20.4 C
Chania
Κυριακή, 25 Μαΐου, 2025

Σαν αέρας

»  Ada D’Adamo (µτφρ. ∆ήµητρα ∆ότση, εκδόσεις Ψυχογιός)

Το Σαν αέρας ήξερα πως θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό συναισθηµατικά, φοβόµουν τον εκβιασµό, ας µην κρύβοµαι, ήταν ο κύριος λόγος που δεν το τραβούσα από τη στοίβα µε τα προς ανάγνωση. Πια, έχει λήξει µέσα µου η διαµάχη υπέρ ή κατά της αυτοµυθοπλασίας. Σ’ ένα άλλο µυθιστόρηµα, που πολύ µου άρεσε, βρισκόταν η απάντηση στον τίτλο του, αναφέροµαι στο Ας πούµε πως είµαι εγώ της Βερόνικα Ράιµο (µτφρ. ∆ήµητρα ∆ότση, εκδόσεις ∆ώµα). ∆εν είναι καµία πρωτοποριακή και πρωτότυπη σκέψη πως όταν εκκινούµε να αφηγηθούµε κάτι, ακόµα και αν αυτό όντως συνέβη, η αφήγηση περνά στην επικράτεια της µυθοπλασίας· µυθοπλαστικός είναι ο τρόπος της µνήµης. Άλλωστε, εµένα τουλάχιστον, ποτέ δεν µε απασχόλησε αν µια ιστορία όντως συνέβη ή αν αποτέλεσε προϊόν φαντασίας, δεν έχω στο γραφείο µου µεγεθυντικό φακό ώστε να ελέγξω την ειλικρίνεια σε κάθε λεπτοµέρεια, δεν το θέλω κιόλας, δεν µε νοιάζει.

Συνοπτικά η πλοκή στο Σαν αέρας: Η Άντα Ντ’Άνταµο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της· η Ντάρια, η κόρη της, γεννήθηκε µε αναπηρία, παρά το πλήθος των προγεννητικών εξετάσεων. Η ίδια διαγνώστηκε µε καρκίνο κάποια χρόνια αργότερα. Λίγες µέρες µετά την ανακοίνωση πως το βιβλίο της ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Στρέγκα, πέθανε, η βράβευση έγινε εκ των υστέρων.

Αυτά τα γνώριζα, γι’ αυτό ήµουν βέβαιος για τη συναισθηµατική σκληρότητα, γι’ αυτό είχα λόγους να φοβάµαι τον εκβιασµό, τι να σου αρέσει σε µια τέτοια ιστορία, πώς, ταυτόχρονα, να µπορέσεις να την κρίνεις µε κριτήρια αµιγώς λογοτεχνικά και όχι ανθρώπινα, της ενσυναίσθησης ή των καλών τρόπων, του φαίνεσθαι όπως και να ‘χει.

Από τις πρώτες σελίδες, εξαιτίας της απεύθυνσης της Άντα στη Ντάρια, η σκέψη µου τριγυρνούσε στο Γράµµα σ’ ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ της Φαλάτσι, βιβλίο που διάβασα αρκετά νωρίς στην αναγνωστική µου ζωή, βιβλίο που βρισκόταν στη µητρική βιβλιοθήκη και ο τίτλος του πυροδοτούσε υποσυνείδητα υπαρξιακά ερωτήµατα, που εκ των υστέρων µόνο και από απόσταση αναδύονται στην επιφάνεια.

Η ολοένα και αυξανόµενη ιδιωτεία αναπόφευκτα επηρεάζει και τη λογοτεχνία. ∆ιακρίνω και ακούω τη µοµφή, τέτοια είναι η λογοτεχνία που έχουµε ανάγκη; Η ιδιωτεία του ποµπού, ωστόσο, ενίοτε βρίσκει πατήµατα στην ιδιωτεία του δέκτη, το κοινό έδαφος εκτείνεται, µικρότερης ή µεγαλύτερης έκτασης. Εδώ, στο κοινό αυτό έδαφος, γυρεύω, εκ των υστέρων συνήθως, την έλξη που µια προσωπική ιστορία µου γέννησε, προφανώς από τη στιγµή που υπήρξε λογοτεχνική ικανοποίηση, αλλιώς τίποτα από αυτά δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη σηµασία.

Ας πούµε εδώ, νιώθω το ερώτηµα: γιατί σε µένα· να διατρέχει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Όσο ο κόσµος εξορθολογίζεται και η επιστήµη διαθέτει περισσότερες απαντήσεις, τόσο αυτό το ερώτηµα µε τον µεταφυσικό µανδύα ριγµένο στους ώµους εντείνεται, γιατί σ’ εµένα; Οι στατιστικές πιθανότητες ένα παιδί να γεννηθεί µε αναπηρία ολοένα και µειώνονται, κάθε µέρα η έρευνα και η πρόοδος ευθύνονται γι’ αυτό, κι όµως ακόµα γεννιούνται παιδιά µε κάποια αναπηρία, τόσες ελάχιστες, σχεδόν µηδενικές πιθανότητες στο εκατοµµύριο, τόσα ελάχιστα, σχεδόν µηδενικά περιστατικά σε παγκόσµιο επίπεδο. Όταν κάτι συµβαίνει σε εµάς, το ελάχιστο, σχεδόν µηδενικό ποσοστό της στατιστικής γίνεται αυτόµατα εκατό τοις εκατό, τα νούµερα στέκουν παραπέρα, όχι µόνο άχρηστα, αλλά επιπλέον επιβαρυντικά στο ερώτηµα: γιατί σ’ εµένα;

Και δεν είναι εύκολο ή απλό να διαχειριστεί κανείς αυτό το γιατί σ’ εµένα, ίσως µόνο αν η πίστη του σε µια ανώτερη δύναµη του επιβάλλει να το βουλώσει και να το αποδεχτεί ως σχέδιο του θεού που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί να το κατανοήσει και που ακόµα και η απόπειρα για κατανόηση φλερτάρει έντονα µε την ύβρη.

Εκτός από το γιατί σ’ εµένα, παρόν είναι και το γιατί σ’ εσένα. Η Ντάρια γεννήθηκε έτσι, καταδικασµένη να υποφέρει, καταδικασµένη να µην µπορεί να επιβιώσει αυτόνοµα. Τι θα γίνει αυτό το παιδί όταν οι γονείς του πεθάνουν; Επιπρόσθετο βάρος στους ώµους. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση έχει ένα διπλό σκοπό, να γυρέψει απαντήσεις στο γιατί σ’ εµένα, να απολογηθεί στο γιατί σ’ εσένα. Υποκειµενική υπόθεση συγγραφικών προθέσεων, προφανώς.

Αν επιχειρήσουµε να διακρίνουµε το γιατί έγινε αυτή η αφήγηση, νοµίζω πως µε βεβαιότητα θα βρεθούµε να συζητούµε εκτός πλαισίου, δικαιώµατα και δικαιωµατισµοί θα ακουστούν, ελευθερία της έκφρασης και δικτατορία της ελευθερίας της έκφρασης, επίσης. Ίσως, και εδώ, το πώς να είναι µια διαδροµή µε πιο ενδιαφέρουσα θέα. Σκέφτοµαι εµένα. Είµαστε, είπαµε, στην επικράτεια της ιδιωτείας. Όση ενσυναίσθηση και αν γεννηθεί από την αφήγηση της Άντα, άχρηστη θα είναι για εκείνη, και γιατί είναι πια νεκρή, εκτός όλων των άλλων.

∆ιαβάζοντας την ιστορία αυτή, µε συναισθηµατική δυσκολία στην αναπνοή, δεν ένιωσα πως επιχειρείται εκβιασµός, ούτε σύγκριση: κοίτα πόσο χάλια υπήρξε η δική µου ζωή, τι να µου πεις κι εσύ. Αυτό το τελευταίο ίσως να είναι η παγίδα, το καίριο ζητούµενο, ίσως η αναγνωστική ανωριµότητα που θεωρεί εαυτόν τον υπ’ αριθµόν ένα δέκτη της κάθε αφήγησης. Η Άντα προφανέστατα δεν έγραψε το Σαν αέρας έχοντας εµένα κατά νου. Μη γελάτε, σας παρακαλώ.

Η ανάγνωση λογοτεχνίας, σε συνάθροιση µε την ίδια τη ζωή, µας φέρνει αντιµέτωπους µε τη δυστυχία, µε σκληρές ιστορίες. Καθώς τα χιλιόµετρα κυλούν ολοένα και πιο δύσκολα εντυπωσιαζόµαστε, γινόµαστε σκληρόπετσοι. Το ξέρω, αυτή η σκέψη απέχει πολύ από τη σωτηρία µέσω της ανάγνωσης, υπονοµεύει µε βόµβες διασποράς το εσωτερικό του µπούνκερ που θα έπρεπε να µας προστατεύει από τον έξω κόσµο, τον σκληρό και ζοφερό κόσµο. Όµως αυτό συµβαίνει.

Θέλω να πω πως το περιεχόµενο της ιστορίας, τα δεινά της Άντα και της Ντάρια δηλαδή, µε αφήνουν, όσο και αν µε κάνει να νιώθω άσχηµα που το παραδέχοµαι, αδιάφορο. Θα προτιµούσα ίσως να µην ξέρω. Ταυτόχρονα ξέρω τόσα πολλά που αυτά τα δεινά είναι απλώς ακόµα µερικά στον σωρό. Και όµως (και) αυτό το βιβλίο υπήρξε σηµαντικό. Ακόµα και για την επιβεβαίωση της σκληροπετσιάς µου, για την αδιαφορία µου, γιατί µόνο όταν σκεφτόµουν κάτι αντίστοιχα δικό µου γούρλωνα τα µάτια να το ρουφήξω. Η λογοτεχνία δεν µας κάνει καλύτερους ανθρώπους, µακάρι να ήταν τόσο απλό. Καθένας διαβάζει για τους δικούς του λόγους. Έτσι κι εγώ. Ένας από αυτούς είναι γιατί νιώθω πως µε γνωρίζω καλύτερα. Κλισέ και αυτό, το ξέρω. Προτιµώ την έµµεση οδό της λογοτεχνίας από εκείνη την πιο άµεση του δοκιµίου. Η στιγµή που από το τίποτα, θαρρείς, θα ξεπηδήσει κάτι, είναι µοναδική.

Ο τρόπος της Άντα να δοκιµάσει να απαντήσει στο γιατί σ’ εµένα, ερµητικά προσωπικός και επικεντρωµένος στην ιδιωτικότητα, δηµιούργησε ένα εµβαδό που ένιωσα να το µοιράζοµαι, καίτοι τίποτα αντίστοιχης σκληρότητας δεν µου έχει συµβεί, η σύγκριση, είπαµε παραπάνω, δεν ανήκει εδώ. Και ο τρόπος της, εκτός όλων των άλλων, περιέχει και διακειµενικές αναφορές, η Ερνό και η Ντιντιόν µεταξύ άλλων. Και αυτά τα διακειµενικά νήµατα έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω σκέψεις µου, τον τρόπο που η ιδιωτεία του ποµπού έρχεται και συναντά εκείνη του δέκτη, και όταν αυτό συµβαίνει µε αρκετούς δέκτες τότε η ιδιωτεία του ποµπού αποκτά έναν χαρακτήρα οικουµενικό, χωροχρονικά σύγχρονο. Και, παράδοξα ίσως, αυτό έχει περισσότερες πιθανότητες να συµβεί όσο µεγαλύτερη ιδιωτεία διαθέτει η αφήγηση. Γιατί είναι άλλο πράγµα ο ευαγγελισµός, η ντουντούκα της γνώσης µιας µεγάλης αλήθειας, αυτό ναι, καταλήγει να είναι ασύνδετη ιδιωτεία και απόπειρα επιβολής, όπως αυτή συναντάται στην πλειοψηφία των βιβλίων αυτοβοήθειας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα