Η αντίληψη ότι το ελεύθερο εµπόριο είναι πάντα επωφελές αποτελεί θεωρητική γενίκευση, η οποία σπάνια βρίσκει πλήρη εφαρµογή στις σύνθετες οικονοµικές και γεωπολιτικές συνθήκες του 21ου αιώνα.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες, αν και θεωρούνται παραδοσιακά οι θεµατοφύλακες του ελεύθερου εµπορίου, το 2024 κατέγραψαν εισαγωγές ύψους 4,11 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων και εξαγωγές 3,19 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων, διαµορφώνοντας εµπορικό έλλειµµα 1,21 τρισεκατοµµυρίων. Ακόµη και αν αφαιρεθεί το πλεόνασµα 295 δισεκατοµµυρίων από τις υπηρεσίες, το καθαρό έλλειµµα παραµένει υψηλό, στα 917 δισεκατοµµύρια.
Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν ότι η πλήρης αποδοχή του ελεύθερου εµπορίου, χωρίς εργαλεία εξισορρόπησης, δεν εξυπηρετεί πάντα τα συµφέροντα ακόµη και των ισχυρότερων οικονοµιών, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για πιο ευέλικτες και ρεαλιστικές πολιτικές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα της ανισορροπίας. Το 2024, το εµπορικό έλλειµµα των ΗΠΑ µε την ΕΕ έφτασε τα 236 δισεκατοµµύρια δολάρια. Αφαιρώντας το πλεόνασµα υπηρεσιών ύψους 75 δισεκατοµµυρίων υπέρ των ΗΠΑ, το καθαρό έλλειµµα ανήλθε σε 161 δισεκατοµµύρια. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ αντιπροσωπεύει περίπου το 16% των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ, το εµπορικό ισοζύγιο παραµένει έντονα αρνητικό για την Ουάσιγκτον.
Το νέο πλαίσιο αντικατοπτρίζει βασικά στοιχεία της πρόσφατης συµφωνίας ΗΠΑ–Ιαπωνίας, στο πλαίσιο της οποίας η Ιαπωνία αποδέχθηκε δασµούς 15% για να αποφύγει µελλοντική αύξηση στο 30%. Οι Ευρωπαίοι διαπραγµατευτές φαίνεται ότι χρησιµοποίησαν τη συµφωνία αυτή ως πρότυπο. Ενδεικτικά, Γερµανοί αξιωµατούχοι διασφάλισαν πως η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιοµηχανία θα απολαµβάνει ισότιµη πρόσβαση στην αµερικανική αγορά µε την ιαπωνική. Τελικά, τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα και τα εξαρτήµατά τους θα υπόκεινται σε δασµό 15%, όπως και τα ιαπωνικά – εξέλιξη που καθησύχασε ιδιαίτερα τους Γερµανούς κατασκευαστές, οι οποίοι ανησυχούσαν για δυσµενή διάκριση.
Στον 21ο αιώνα, η παγκόσµια οικονοµία και οι εµπορικές σχέσεις δεν κινούνται αποκλειστικά από την αυτόνοµη δυναµική των αγορών. Αντίθετα, οι Ηνωµένες Πολιτείες, αξιοποιώντας το µέγεθος της οικονοµίας τους, την τεχνολογική υπεροχή και το γεωπολιτικό τους βάρος, παίζουν ρόλο διαµορφωτή κανόνων. Μέσα από µια νέα στρατηγική «εµπορικής διπλωµατίας» που συνδυάζει µέτριους δασµούς, στοχευµένες επενδύσεις και διαπραγµατεύσεις, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επιτύχουν ό,τι οι αγορές από µόνες τους αδυνατούν: αµοιβαία, πιο ισόρροπη και βιώσιµη ανάπτυξη, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την πρόκληση ενός καταστροφικού εµπορικού πολέµου µε σκοπό την µείωση των εµπορικών της ελλειµάτων.
Η τακτική αυτή διαφοροποιείται ριζικά από την προσέγγιση που κυριάρχησε στις δεκαετίες του 1920 και 1930, όταν η µονοµερής και ακραία πολιτική προστατευτισµού των ΗΠΑ συνέβαλε στη Μεγάλη Ύφεση. Σήµερα, η Ουάσιγκτον επιδιώκει µια νέα ισορροπία, µε εργαλεία που συνδυάζουν την πίεση και τη συνεργασία, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εθνική της οικονοµία και την παγκόσµια σταθερότητα.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες χρησιµοποιούν την οικονοµική τους δύναµη ως µοχλό διαπραγµάτευσης. Αρχικά οι υψηλοί δασµοί είχαν ως στόχο να προσέλθουν τα δυο µέρη στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων. Αντί για καταστροφικούς δασµούς που στραγγαλίζουν το εµπόριο, έχουν επιλέξει να εφαρµόσουν ένα «µέτριο δασµό» 15–20% σε χώρες που επιθυµούν πρόσβαση στην τεράστια αγορά τους. Αυτός ο µηχανισµός επιτυγχάνει δύο στόχους: πρώτον, εξισορροπεί το εµπορικό πλεόνασµα χωρών που διατηρούν υψηλά εµπόδια έναντι αµερικανικών προϊόντων· δεύτερον, δηµιουργεί πίεση για άνοιγµα αγορών, χωρίς να καταστρέφει τις εµπορικές ροές.
Αυτή η µετριοπαθής πολιτική διαφέρει ουσιωδώς από την ιστορική αποτυχία του νοµοσχεδίου Σµουτ–Χώλεϋ. Τη δεκαετία του 1930, οι γερουσιαστές Ριντ Σµουτ και Γουίλις Χώλεϋ ανέβασαν τον µέσο δασµό των ΗΠΑ στο 60%, την ώρα που η χώρα βυθιζόταν στη Μεγάλη Ύφεση και το χρηµατιστήριο κατέρρεε. Το αποτέλεσµα ήταν καταστροφικό: ένα κύµα αντιποίνων από άλλες χώρες, που βύθισε ακόµη περισσότερο την παγκόσµια οικονοµία.
Σήµερα, η Ουάσιγκτον κρατά τους δασµούς σε επίπεδα που ασκούν πίεση χωρίς να οδηγούν σε εµπορικό χάος. Αυτή η ισορροπία, σε συνδυασµό µε τη διπλωµατική διαπραγµάτευση, εξηγεί γιατί οι µεγάλες οικονοµίες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία επιλέγουν να «κάνουν ειρήνη» µε την αµερικανική εµπορική αναδιάταξη, αποφεύγοντας έναν παγκόσµιο εµπορικό πόλεµο. Κανένας δεν θέλει να χάσει την τεράστια αγορά των ΗΠΑ.
Η σηµερινή αµερικανική στρατηγική αποφεύγει τα λάθη του παρελθόντος. Το 1930, ο πρόεδρος Χέρµπερτ Χούβερ υπέγραψε το νοµοσχέδιο Σµουτ–Χώλεϋ, και δύο χρόνια αργότερα προχώρησε σε µια τεράστια φορολογική αύξηση, όπου ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής εκτινάχθηκε από το 25% στο 65%. Ο συνδυασµός ακραίων δασµών και φορολογικής επιβάρυνσης στραγγάλισε την εγχώρια οικονοµία, ενώ η απουσία συντονισµένης διπλωµατίας οδήγησε σε ένα παγκόσµιο κύµα αντιποίνων.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ σήµερα ακολουθούν αντίστροφη πορεία. Μειώνουν τη φορολογία, παρέχουν κίνητρα στις επιχειρήσεις και, ταυτόχρονα, χρησιµοποιούν τους δασµούς ως εργαλείο πίεσης, όχι τιµωρίας. Με τον τρόπο αυτόν, οι δασµοί δεν λειτουργούν ως εµπόδιο, αλλά ως διαπραγµατευτικό χαρτί για να εξασφαλιστούν πιο δίκαιοι όροι στο διεθνές εµπόριο.
Η Ουάσιγκτον δεν περιορίζεται στη χρήση δασµών για την εξισορρόπηση του εµπορίου. Πείθει τις µεγάλες οικονοµίες και τις κορυφαίες επιχειρήσεις να επενδύσουν απευθείας στις Ηνωµένες Πολιτείες. Αυτές οι επενδύσεις, που σε βάθος χρόνου µπορεί να αγγίξουν τα 5–6 τρισεκατοµµύρια δολάρια, ενισχύουν την παραγωγική βάση της χώρας, δηµιουργούν θέσεις εργασίας και, κυρίως, αντισταθµίζουν τις επιπτώσεις των δασµών. Οι επενδύσεις αυτές υπόκεινται σε 100% απόσβεση.
Σε συνδυασµό µε τα κίνητρα χαµηλής φορολογίας και τις ρυθµιστικές µεταρρυθµίσεις, η στρατηγική αυτή διαφοροποιείται ριζικά από την αµερικανική οικονοµική πολιτική της δεκαετίας του 1930. Τότε, η αποµόνωση και η υπερφορολόγηση βύθισαν την αµερικανική οικονοµία στην ύφεση ενώ σήµερα, η διασύνδεση και η ενίσχυση των επενδύσεων δηµιουργούν ένα περιβάλλον ανάπτυξης.
Μέχρι στιγµής, οι Ηνωµένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει τη συνεργασία των ήµισυ από τους µεγάλους εµπορικούς εταίρους τους, µε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία να αποδέχονται τους νέους όρους εµπορίου. Αν και παραµένουν ανοιχτά µέτωπα µε την Κίνα, τον Καναδά και το Μεξικό (όπου η συµφωνία USMCA αποτελεί το βασικό πλαίσιο διαπραγµάτευσης), οι επιτυχίες αυτές προσφέρουν σηµαντική ώθηση στην διαπραγµάτευση µε την Κίνα.
Η βασική ερώτηση που αναδύεται είναι: αν οι δασµοί είναι τόσο καταστροφικοί, γιατί σχεδόν όλες οι χώρες τους εφαρµόζουν; Και αν τα εµπορικά πλεονάσµατα θεωρούνται επικίνδυνα, γιατί τα επιδιώκουν όλες οι οικονοµίες; Η αλήθεια είναι ότι οι δασµοί, όταν εφαρµόζονται στοχευµένα, µπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για πιο ισόρροπες εµπορικές σχέσεις. Στο διεθνές εµπόριο όταν κάποιος έχει εµπορικά πλεονάσµατα, κάποια άλλη χώρα πρέπει να «αντέχει» οικονοµικά να έχει εµπορικά ελλείµατα. Αλλά καµία χώρα δεν «αντέχει» για πολύ καιρό να έχει εµπορικά ελλείµατα.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν την πλήρη εξάλειψη των εµπορικών ελλειµµάτων, ούτε αυτός είναι ρεαλιστικός στόχος. Ο απώτερος σκοπός είναι να ανοίξουν νέες αγορές για τις αµερικανικές επιχειρήσεις, να µειώσουν οι χώρες τους δασµούς και να αρθούν τα µη δασµολογικά εµπόδια που συχνά αποκλείουν τις εξαγωγές αµερικανικών προϊόντων.
Στο πλαίσιο αυτό, η εξαγωγή αµερικανικών προϊόντων και πρώτων υλών αποκτά στρατηγική διάσταση: Οι πωλήσεις αγροτικών προϊόντων και αυτοκινήτων στην Ιαπωνία ενισχύουν τη γεωργική και βιοµηχανική παραγωγή. Η αύξηση των πωλήσεων αυτοκινήτων στην Ευρώπη βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα του αµερικανικού κλάδου. Η εξαγωγή υγροποιηµένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ευρώπη µειώνει την εξάρτηση της ηπείρου από τη Ρωσία, ενισχύοντας παράλληλα τη θέση των ΗΠΑ ως παγκόσµιου ενεργειακού ηγέτη. Αυτή η ενεργειακή διάσταση, πέρα από οικονοµικό όφελος, προσδίδει και γεωπολιτικό βάθος στην αµερικανική στρατηγική, καθώς επιτρέπει την οικοδόµηση δεσµών µε συµµάχους µέσω της διαφοροποίησης ενεργειακών πηγών.
Η σηµερινή αµερικανική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από µια έντονη διπλωµατική διάσταση, που έλειπε από την εποχή του Σµουτ–Χώλεϋ. Στη δεκαετία του 1930, οι Ηνωµένες Πολιτείες εφάρµοζαν µονοµερείς πολιτικές χωρίς διαβούλευση, ενισχύοντας την παγκόσµια αποµόνωση. Αντίθετα, σήµερα, η Ουάσιγκτον χρησιµοποιεί τους δασµούς ως µοχλό για να προσελκύσει διαπραγµατεύσεις και να υπογράψει διµερείς ή πολυµερείς συµφωνίες, οι οποίες επιτρέπουν την οµαλή αναδιάρθρωση των εµπορικών σχέσεων.
Η διπλωµατία αυτή δεν αποσκοπεί στην αποµόνωση, αλλά στη δηµιουργία ενός πιο ισορροπηµένου και βιώσιµου εµπορικού συστήµατος. Είναι µια στρατηγική που ενώνει την οικονοµική ισχύ µε την πολιτική ευελιξία, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος και ανταποκρινόµενη στις προκλήσεις του παρόντος.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες επιτυγχάνουν σήµερα κάτι που το παγκόσµιο εµπόριο δεν µπορούσε να επιτύχει µόνο του: την αναδιαµόρφωση ενός συστήµατος που βασίζεται σε αµοιβαιότητα, σταδιακή ελευθεροποίηση και αποφυγή καταστροφικών συγκρούσεων. Η χρήση µέτριων δασµών, η προσέλκυση επενδύσεων, οι χαµηλοί φόροι και η ενεργή διπλωµατία διαµορφώνουν µια νέα πραγµατικότητα.
Αν και αποµένουν προκλήσεις –µε κυριότερες τις σχέσεις µε την Κίνα και την ολοκλήρωση συµφωνιών µε τον Καναδά και το Μεξικό– οι επιτυχίες µε την Αγγλία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία δείχνουν ότι η στρατηγική αποδίδει. Σε έναν κόσµο που αναζητά σταθερότητα µετά από οικονοµικές κρίσεις και γεωπολιτικές εντάσεις, η αµερικανική προσέγγιση δηµιουργεί ένα νέο µοντέλο: όχι αποµονωτισµός, αλλά καθοδήγηση· όχι εµπορικοί πόλεµοι, αλλά διαπραγµάτευση, όχι αποσύνδεση από το παγκόσµιο εµπόριο αλλά µείωση του ρίσκου.
Έτσι, οι ΗΠΑ δεν περιορίζονται στο να προστατεύουν τα δικά τους συµφέροντα, αλλά αναλαµβάνουν ρόλο διαµορφωτή κανόνων, προσφέροντας στο παγκόσµιο εµπόριο την ισορροπία και την καθοδήγηση που δεν µπορούσε να βρει µόνο του.
Παράλληλα, οι διµερείς σχέσεις ΕΕ–Ιαπωνίας παραµένουν ισχυρές, εδραιωµένες σε µια συµφωνία ελεύθερου εµπορίου που αρχικά υπογράφηκε το 2018 και εξελίχθηκε το 2025 σε συµφωνία στρατηγικής συνεργασίας. Η συµφωνία αυτή εξακολουθεί να εξαλείφει σχεδόν όλους τους δασµούς µεταξύ των δύο πλευρών, γεγονός που αποκτά ακόµη µεγαλύτερη βαρύτητα τώρα που οι αµερικανικοί δασµοί αυξάνουν το κόστος των ευρωπαϊκών και ιαπωνικών προϊόντων στις ΗΠΑ. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, Ευρώπη και Ιαπωνία έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν περαιτέρω τις εµπορικές τους σχέσεις, ώστε να αντισταθµίσουν τις πιθανές απώλειες από τη συρρίκνωση της πρόσβασής τους στην αµερικανική αγορά.