Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Πρωτοχρονιάτικα αντέτια (έθιμα) από διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας

Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή

Μετά τ’ Άη-Στεφάνου ως την παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού, είχαμε μικροσυγυρίσματα κι άρχιζαν οι μπελαλίδικες ετοιμασίες των άφθονων αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Οι νοικοκιουράδες αξαμώνανε (υπολόγιζαν) να σάξουν πολλά από ‘φτά, νταβάδες κι αλαμαρίνες αλάκερες, και να τα διαμοιράσουν για το καλό. (συνεχίζεται)

Η ερυθραιώτικη Πρωτοχρονιά

Τα αηβασιλιάτικα αντέτια (έθιμα και συνήθειες) του ελληνικού λαού της μικρασιατικής Ερυθραίας, όπως και όλων των Ελλήνων εξάλλου, έχουν στόχο να εξασφαλίσουν μέσα στο νέο χρόνο την καλή τύχη (η βασιλόπιτα, τ’ απλοχερίσματα, η χαρτοπαιξία), την υγεία (η πέτρα, οι ευχές), την ευτυχία και την αφθονία (τα κάλαντρα, το αμίλητο νερό, το ρούδι). Σπουδαία «διαβατήρια» έθιμα – που οδηγούν, δηλαδή, από τη μια κατάσταση στην άλλη – θεωρούνται τα κάλαντρα, η βασιλόπιτα και τελικά ο αγιασμός των υδάτων. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς είναι γεμάτη από μαγικές ενέργειες για τον πολλαπλασιασμό των κερδών (χαρτιά, φλουρί) κι από προμαντείες (οιωνούς) του καιρού, γιατί επιθυμούσαν να έχουν ένα πετυχημένο και καλό μαξούλι (σοδειά). Η υγεία, προσωπική και οικογενειακή, κυριαρχεί πάντοτε και πάνω από όλα στις ευχές, ως το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, σε συνδυασμό με το μπερεκέτι (αφθονία, πλούτος), την ευφορία και την ευκαρπία της γης, μια και η πλειοψηφία των Ερυθραιωτών ήταν αγρότες.
Η Πρωτοχρονιά, εκτός του θρησκευτικού, είχε και εντονότατο κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί τότε γίνονταν βίζιτα, γνωριμίες και προξενιές, κλείνονταν επιχειρηματικές δουλειές κλπ. Σημειωτέον ότι η λέξη Πρωτοχρονιά ήταν σχεδόν σε αχρησία πριν από το 1922 στην Ιωνία και ο λαός αποκαλούσε την ημέρα απλώς τ’ Άη-Βασιλειού.

Η παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού

Το πρωί της παραμονής, οι Μελιώτες και άλλοι Ερυθραιώτες έστελναν κριάσι, γλυκά, κρασί και διάφορες προμήθειες στις φτωχοί κι αναγκεμένοι, για να μη στερίτζεται άθρωπος μέσ’ στο χωργκιό χρονιάρες μέρες. Πολύ ενδιαφέρον, αρχαίοελληνικής προέλευσης, είναι το μελιώτικο αντέτι να αφήνουν οι κοπέλες στις βρύσες του χωριού ένα πιάτο με γλυκά για τις Καλές Κεράδες, θέλοντας να καλοπιάσουν τις ανεράδες, τα πανάρχαια στοιχειά του νερού.
Νωρίς την Καλή Βραδιά (έτσι ονόμαζαν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς), οι κεράδες ηκουσουμέρνανε (διεύθυναν) με ρέγουλο το σπίτι κι ούλα τα κουλαντρίζανε (χειρίζονταν), άστε νά ‘ρτουνε στο καράρι (θέση) ντως. Αποσπερού (αποβραδίς) οι άντροι στις καφενέδες ηγλέπανε τη σόρτη (τύχη) ντως στο κουμάρι (χαρτιά), στα ζάρια για (ή) στα κότσια. Έπαιζαν για το καλό παιχνίδια, όπως το σκαμπίλι, η τριανταμία, η πάστρα, και πίστευαν ότι ο κερδισμένος θα είναι οληχρονίς τυχερός. Όσους φυσικά ήταν κουμαρτζήδες (χαρτοπαίκτες) εκ πεποιθήσεως, δεν τους είχαν σε καμία υπόληψη, ήταν το νείδιο (όνειδος, ντροπή) του χωριού.
Σε πολλά μέρη της Ερυθραίας, είχαν φροντίσει από νωρίτερα την πληρωμή των χρεών, για να μη χρουστάνε κανενούς και τσ’ εύρει ο καινούργιος χρόνος με βερεσέδια και χρέητα. Δεν αμελούσαν επίσης να επιστρέψουν στον ιδιοκτήτη του κάθε αντικείμενο που είχαν πάρει δανεικό, όπως εργαλεία, σκεύη, αχνάρια (πατρόν, σχέδια) κ.ά.
Στις πόρτες και στα μπαλκόνια των σπιτιών σε πολλά ερυθραιώτικα χωριά κρεμνούσαν κρομμυδασκέλλες (σκιλλοκρεμμύδες) κι ασπερδούκλια (βολβούς ασφοδέλου), που είναι πανάρχαια σύμβολα της «κρυφής» ζωής, της αναγέννησης, της μακροζωίας, επειδή, ακόμη και ξεριζωμένες από τη γη, αναβλαστάνουν κι αναπτύσσονται, κρύβοντας μέσα τους τη ζωή.

ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Τ’ αηβασιλιάτικα γλυκά

Ύστερις από το σκολιανό τρίμερο τω Χρουστουγέννω, μετά τ’ Άη-Στεφάνου, άρχιζαν πάλι οι φούριες για τις ετοιμασίες των αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Το γυναικοθέμι ηβρισκούντανε ξανά μανά στην άψη ντου, σε αναβρασμό κι εντατική δουλειά. Τότες ηκάνανε τα περισσότερα γλυκά – επιδίωξη μιας γλυκιάς ζωής – με πλούσα χάρτζα (υλικά), όπως χάσικο αλεύρι, άδολο (παρθένο) λάδι, σαμόλαδο ή τσικουδόλαδο (είδος φιστικέλαιου), μέλι καλό, βούτουρα χελαλίσο (γνήσιο), μυρουδικά, σουσάμι, καρύδια, μύργαλα κλπ.
Ας σημειωθεί ότι τα ερυθραιώτικα φοινίκια (μελομακάρονα) και τα γλυκά με μέλι ή πετιμέζι (αβγοκαλάμαρα, λαλαγγίτες, λουκουμάδες) θυμίζουν τα αρχαία μειλίγματα, που είναι προσφορές και καλοπιάσματα, ένα είδος ιλαστηρίων θυσιών προς τους νεκρούς και ορισμένους θεούς.
Οι νοικοκιουρές ηκαλατέρνανε (υπολόγιζαν) να φτάσουνε τα γλυκά για ούλοι και μπαραμπαρίζουνταν (συναγωνίζονταν) ποια θε’ να σάξει τα καλλιότερα και τα πιο γευσάτα. Ερκούντασι γιαρτίμι (έρχονταν για βοήθεια) φίλες, εδικές (συγγενείς) και μαχαλιωτίνες κι ησάχνανε μ’ αλεστοσύνη (γρηγοράδα) και ‘πιδεξοσύνη ένα σωρό γλυκά. Ετοίμαζαν ζύμη για τα φοινίκια, τ’ αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια (ρομβοειδή κουλούρια που τα σφράγιζαν με δικέφαλο αϊτό, με καρεφούλια στα μάτια), τα σεκέρ λουκούμια (κουραμπιέδες), τ’ αβγοκαλάμαρα, τσι αβγουλένιες, τα ψαθούρια και τα φρύανα (όλα είδη δίπλας). Ανοίανε τσι κρούστες (φύλλα) με το βεργί (την οκλαού) κι ανεκατώνανε τη γέμωση για τα πολύσπορα γλυκά που συμβολίζουν την αφθονία. Οι φουρνάρηδοι δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) να ψένουνε τσι αλαμαρίνες, τα σινιά και τσι ταβάδες (ταψιά) με τα καντεΐφια, τσι μπακλαβούδες, τσι σαμουσάδες (μπακλαβούδες με μπόλικο σουσάμι, πολλά καρύδια, λίγα μύγδαλα και μυρωδικά), τα σαραγλιά και τα μασουράκια ή μασουριαστά (γλυκά με καρύδια, ζάχαρη και κανέλλα, τυλιγμένα σε λουρίδες φύλλου). Μυρουδιές του λιμπισμάτου ηξεχυνούντανε από τσι φούρνοι που υπήρχανε για στα χαρούμια (αυλές) τω σπιτιώ για σε κάθε καντούνι (γωνία), ημπουλαντίζανε (αρωμάτιζαν) το μαχαλά κι ηνταλώνανε (ζάλιζαν) το ντουνιά! Κι απέ (ύστερα), ούλα τα γλυκά ήντουστε στολισμένα στο σπίτι, καλοθηκιασμένα σε απαλαριές κι απλάδες (δίσκους), λενγκέρες και φαγιάντσες (γαβάθες), κουμνιά (πιθαράκια) και λεγένια (λεκάνες).

Αετουδάκια

Τα γλυκά φτιάχνονταν σε τέτοιες ποσότητες, ώστε να τρώνε για πολλές μέρες μετά τις γιορτές. Εξάλλου, πολλά από αυτά όσο μένανε, τόσο καλύτερα γίνονταν, όπως τα σεκέρ λουκούμια και τα φοινίκια, που ήπρεπε να θρούνε, για να ‘ναι πετυχημένα.

Τ’ αηβασιλιάτικα φαγιά

Ο κόσμος παλιά ηζαρντίζανε τα φαγιά (τα στερούνταν και τα πεθυμούσαν), επειδής δεν ηπολλοτρώανε. Γι’ αυτό στις γιορτές προσπαθεί να φάει όχι μόνο πολύ, μα και καλά. Έτσι, με πλούσια γεύματα και δείπνα, καθώς και με πολλά γλυκίσματα, επιδιώκουν όλο το χρόνο την ευφορία και την ευκαρπία (να ‘χουν πλούσια τα ελέη), αλλά και την καλοπέραση (να ‘ναι γλυκαμένοι). Τα πολλά φρούτα που στολίζουν στο αηβασιλιάτικο τραπέζι, φρέσκα (τα λεγόμενα πωρικά στη Δυτ. Ερυθραία) ή ξερά (αυτά τα έλεγαν φρούτα ή τσερέζια ή γεμίσια), φανερώνουν την επιθυμία για παγκαρπία. Ακόμη και τα ζώα την Πρωτοχρονιά τρέφονται πολύ καλά με φαγητά και γλυκά. Στα Βουρλά ήταν συνηθέστατο το τάισμα των ζώων με γλυκά και διπλό γέμι (τροφή), γιατί μπέρκι (αν ίσως) περάσει ο Άης Βασίλης και δεν τά βρει ευκαριστημένα, τότενες δε θα δώσει μπερεκέτια στο σπίτι. Οι Αλατσατιανοί τάιζαν επίσης με λουκουμάδες τα οικόσιτα ζώα, να ‘ναι κι ευτά καλοπερασμένα, σα λάχει ναν τ’ αρωτήσει ο Άη-Βασίλης πώς περνούνε με τις αθρώποι.
Εντυπωσιάζει η κοινωνική φροντίδα για φτωχούς και πενθούντες. Οι κάτοικοι της Μικρασίας πολύ το ηζάρανε (συνήθιζαν) να βοηθούνε τσι εχτιάρηδοι (φτωχοί) και τσι χλιμμένοι (πενθούντες). Μερχαμετλήδες (ελεήμονες), πονεσάρηδοι και συντρέχτηδοι, πολεμούσαν ούλοι ματζί, για να φύει το σεκλέτι (στενοχώρια), η χλίψη, το κασαβέτι (μελαγχολία), το καχίρι (βάσανα) από τσι λυπημένοι αθρώποι. Το ελεϊκό (ελεημοσύνη) στις αναγκεμένοι, για να συχωρεθούνε τ’ απεθαμένα μας, ήταν πολύ έντονο στους Ερυθραιώτες όπου γης, σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ού αι., αφού όλοι φρόντιζαν να στείλουν φαγητά και γλυκά σε όσους δεν γιόρταζαν.
Επίσης απαραίτητη ήταν και η προσφορά φαγητών και γλυκών σε ξένους και περαστικούς. Αδιανόητο να βρεθεί κάποιος σ’ έναν τόπο της Ερυθραίας, μέσα στσι σκολάδες, και να μη τον τραπεζώσουν! Τα φιλέματα, τα τραταμέντα και τα ικραμιάσματα (κεράσματα) για τσι μουσαφιραίοι δεν ήλειπαν ούτε από το πιο φτωχό σπιτάκι, αναλοής με τα έχητα (το έχειν, τις οικονομικές δυνατότητες) του καθαμιανού.
Τις παραμονές τ’ Άη-Βασιλειού, τα μαγαζά των ερυθραιώτικων πόλεων και των χωριών ήταν ολόφωτα με τα βενέτικα φανάρια και καταστόλιστα με λουλούδια της εποχής, όπως ζεμπούλια, αβιορέτες (μανουσάκια), κατίμαρα (νάρκισσους), με μπλίρες (χρυσές κι ασημένιες λεπτές ταινίες) και με αψίδες από βαρακωμένα (επιχρυσωμένα) κλωνιά βάγιας (δάφνης) και μερσινιάς (μυρτιάς). Όλα ετούτα έδιναν πανηγυρικό διάκοσμο, ιδίως στα καταστήματα τροφίμων, που ήταν γεμάτα με κάθε είδους αγαθά. Οι άντροι, καλοψουνιστάδες και κιμπάρηδοι, κουβανούσαν στα σπίτια τους ζεμπίλια με ψούνια και λογιώ λογιώ φαγώσιμα και φρούτα ή τσερέζια (ξηρούς καρπούς): μπαστουρμάδες και σουτζούκια, βουτούρατα, τυριά τουλουμίσα, κεφαλίσα και κασκαβάλια (κασέρια), κάστανα, καρύδια, μύγδαλα και κουκουνάρια, φιστίκια, φουντούκια, τζίτζεφα, λεμπλεμπούδες (αφράτα στραγάλια), τ’ ουρανού το μάννα και κακουλέδες (αρωματικοί σπόροι), μισιριώτικες καρύδες (ινδοκάρυδα), κουντουρούδια (χαρούπια) και μαζί χίλια δυο πωρικά (φρούτα), όπως πορτακάλια και μαντορίνια, μήλα, απίδια κι αρμούτια (αχλάδια), σταφύλια φτακοίλια και μαιλεμενιά (από τη Μαινεμένη) χειμωνικά ποπόνια (κρεμαστάρια). Φυσικά δεν έλειπαν και τα γλεούδια (λιχουδιές) για τα παιδιά.
Όλη αυτή η τεράστια ποικιλία τροφίμων, μαζί με τα γεμεκλίκια που ανοίγονταν εκείνες τις μέρες, δηλαδή τα αποθέματα φαγητών, γλυκών ή καρπών που διατηρούσαν σε ειδικά δοχεία, για να περάσουν το χειμώνα, όπως μισόκοφτες (μουστόπιτες), παστελαριές (ξερά σύκα παραγεμωστά με σουσάμι, καρύδια και μύγδαλα), μουστοσούτζουκα, κουραντί (μαύρες σταφίδες), καβρουμάδες κ.ά, προσέδιδε στο αηβασιλιάτικο τραπέζι ιδιαίτερο πλούτο και λαμπρότητα και συμβόλιζε το πλήθος των αγαθών και των καλών που περίμεναν να έχουν οι νοικοκυραίοι σ’ όλη τη διάρκεια του νέου χρόνου.
Τα κύρια φαγητά τ’ Αη-Βασιλειού είναι πολλά και πάντα γιομιστά, για να ‘ναι γιομάτος από καλά ο νέος χρόνος. Σουράς (πλευρά αρνίσια, χωρίς πολύ κρέας, παραγιομιστά με κιγμά, ρύζι, κρομμύδια, κουκουνάρια, κάστανα, βούτυρο, πιπέρι και κουραντί), μπουμπάρι (έντερα γιομισμένα με ρύζι ή μπλιγούρι, τζιεράκια, κιιμά και μυρουδικά), τζιγεροσαρμάδες και ντάρμπια (ντολμάδες με μπόλια αρνιού, συκωτάκια, τυρί, αβγό, μυρουδικά), γιουβαρλάκια και λαχανοντολμάδες (όλα σύμβολα αφθονίας), ρόστο κριάσι (ψητό) και κυδωνάτο κριάσι, ιδίως με το κρέας του ντομουζού (αγριογούρουνου), ήταν τα πιο επίσημα φαγητά. Έφτιαχναν επίσης κατιμέρια (γλυκά ή αρμυρά), μπουρέκια και τσαρκαμάδες (λογιώ λογιώ χορτόπιτες). Ευρεία ήταν η χρήση μπαχαρικών (πιπέρι, κύμινο, μοσκοκάρυδο) και μυρουδικών (αθυμάρι, αρί’ανη, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο, μαντανό, δεντρολίβανο), που έδιναν μια ιδιαίτερη νοστιμάδα στα φαγητά. Ο διάνος (γαλοπούλα) με τη γέμωση ήντανε σμυρναίικο αντέτι και λίγες τόνε ψένανε.
Το αηβασιλιάτικο τραπέζι το στρώνουν με μεγαλοπρέπεια, με ούλα τα καλά του και τα πρεπά του (απαραίτητα). Σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας το ετοίμαζαν πολυτελώς από το πρωί της Πρωτοχρονιάς και το σηκώνανε πάντοτε το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου. Στο Ρεΐσντερέ έβαζαν πάμπολλα πιάτα στο τραπέζι (ως 40, ίσως για να εκπληρωθεί το παλιό ρητό «σάραντα φά’, σαράντα πιε, σαράντα κρούψε να ‘χεις»!) γιομάτα με κάθε λοής φαγιά, γλυκά, γκλεούδια και πωρικά. Στο Μελί έβαζαν πιοτά, γλυκά, φαγιά, φρούτα, πιάτα με στάρι και κριθάρι κι ένα ρούδι (ως σύμβολα πανσπερμίας). Το τραπέτζι το εφήνασιν γεμάτο για τον Άη-Βασίλη, νά ‘ρκει να φά’ και να πιει. Στα μέρη του Τσεσμέ έστρωναν αρκοντικό τραπέζι την Καλή Βραδιά με πλούσια τα ελέη του Θεού, ιδίως γλυκά, νερό, σερμπέτια, και παντέχαν του Άη, να κατηβεί τη νύχτα, να φά’ και να πιει. Στα Βουρλά άφηναν δυο μερόνυχτα καθαρό σερβίτσιο για τον Άη στο γιορτινό τραπέζι.

Η βασιλόπιτα

Το έθιμο παρασκευής της βασιλόπιτας, για το οποίο πολλά μυθώδη κι ανυπόστατα διαδίδονται και αναμασώνται διαρκώς τα τελευταία χρόνια (τάχα περί φορολογίας Ιουλιανού, επέμβασης του Αγ. Βασιλείου με το τέχνασμα της πίτας κλπ.), είναι πανάρχαιο και προχριστιανικό. Θυμίζει κάπως τις προσφορές προς τους νεκρούς, αλλά έχει κύριο σκοπό την καλοτυχία και την επιθυμία για πλουτισμό μέσα στο χρόνο. Έτσι, σε πολλά αγροτικά χωριά (Μελί, Λυθρί, καραμπουρνιώτικα χωριά κ.ά), σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αγροτική παράδοση, η βασιλόπιτα φτιαχνόταν ή σαν ψωμί (βασιλόψωμο) ή σαν πίτα-φαΐ (χορτοτυρόπιτα ή κρεατόπιτα), που περιέχει πάντα το πολυπόθητο νόμισμα για τον καλότυχο της χρονιάς, αλλά είναι και θρεπτική.
Η βασιλόπιτα ετοιμάζεται με πλούσια χάρτζα (υλικά) κι αλλού γίνεται σαν γλυκό, ενώ αλλού σαν ψωμί. Τη στόλιζαν με σφραγίδες δικέφαλων αϊτών ή σταυρών, με ξηρούς καρπούς (μύγδαλα ξέξασπρα και καρύδια ατόφια), την κούκκιζαν με σουσάμι ή ζάχαρη, της κάρφωναν καρεφούλια (ινδικά γαρίφαλα) κι έβαζαν απαραιτήτως μέσα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα: μετζίτι (τούρκικο αργυρό νόμισμα), λουίζι ή ντούμπλα (γαλλικά κι αυστριακά νομίσματα), τουρνέσι ή δεκάτο (μεσαιωνικά ιταλογαλλικά νομίσματα), ακόμη και λίρα τούρκικια χρουσή ή φλουρί βυζαντινό κωσταντινάτο, που ήταν πολύ μεγάλης αξίας και το είχαν σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Η γλυκιά πίτα είναι νεότερη αστική συνήθεια (της Πόλης, της Σμύρνης, της Αθήνας), που επικράτησε σήμερα σχεδόν παντού. Από επίδραση κωσταντινουπολίτικη, σε μερικά μέρη έφτιαχναν την πίτα-τσουρέκι, αλλά η γνήσια σμυρναίικια βασιλιόπιτα ή βασιγιόπιτα στο σμυρναίικο ιδίωμα είναι σκληρή σαν μπισκότο και φτιάχνεται όπως ακριβώς τα αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια.
Η τελετή του κοψίματος της πίτας είναι μια σπουδαία συμβολική πράξη για το νέο χρόνο. Συνήθως η βασιλόπιτα κόβεται ανήμερα, πριν ή μετά το φαγητό, απ’ τον αρχηγό της οικογένειας, τον κιούρη του σπιτιού. Στην Αγιά-Παρασκευή όμως την έκοβαν μετά τα μεσάνυχτα της Καλής Βραδιάς, τόμου (μόλις) ήμπαινε ο χρόνος. Τη σταύρωναν τρεις φορές με το μαχαίρι ή με σταυρό καμωμένο από κλαδάκια ελιάς. Τα κομμάτια κόβονται εξίσου, λέγονται μοίρες ή μερτικά και είναι, κατά σειρά, του Χριστού, του Άη-Βασίλη και του ξένου ή του φτωχού, του σπιτιού, των μελών της οικογένειας κατά ηλικία, των ζώων και των κτημάτων ακόμη, επειδή πρόκειται κυρίως για αγροτικούς πληθυσμούς που ζουν από την παραγωγή της γης. Όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ο γουρλής της χρονιάς και το φυλούσε στο ‘κονοστάσι, στο κεμέρι ή στον πορτομονέ του (πορτοφόλι). Φυσικά, όπως σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η μοίρα είναι αυστηρά προσωπική και κανείς δεν αφιέρωνε ούτε πρόσφερε το κομμάτι του σε άλλον, όπως με απερίσκεπτο τρόπο κάνουν πρόσφατα διάφοροι όψιμοι θιασώτες της παράδοσης σε δήμους, σωματεία κλπ.
Στο Μελί η βασιλόπιτα είναι ψωμί στολισμένο με μύγδαλα και καρύδια, καθώς και με πολλά ανάγλυφα σκέδια καμωμένα με μιαν άπιαστη διαλυστήρα (καινούργια χτένα). Μέσα βάζουν το χρυσό τουρνέσι, ένα παμπάλαιο πατροπαράδοτο φλουρί. Ο κύρης του σπιτιού κόβει την πίτα με μαχαίρι, πάνω στο οποίο έχει δέσει με κόκκινη κλωστή σταυρό από κλωνάρια ελιάς, λέγοντας «Άγιε μου Βασίλη και Πρωτοβασίλη, στου καλόμοιρου την τύχη να βρεθεί και το τουρνέσι!» Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν δυο πίτες, μια την ημέρα τ’ Άη-Βασιλειού στο σπίτι τους και μια την ημέρα τω Φωτώ στο μαντρί.
Η αλατσατιανή κι η τσεσμελίδικη βασιλόπιτα ζυμώνεται βασικά με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και κανέλα, και σφραγίζεται κι αυτή με δικέφαλο αετό, κατά την παλαιότατη βυζαντινή συνήθεια.
Στα Βουρλά και στο Σιβρισάρι η βασιλόπιτα είναι σμυρναίικια, σφραγισμένη σταυρωτά με αϊτούς που φέρουν καρεφούλια στα μάτια. Με ξέξασπρα μύγδαλα αναγράφεται το νέο έτος. Μέσα μπαίνει φλουρί αληθινό, μαλαματένιο ή ασημένιο, όχι ψευτόλιρα ή κάλπικος παράς, όπως σήμερα. Ο νοικοκύρης, μετά το σπάσιμο του ρουδιού, κόβει την πίτα, λέγοντας πρώτα «έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Μετά τη μοιρασιά εύχεται «χρόνια πολλά, μπερεκέτια και καλά μαξούλια!». Τα κορίτσα του Βουρλά έβαζαν ένα κομματάκι της βασιλόπιτας στο προσκέφαλό τους, να δουν ποιόνανε θε’ να πάρουν. Οι Βουρλιώτες έκαναν πολύ μεγάλη πίτα και φυλούσαν τη μισή να την κόψουν τα Φώτα.

Το ποδαρικό

Μεγάλη έγνοια είχαν οι παλιοί αθρώποι για το καλό ποδαρικό. Πίστευαν πως είναι το συναπάντημα της τύχης, ένα ραντεβού με την συνολική ευτυχία της οικογένειας, γι’ αυτό και πολλοί το σκηνοθετούν επίτηδες. Ποδαρικό συνήθως έκανε ένα αγόρι αμφιθαλές, καλοπόδαρο και γουρλής, αλλά και συγγενείς, φίλοι ή χωριανάκια (συγχωριανοί) που θεωρούνταν γουρλήδες, για να πάει με γούρι η χρονιά. Γνωστές εξάλλου είναι οι φράσεις «νά ‘ρτεις να μου σπάσεις το ρούδι!» ή «να μού ‘ρκεις για ποδαρικό!», που πήραν και έντονα ειρωνικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα μέρη όμως, ποδαρικό ουσιαστικά κάνει ο νοικοκιούρης που έρκεται σύναυγα, πριχού για μετά τη λουτουργιά, φέρνοντας ένα μπαρδάκι (σταμνάκι) με το αμίλητο νερό, μια βαριά πέτρα (συμβολίζει την υγεία και τον πλούτο) και το ρούδι, λειτουργημένο ή όχι.
Παντού, με τα αγόρια που έκαναν ποδαρικό, οι οικογένειες αντάλλασσαν γλυκά και καρπούς μέσα σε πιάτα, γαβάθες ή ταβαδάκια τυλιγμένα μ’ άσπρα κοφτά ή ξομπλιαστά πεσκίρια (κεντητές πετσέτες).
Στο ποδαρικό οι Μελιώτες, οι Λεθριανοί, οι Αγιαπαρασκευούσοι στερνιάτζαν τα παιδιά με κέρματα, πολλά ή λίγα, αναλοής με το πουγγί ντως. Το στέρνιασμα (στρένιασμα) ή μπολιστρίνα είναι έθιμο πανάρχαιο, από τον καιρό της Ρωμαιοκρατίας, και συνηθίζεται πολύ στην Κύπρο, σε πολλά νησιά του Αιγαίου και στους Κατωιταλιώτες Έλληνες. Στο Μελί ο κύρης στέρνιατζε επίσης όλα τα μέλη τση φαμελιάς του για το καλό, αφού πρώτα ερχόταν στο σπίτι φέρνοντας το αμίλητο νερό, την πέτρα και το λουτουργημένο ρούδι. Αφήνοντας τη βαριά πέτρα στο κατέφλιο ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ευχόταν «σαν που βαρώ εγώ, να βαρεί και το πουγγί μου!» ή «γεροσύνη και το βάρος της μάλαμα!»
Στο Βουρλά μας, χαράματα, πριχού την άρμπα (αυγή), ηξύπναε ο άντρας του σπιτιού (πατέρας για γιος), ηπήαινε σε τσεσμέδες (βρύσες), μπουνάρια (πηγές) και πηάδια και ήφερνε κρουφά (να μην απαντήξει κανενούς στο δρόμο), την ώρα που ροδιάζει η μέρα, τ’ αμίλητο νερό (για να τσουλήσει ανεμπόδιστος σαν το νερό ο χρόνος) και μια βαριά πέτρα, για να βαραίνει από τσι πολλοί παράδες η μπουζού του (τσέπη). Ήμπαινε με το δεξί στο σπίτι, για να πάνε ούλα δεξιά με το νέο χρόνο. Όσοι είχαν βρύση στο σπίτι, την ανοίανε να τρέξει μπόλικο νερό και να πάρει ματζί του τα κακά του παλιού χρόνου.
Στο Σιβρισάρι, ο κύρης του σπιτιού ηπήαινε στην εκκλησά με το ρούδι στην πουζού, για να βλοηθεί κι αυτό μαθές. Απέ, το σπα μέσα στο σπίτι, να σκροπίσουνε παντού τα κουκκούδια του, για νά ‘ρτει το μπερεκέτι. Εύκεται σε ούλοι τσι εδικοί του «καλή χρονιά και καλά καντέρια (τύχη)! Ούλα χαϊρλίδικα και πλούσα να ‘ναι!»
Στα Αλάτσατα και τα τιμάρια τους (δηλαδή τα χωριά της περιοχής, Πυργί, Ζίγκουι, Σεούτι, Αγριλιά, Νεουνταλάνι, Τσικούρια κ.ά.), το αμίλητο νερό το έφερναν για να ‘ναι δροσισμένο το σπίτι οληχρονίς. Το ρούδι πίστευαν ότι έφερνε μπερεκέτι και πολλά μαξούλια. Οι Αλατσατιανοί εύχονταν επίσης με το ποδαρικό «καλοχρονιά και μαξούλια καλά!», ενώ οι Κατωπαναούσηδοι «καλοχρονιά και να ‘στε εφτάμοιροι κι εφτάπλουτοι!»
Στην Αγιά-Παρασκευή (Κιόστε) σπούσαν το ρούδι οπωσδήποτε σε καΐκια, μαγαζιά κι αργαστήρια, όπου άφηναν και πιάτα με γλυκά, για να ‘ναι ολουχρονίς γλυκαμένοι και μπερεκετλήδες και στους χώρους εργασίας.
Του ρουδιού τα κουκκούδια σε όλη σχεδόν την Ερυθραία, κατεξοχήν αμπελουργική περιφέρεια ως το 1922, από τις μεγαλύτερες του Ελληνισμού, τα μάζευαν μετά τα Φώτα και τα έριχναν στα αμπέλια ή στους ασμάδες (κληματαριές) των σπιτιών, για να κάνουν πολλά σταφύλια.

Τα βίζιτα τ’ Άη-Βασιλειού

Ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού, το πρωί, οι άντροι κι οι γριές ηπηαίνανε στην εκκλησά. Τότε, οι Βουρλιώτες έκρυβαν στην πουζού τους ένα κλειδί ή ένα καρφί ή ένα μικρό πέταλο, για να ‘ναι σιδερένιοι κι αυτή τη χρονιά. Οι γυναίκες ηπομένανε στο σπίτι, γιατίς ηστένανε τσουκάλι (μαγείρευαν). Τα παιδιά, μόλις ξεμπέρδευαν από τα ποδαρικά, έπαιζαν μανιωδώς διάφορα παιχνίδια με τους άφθονους ξηρούς καρπούς. Με τα καρύδια έπαιζαν το μπαίνει-βγαίνει, παρόμοιο με τους βώλους, ενώ με φουντούκια και τζεβλεπούδες (στραγάλια) έπαιζαν τον κατρακυλιστή. Τα κερδισμένα είχανε τσι μπουζούδες τως ξεχείλα αφ’ τα καρύδια και τ’ άλλα φρούτα.
Τούτη τη μέρα οι Ερυθραιώτες φορούσαν οπωσδήποτε κάτι καινούργιο – κάρτσες, ρομπίτσες (φουστάνια), ποκάμισα, μαντίλια – για να’ ναι πλούσιος και διαρκώς με νέα αγαθά ο νέος χρόνος. Απόφευγαν τσι καβγάδες, τα ζαράρια (ζημιές), τσι γρίνες, τα κλιάματα, τα σουράτια (μούτρα) και τσι βρισές, τις κακές αναμνήσεις, τη δυσαρέσκεια, τους δανεισμούς, για να μην κυλήσει γεμάτη με τούτα τ’ ανεπιθύμητα στοιχεία η νέα χρονιά. Οι πόρτες των σπιτιών έμεναν ανοιχτές όλη τη μέρα, για να δεχτούν τσι βίζιτες εδικών και φίλων. Στη θαλπωρή του σπιτιού, πέρα από το στολισμό του, συντελούσε πάντα και το γεγονός ότι στη στια ή γωνοτζακιά μέρα νύχτα ηκαύγανε (έκαιγαν) ‘λίτικοι γιογκάδες (ελιοκούτσουρα) και πριναρόξυλα για το φόβο των καλκαντζάρω. Τ’ απόγευμα τ’ Άη-Βασιλειού, υπήρχε έντονη εορταστική κίνηση στους δρόμους. Οι Ερυθραιώτες με πίσηνα (επίσημα) ρούχα, είτε με τα ντόπια αμπασουάδικα σαρβάρια (την παλιά αρχοντική αντρική φορεσιά) και με τα σκολιανά πορκάκια (μεταξωτή ή μάλλινη γυναικεία φορεσιά) είτε με τα φράγκικα (ρούχα ευρωπαϊκής μόδας της εποχής 1900), αρκινούσανε τα βίζιτα και τα χαιρέτια σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι αθρώποι δε γιορτάζαν μόνε συνατοί τους (συναμεταξύ τους), σαν τα Χρουστούγεννα, μα ηγοντίρανε (χαίρονταν) τσι γιορτάδες μ’ ούλο το χωριό, ημπεγιντούσανε (καλοδέχονταν) τσι μουσαφίρηδοι και τσι τρατέρνανε για (ή) ρακί με μεζελίκια για (ή) σερμπέτια (ηδύποτα) με γλυκά, ό,τι είχενε το τραπέζι τως. Τότες ηδιαλέανε τα τζοβενάκια (παλικαράκια) κι οι γαμπροί τσι φαντίνες (κόρες της παντρειάς) που τσ’ ησφαντούσανε (τους εντυπωσίαζαν). Μοναχά οι χλιμμένοι είχανε κατάκλειστα –σκοτίδι και πισσίδι το σπίτι ντως!– και δεν ηδεχούντανε βίζιτες.
Πολύ χαρακτηριστικό και… μελωδικό είναι το αντέτι της Δυτ. Ερυθραίας να καλαντρίζουν τον Άη-Βασίλη με ούλα του τα παίνια (παινέματα) στα σπίτια, όπου έκαναν βίζιτα, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, ανήμερα την Πρωτοχρονιά και την επόμενη μέρα. Τον ήλεαν αλάκερο, δηλαδή τραγουδούσαν χωρίς περικοπές όλους τους στίχους των καλάντων (από 50 ως 70 στίχοι στις διάφορες παραλλαγές), και πολύ το στιμάρανε (εκτιμούσαν) ετούτοδάκι.
Τη δεύτερη μέρα τ’ Άη-Βασιλειού είχαν την τιμητική τους οι γυναίκες. Ξαγκουσεμένες (απαλλαγμένες) αφ’ τσι πολλές δουλειές, αρκινεύγανε τσι βίζιτες αφ’ το πρωί κι ητελεύγανε το βράδυ. Στο Ρεΐσντερέ οι γυναίκες φορτώνονταν όσο πιο βαριές πέτρες μπορούσαν κι επισκέπτονταν τα σπίτια με την ευχή «χρόνια πολλά και το βάρος μου μάλαμα!».

Απλοχερίσματα και στερνιάσματα

Τα δώρα δεν συνηθίζονταν στην Ερυθραία τα Χριστούγεννα, αλλά μόνο την Πρωτοχρονιά, φυσικά όχι στο σημερινό βαθμό. Κάλυπταν κυρίως τις βιοτικές ανάγκες παλιότερα, γι’ αυτό και ήταν φαγητά, κρασί, ρούχα, παπούτσια, που πολύ φελούσανε τότες. Πιο συνήθη από τα δώρα ήταν επίσης τα απλοχερίσματα και τα στερνιάσματα, δηλαδή η προσφορά χρημάτων, οι μπουναμάδες. Σε κάθε σπίτι, ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού ο κύρης απλοχερίζει όλα τα μέλη της φαμελιάς του, αναλοής με την παραδοσακκούλα του. Οι γαλαντόμοι κι οι τζουμέρτηδοι παερήδες (ανοιχτοχέρηδες νονοί) εδώνανε στις φιλιότσοι (βαφτιστήρια) ντως ένα χρηματικό ποσό, τη λεγόμενη μπολεστρίνα (μπολιστρίνα) ή στρένιασμα (στέρνιασμα). Σαν ανοίανε το παραδοπούγγι ντως, δεν ηλυπούσανε τσι παράδες. Οι τεβεκέλες και κιμπάρισσες παγιρίνες (γενναιόδωρες νονές) εφιλεύγανε τα μικρά με γλιγουδάκια (λιχουδιές), τσικουλάτες και νουγκάδες αφ’ τη Σμύρνη, αλλά και τσι βαφτισιμιές τως με κάνα μαλαματικό (κόσμημα).
Δώρα αντάλλασσαν μόνο οι σαστικοί (αρρεβωνιασμένοι): χρουσαφικά, μεταξωτά μαντίλια, παπούτσια, φλουριά κλπ.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα