■ µονόλογος πουλιού σε κλουβί
Νοµίζετε ότι τραγουδάω για ‘σας.
Ακούτε τη φωνή µου το πρωί και χαµογελάτε πίνοντας µικρές γουλιές από τον πικρό καφέ σας, γλυκαίνεστε από το τραγούδι µου. Μα το τραγούδι µου δεν είναι για ‘σας. Χτυπάτε τα κάγκελα, µιµείστε το κελάρισµά µου, µου πετάτε σπόρους και περιµένετε να σας ευχαριστήσω.
Μα το τραγούδι µου δεν είναι για ‘σας.
Το τραγούδι µου δεν είναι χαρά.
∆εν είναι ευγνωµοσύνη.
Είναι ένα κλάµα – ένας θρήνος τόσο παλιός που ακόµα κι ο ουρανός έχει ξεχάσει την ύπαρξή του.
Κάποτε ήµουν ο σύντροφος του ανέµου. Χόρευα µε τα σύννεφα, διέσχιζα τα ποτάµια, φώναζα στο απέραντο γαλάζιο ώσπου να µου απαντήσουν τα αστέρια του δειλινού. Τα φτερά µου θυµόντουσαν κάθε ριπή, κάθε κλαδί, κάθε καταιγίδα. Ο κόσµος µου ήταν κίνηση. Η χαρά µου ήταν ο ανοιχτός ουρανός.
Μετά ήρθαν τα χέρια σας.
Αυτά τα βρώµικα χέρια, τα σκληρά. Με δελεάσατε µε ψίχουλα. Μετά, ένα κροτάλισµα, ένα κουτί, µετά σκοτάδι. Και αιώνια ακινησία. Όταν ήρθε πάλι το φως ο ουρανός δεν ήταν εκεί. Εξαφανίστηκε για πάντα κι έµεινα πίσω από τις µεταλλικές ράβδους και την µπαγιάτικη µυρωδιά της αιχµαλωσίας.
Ξέρετε τι συµβαίνει σε µια καρδιά όταν δεν έχει πού να πάει;
Συρρικνώνεται. Μαζεύεται. Γίνεται µια µπάλα µικρή χωρίς ζωή.
Ξεχνάει πώς να χτυπάει ελεύθερα.
Γίνεται µετρονόµος απελπισίας.
Κάθε µέρα ξυπνάω και θυµάµαι -για µια στιγµή- πώς ήταν να πετάω. Και µετά ανοίγω τα µάτια µου. Το ταβάνι είναι χαµηλό, ο αέρας ακίνητος, τα σίδερα του κλουβιού ασφυκτικά. Κι όµως τραγουδάω. Γιατί άλλη γλώσσα δεν ξέρω. Γιατί η σιωπή θα ήταν ακόµα βαθύτερος θάνατος.
Όµως µην τολµήσετε να το περάσετε αυτό για ευτυχία.
Μην τολµήσετε ποτέ να πιστέψετε ότι τραγούδι µου είναι για ‘σας.
Όχι για ‘σας που µε κλείσατε σ’ αυτή τη φυλακή. Που νοµίζετε πως ο κόσµος όλος σας ανήκει, πως όλοι εµείς προοριζόµαστε για τη δική σας τη διακόσµηση. Όχι για ‘σας που θέλετε τη φύση χωρίς την αγριότητά της, πουλιά χωρίς τα φτερά τους, τραγούδια χωρίς θλίψη.
Σας κοιτάζω και βλέπω σε ‘σας τους κλέφτες του ουρανού.
Κλέφτες είστε, άκαρδοι.
Εµένα µου κλέψατε περισσότερα από την ελευθερία µου. Μου κλέψατε τον ουρανό κι όλο µου το νόηµα. Μου περιορίσατε τις πτήσεις, το φτερούγισµα, τη χαρά. Η ζωή µου πια είναι η αναµονή της ελευθερίας, Τις νύχτες ονειρεύοµαι πτήσεις στο άπειρο.
Και µαραζώνω. Όχι από κάποια αρρώστια µα από θλίψη. Τα φτεράκια µου πέφτουν ήσυχα όπως τα φύλλα το χειµώνα. Τα µάτια µου σκοτεινιάζουν, όχι γιατί τυφλώνοµαι, µα γιατί δεν θέλω άλλο να βλέπω τον κόσµο που µου φτιάξατε.
Και κάποια µέρα θα σταµατήσω να τραγουδάω.
Όχι ξαφνικά, αλλά αργά, σαν τη φωτιά χωρίς τον αέρα.
Εσείς θα νοµίζετε ότι κοιµάµαι.
Μα κατά βάθος θα ξέρετε.
Θα ξέρετε πως δεν ακούσατε ποτέ το τραγούδι µου -µόνο τον ήχο µιας καρδιάς που ραγίζει, ξανά και ξανά, πίσω από κρύα σύρµατα και ψεύτικα χαµόγελα.
Να µε ελευθερώσετε;
Όχι, είναι πια αργά. Τα φτερά µου θυµούνται τον ουρανό µα το σώµα µου δεν πιστεύει πια σε αυτόν. Αυτό που µου κάνατε είναι ανεπανόρθωτο.
Μα να θυµάστε πως κάθε φορά που ακούτε ένα πουλί να τραγουδάει σε ένα κλουβί, δεν είναι από χαρά µα από λύπη.
∆εν είναι µουσική, είναι πένθος.
Και όταν το τραγούδι σταµατήσει, µην πείτε ότι ήταν ξαφνικό.
Πείτε ότι ήταν µια σιωπή που ετοιµαζόταν από καιρό.
Πείτε ότι ήταν θλίψη που της στερήθηκε το όνοµα.
Πείτε ότι ακούσατε, αλλά ποτέ δεν καταλάβατε.
Πως το τραγούδι µας δεν ήτανε για ‘σας.
Φιλοζωικός Σύλλογος Χανίων
‘‘Η προστασία των Ζώων’’