Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Πρωτοχρονιά, Σφηναριώτικη

Μάζωνε την πραμάτεια του ο παλιός ο χρόνος, όταν φάνηκε ο Θεόφιλος, φίλος γκαρδιακός και συναγωνιστής πολύπλευρος, με γυναίκα και δυο κοπέλια.
– Μεγάλη πολιτεία εγίνηκε, δεν υποφέρεται μπλιό το Ηράκλειο, είπανε, και βγάλανε απ’ το αμάξι τους ρούχα και μελομακάρονα.
Ξαμοληθήκαμε ευτύς στην πλαγιά, μαζώξαμε χόρτα, τα ψήσαμε, στρώσαμε την τάβλα, να μπριζόλες, τυριά, κρασί απ’ το Σχέτη το Νικήτα το Χαιρεθιανό, κι άλλα φαγώσιμα μια κι η νιότη μας δεν έβανε αστραλίκια, κι άντε πάλι περπάτημα κι ορειβασίες να πλουμίζουμε τις μέρες, μέχρι που την παραμονή, έσκασε το μυστικό η Μάρω του Θεόφιλου η γυναίκα.
– Εξέχασα τη Βασιλόπιτα!
Μπήξαμε τα γέλια, «θα κάνουμε σπιτίσια», είπαμε, μα, πώς; Ρεύμα δεν είχαμε, ξυλόφουρνο δεν είχαμε, τηγάνι και κατσαρόλα, είχαμε. Τα μικρά απαντέχανε σε ποιον θα πέσει το νόμισμα, κι η Μάρω, έστερνε το φουκαρά Θεόφιλο στο Καστέλι, 20 χιλιόμετρα χωματόδρομος, να αγοράσει άλλη.
Επειδή όμως η αφεντιά μου φημίζεται για την …ιδιοφυΐα και τους ωραίους τηγανίτες που κάνω, την πέταξα την κοτσάνα μου.
– Θα κάνω εγώ Βασιλόπιτα.
Με είδανε σαν εξωγήινο, κι η συμβία, απόλυτη.
– Γιώργο, δεν ξέρεις.
– Ναι, αλλά κάνω ωραίους τηγανίτες.
– Άλλο τηγανίτες κι άλλο Βασιλόπιτα, είπανε όλοι κοροϊδευτικά.
– Είναι απλό κι εξασφαλισμένο, επέμενα. Θα κάνω μια μεγάλη τηγανίτα.
Με πήρανε στα σοβαρά, με χειροκρότησαν κι όλας, σε μια ώρα ήταν μια πιατέλα γιομάτη με μια μυρωδάτη, όλο πετιμέζι, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια, τηγανίτα!!!
Σα μεσονύχτιασε όμως, όπως το προστάζει το έθιμο, σβήσαμε λουξ και λάμπα πετρελαίου να υποδεχτούμε δα τον καινούργιο χρόνο και μετά δε βρίσκαμε τα σπίρτα να τα ξανανάψουμε. Το τζάκι όμως άναβε και μ’ ένα κερί πήγα να πάρω φλόγα, όταν ακούστηκε θόρυβος δυνατός σαν κεραυνός. Φοβηθήκαμε, πετάχτηκα στο μισόφως και με το που άνοιξα την πόρτα καινούργια βροντή που δεν ήταν βροντή, μπαλοθιά ήτανε, έσκισε την ερημιά μας κι αμέσως μετά, ομοβροντίες ακλουθήσανε, πόλεμος γινότανε.
Ο μεγαλογιδοπροβατάρης ο Αντώνης, μάθαμε, ήτανε καλεσμένος στου αξαδέρφου του, έριξε μια μπαλοθιά και ντελόγο ούλοι μαζί καλωσορίζανε το 1989.
Κι ο αγέρας, άναψε φωτιές στο κονάκι μας με τα ριζίτικα που κουβάλαγε. Είχαμε αδειάσει, μαθές, μισό μπουκάλι τσικουδιά του Σκουνογιώργη, με φιστίκια, στραγάλια και καρυδομύγδαλα του Μαρκομιχάλη του Βλεπέ, και μια κανάτα κρασί παρέα με την όρθα που εκείτονταν ανάσκελα στη σκάρα απάνω. Γι αυτό κι ήρεσε η βασιλόπιτά μου. Το δίφραγκο έπεσε στην πιο μικρή, κανένας δεν κατέβασε μούτρα. Κατεβάζαμε όμως τα ποτηράκια, ακούγαμε ριζίτικα και χορευτικά απ’ αλάργα, πιαστήκαμε χεραγκαλιά, τραγουδούσαμε και χορεύαμε στο μοναδικό φωτισμό από τη φλόγα στο τζάκι.
Και γλεντούσαμε στο ερημητήρι μας, παρέα μονάχα το Θεό, τη ζωογόνα φύση και την αγριεμένη θάλασσα, που στο σκοτίδι ξεχωρίζανε, άσπρα θεριά, τα αφρισμένα κύματα, που πηδούσαν αψηλά και μας αντροκαλούσαν. Χιμούσανε προς τη μεριά μας, γλύφανε τα χαράκια, τα περιλούζανε σαπουνάδα να εξαγνιστούν, θαρρείς, από ανθρώπων την πεισματική διάθεση να τα μολέψουν, κι έβλεπες να χορεύουνε αντάμα την παρέα μας. Και δώστου πήδους και λόγχες κάτασπρες να παραβγαίνουν στο ύψος με τις πύρινες γλώσσες στο τζάκι και ν’ αναμετρούνται με τον πόθο στο καμίνι της ψυχής μας να ζήσουμε για πάντα τούτες τις στιγμές. Να παγώσουν, να γενούνε χρόνος κι αιωνιότητα ευδαιμονίας και πάθους και δημιουργίας.
Μισάνοιχτο αφήκαμε το παναθύρι να αφουγκραζόμαστε τούτες τις σειρήνες κι αντικρυστά τα κουτσούρια να σπιθοβολούν, και γενήκαμε παιδιά αμούστακα, παλικάρια με άρματα, να δώσουμε μάχης το λάχτισμα για τον ταλαίπωρο άνθρωπο που δεν βλέπει τούτες τις ομορφιές και παλεύει όχι με στοιχεία της φύσης, μα με στοιχειά του δαίμονα και βάνουνε για στόχο, πιότερα ρούβλια.
Σύναυγα εξύπνησα, σφάλιξα το παναθύρι μην ξεπαγιάσουμε, τάισα την αδηφάγα φωτιά και τυλίχτηκα ξανά κλινοσκεπάσματα κι όνειρα όμορφα, ωσάν την πραγματικότητα, και το Αγιοβασιλιάτικο τραγούδι που το είπανε το πρωί τα ολοκόκκινα από ζωντάνια παιδάκια, η Ουρανία, η Μαρία, ο Γιωργάκης ο Μανολιός, η Βασιλικώ κι άλλα πολλά που μάθανε πως ετούτος ο κουζουλός Ηρακλειώτης καθηγητής, ανοιχτοχέρης είναι, κανέναν δεν αφήνει παραπονεμένο. Και δώστου να τραγουδούν χαρούμενα…
Καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιάααα…

*gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα