Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών – Ιδρύματος Γεωργίου και Αρτεμισίας Καψωμένου, αποδίδοντας την οφειλόμενη τιμή στον εκλιπόντα πανεπιστημιακό δάσκαλο, επιστήμονα, φιλόσοφο και κοινωνικό αγωνιστή Ευτύχη Μπιτσάκη, συνήλθε σε Έκτακτη Συνεδρία και εξέδωσε το ακόλουθο Ψήφισμα:
«Με σεβασμό και συγκίνηση αποχαιρετούμε το φίλο, συντοπίτη και συνάδελφο πολλών από μας, Ομότιμο Καθηγητή Ευτύχη Μπιτσάκη, που πλήρης ημερών, δικαιωμένος και τιμημένος από φίλους και (περιστασιακούς) αντιπάλους αναπαύεται πλέον στην αγαπημένη του γενέθλια γη του ορεινού Σελίνου.
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης με την αγωνιστική του δράση στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής από τις τάξεις της ΕΠΟΝ, και παράλληλα με την πολιτική του δράση ως ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς στη μεταπολεμική περίοδο (μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, στη συνέχεια, ως στέλεχος του Ν.Α.Ρ. – Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης)·
– με την ενεργή συμμετοχή του, κατά την περίοδο της ξενοκίνητης Δικτατορίας, στο αντιστασιακό κίνημα των Ελλήνων Πανεπιστημιακών Δυτικής Ευρώπης
– με την πανεπιστημιακή του διδασκαλία και έρευνα στο Παρίσι (Université de Paris XI και Université de Paris VIII, το οποίο του απένειμε για το έργο του το ανώτατο πανεπιστημιακό δίπλωμα Doctorat d’État),
– στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης ως Ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (από το 1976),
– και την ίδια περίοδο, ως Επιστημονικός Υπεύθυνος της Ομάδας Διεπιστημονικής Έρευνας και διδάσκων «Φιλοσοφία των Φυσικών Θεωριών» επί μια εξαετία στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών (του οποίου ήταν υφηγητής),
– στα Ιωάννινα, ως Τακτικός Καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1981-1993)·
– με τη δραστήρια συμμετοχή του στην έκδοση και διεύθυνση περιοδικών όπως τα Σύγχρονα Θέματα, η Διαλεκτική και η Ουτοπία, την οποία ίδρυσε και διηύθυνε ως την παραμονή του θανάτου του·
– τέλος, με το επιβλητικό συγγραφικό του έργο, που ανέδειξε μια σημαίνουσα συνάρτηση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στις φυσικές επιστήμες, κατέλαβε μια διεθνώς διακεκριμένη θέση ως μαρξιστής διανοούμενος, φιλόσοφος και συγγραφέας.
Στο πλαίσιο του διεθνούς διαλόγου που τροφοδότησε στη Δυτική Ευρώπη η περίοδος του Ψυχρού πολέμου και η διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος (1968), ο Μπιτσάκης πήρε τις αποστάσεις του απέναντι στη «σχολή της πράξης», η οποία εστιάζοντας στο πεδίο της πολιτικής δράσης, περιόριζε το εύρος του μαρξισμού στο κοινωνικό πεδίο, αγνοώντας τις κοσμοθεωρητικές διαστάσεις του και περιορίζοντας την προβληματική του στην πολιτική θεωρία και πολιτική οικονομία, προνομιακό αντικείμενο του ιστορικού υλισμού. Αυτός ο (μονόπλευρος) προσανατολισμός ενέχει – κατά την εκτίμηση του Μπιτσάκη – τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης, μέσω μιας σώφρονος διεκδίκησης των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης μέσα στα όρια ανοχής του καπιταλιστικού συστήματος (Ρήξη ή Ενσωμάτωση;, 1989). Η τάση αυτή αποσιωπώντας τη θεμελιώδη σχέση του ανθρώπου με τον αντικειμενικό κόσμο (τη Φύση και το Σύμπαν), αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση του κοινωνικού ανθρώπου και των πολιτισμικών προτύπων του, ευνοεί – σε συνδυασμό με την οικονομική λογική της εκβιομηχάνισης – την ανάπτυξη της αντιπαλότητας προς τη φύση, αντίληψη που συνιστά κατεξοχήν γνώρισμα της Δυτικής κουλτούρας και ωθεί από άλλο δρόμο στη σύγκλιση με την αντίπαλη ιδεολογία.
Ο Μπιτσάκης, φορέας ενός πολιτισμού στον οποίο ο οργανικός δεσμός του ανθρώπου με τη φύση αποτελεί υπαρξιακό βίωμα και διακριτικό πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, επιλέγει να αναδείξει και να τεκμηριώσει τις κοσμολογικές διαστάσεις του διαλεκτικού υλισμού, που απορρίπτει το δυισμό, επαναβεβαιώνοντας την αρχή της προσωκρατικής φιλοσοφίας για την ενότητα του σύμπαντος («ἕν τὸ πᾶν»). Ήδη από το 1965 και επί μία πεντηκονταετία το ζήτημα της συνάρτησης του πολιτισμού προς τη φύση και τα συναφή επιστημολογικά προβλήματα (Φιλοσοφία και Επιστήμες, Επιστήμες και Ιδεολογία) αποτελούν προνομιακό αντικείμενο στις μελέτες του Ευτύχη Μπιτσάκη (Φυσική και Φιλοσοφία, 1965, Η φύση στη Διαλεκτική Φιλοσοφία, 1975, Τα εννοιολογικά θεμέλια της Κβαντικής Μηχανικής, 1979, Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής, 2008 κ.ά.). Στα έργα αυτά, επιστρατεύοντας τις κορυφαίες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, σε μια γκάμα που καλύπτει όλο το φάσμα, από τη μικροφυσική ως την αστροφυσική, αντλεί ισχυρά επιχειρήματα για να αναδείξει τη συμβατότητα των αρχών του διαλεκτικού υλισμού με τις ανακαλύψεις της επιστήμης – πεδίο όπου αντίστροφα αποκαλύπτονται οι κραυγαλέες αντιφάσεις του αντίπαλου συστήματος – και να θεμελιώσει θεωρητικά μια υλιστική οντολογία. Παράλληλα ανατρέχει στη διαχρονική ελληνική Γραμματεία από τους προσωκρατικούς φυσικούς και ατομικούς φιλοσόφους του 6ου και 5ου π.Χ. αιώνα ως τους μεγάλους νεοέλληνες Ποιητές-του 20ού αιώνα, υποδεικνύοντας έμμεσα ένα εμπράγματο πολιτισμικό πρότυπο όπου μείζονα κοσμοθεωρητικά και ανθρωπολογικά προβλήματα έχουν βρει μιαν αυταπόδεικτα ορθή και λειτουργική απάντηση. Μια προσφιλής στο συγγραφέα μέθοδος για να συντηρεί διαρκώς, δίχως ρητορικές εξάρσεις, στη συνείδηση του αναγνώστη αυτή τη συνυποδήλωση είναι να θέτει ως υπότιτλο («μότο») σε κεφάλαια και ενότητες των έργων του ρήσεις ή παραθέματα προσωκρατικών φιλοσόφων και νεοελλήνων ποιητών (Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου κ.ά.) που συνιστούν ένα είδος ερμηνευτικού κώδικα στο κείμενο που ακολουθεί.
Η πνευματική πορεία του Ευτύχη Μπιτσάκη είχε τούτο το χαρακτηριστικό: Ενταγμένος οργανικά στο κομμουνιστικό κίνημα, υπερασπίστηκε με κάθε θυσία τις ιδέες του σε όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, με μοναδικό όπλο τον χειμαρρώδη λόγο του, διατηρώντας παράλληλα την ανεξαρτησία της σκέψης του απέναντι στις εκάστοτε επίσημες θέσεις, γεγονός που του επέτρεψε να αναπτύξει και να πλουτίσει την προβληματική της διαλεκτικής φιλοσοφίας με τους θησαυρούς της δικής του σκέψης, προς όφελος του κινήματος συνολικά. Το συγγραφικό του έργο καταγράφεται ως μια σημαντική συνεισφορά της ελληνικής σκέψης στο διεθνή διάλογο πάνω σε θεωρητικά προβλήματα οικουμενικού ενδιαφέροντος, πάντοτε επίκαιρα, ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτισμικής κρίσης όπως η παρούσα.
Από τα εφηβικά χρόνια ως τα θαλερά γηρατειά των ενενήντα οχτώ χρόνων του αγωνίστηκε με το ίδιο σθένος και την ίδια αυταπάρνηση ενάντια σε όλα τα συμπτώματα παρακμής του Δυτικού κόσμου, τόσο απέναντι στη ναζιστική ιδεοληψία των «υπερανθρώπων» του 20ού αι., που οδήγησε στην πρωτοφανή ανθρωποσφαγή του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, όσο και απέναντι στη νεοταξική υστερία των υπανθρώπων του 21ου αιώνα, που σπρώχνουν την ανθρωπότητα στον όλεθρο ενός Τρίτου Παγκοσμίου πολέμου (Ευτ. Μπιτσάκη, Οι πόλεμοι της Νέας Τάξης, Αθήνα, Προσκήνιο, 2005)».