένη», φωνάζει. Και την σφάζει.

Όλοι ήξεραν ποιο θα είναι το τέλος τους, όταν θα έπεφτε το μοναστήρι. Γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης: «Πολλές μανάδες με τα παιδιά τους τρέχαν εκεί στην πυριτιδαποθήκη θεληματικώς. Ένα μικρό κορίτσι, βαστώντας στο χέρι ένα φανάρι, έφερνε γύρο τα κελαρικά και τις αποθήκες και ρωτούσε: «Ποιος θέλει να έρθει στο λαγούμι;» Στο ξεμεσημέριασμα, πούδειχνε πως όπου νάναι γκρεμίζεται η σιδερόπορτα, ακούστηκε η φωνή του Κωνσταντή του Γιαμπουδάκη από το Άδελε. «Όποιος αγαπά την τιμή του νάρθει να καούμε μαζί!»

Γυρίσανε και τον είδανε να κατεβαίνει από τα κλάουστρα* κουτσαίνοντας, με την πιστόλα στο χέρι. Ήταν ένας λεβένταρος, δυνατός σαν καπλάνι, πούχε τρέξει να κλειστεί στο Αρκάδι γιατί τον προσκαλέσανε δυό αδελφοχτοί του. Ένας κοντοχωριανός του τον παρακίνησε παραΰστερα να φύγουν, όταν έγινε φανερό πως θα πατηθεί το μοναστήρι. «Εγώ δεν φεύγω-του αποκρίθηκε- λυπούμαι τα γυναικόπαιδα και στην ανάγκη θα καώ μαζί τους». Στην φωνή του τρέξαν οι φαμελιές πατείς με- πατώ σε, που καργάρισε η μπαρουταποθήκη, ανώγι και κατώγι».

Τέτοιοι άνθρωποι ήταν αυτοί που κλείστηκαν μέσα στο Αρκάδι. Το φρόνημα και το μεγαλείο ψυχής τους, μαρτυρούνται από τις πράξεις τους και τον τρόπο που αντιμετώπισαν την συμφορά. Πολέμησαν για την ελευθερία, την τιμή και την αξιοπρέπειά. Προτίμησαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν χωρίς αυτές. Δεν είναι τυχαίο μετά από όλα αυτά, που το Αρκάδι έχει τέτοια περίοπτη θέση στην συλλογική μνήμη σε όλον τον κόσμο.

Γλωσσάρι

*κουλούκι= σκυλάκι
*πίτα= κηρήθρα
*ωκύπους= γοργοπόδαρος
*ορτάκης= σύντροφος, φίλος
*κλάουστρα= περίαυλος, συνεχείς στοές γύρω από την αυλή της μονής


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα