Βρισκόµαστε σήµερα µπροστά σε µια εποχή παγκόσµιων ανακατατάξεων, όχι µόνο στην πολιτική και την τεχνολογία, αλλά και στο διεθνές εµπόριο. Και όµως, παρότι οι αγορές παγκοσµιοποιούνται, ενώ οι κρίσιµες αποφάσεις παίρνονται σε υπερεθνικό επίπεδο, αγνοούµε συστηµατικά ζητήµατα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο του δηµόσιου διαλόγου. Ένα από αυτά, είναι το αθέµιτο διεθνές εµπόριο.
Το αθέµιτο διεθνές εµπόριο δεν είναι απλώς µια αφηρηµένη έννοια των οικονοµικών εγχειριδίων. Είναι µια απτή πραγµατικότητα, που επηρεάζει τις τοπικές βιοµηχανίες, την εργασία, την καινοτοµία και τη µακροπρόθεσµη σταθερότητα των αγορών και των χωρών. Εάν πιστεύουµε ότι κάποιοι χρησιµοποιούν πλεόνασµα κεφαλαίου, κρατικές επιδοτήσεις, κεφαλαιακούς ελέγχους, χαµηλότοκα δάνεια και άλλες αθέµιτες πρακτικές, για να κυριαρχήσουν σε έναν παγκόσµιο κλάδο – όπως για παράδειγµα στη βιοµηχανία των ηλεκτρικών αυτοκινήτων – τότε πρέπει να το ονοµάσουµε µε το σωστό του όνοµα: αθέµιτος ανταγωνισµός.
Αυτό έχει µεγάλη σηµασία γιατί η ιστορία µας διδάσκει ότι κάθε φορά που η διεθνής οικονοµική τάξη επιτρέπει τη στρέβλωση της αγοράς µέσω τεχνητών ενισχύσεων, το τίµηµα το πληρώνουν οι παραγωγοί που λειτουργούν δίκαια, οι εργαζόµενοι που χάνουν δουλειές, και οι καταναλωτές που χάνουν την ελευθερία της επιλογής µέσα σε µια πραγµατικά ανταγωνιστική αγορά.
Αν εστιάσουµε πιο συγκεκριµένα θα δούµε ότι κατά τα τελευταία χρόνια, υπήρξε µια εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της βιοµηχανίας ηλεκτρικών οχηµάτων. Μια ανάπτυξη που φαινοµενικά είναι ευπρόσδεκτη. Προσφέρει λύσεις στο πρόβληµα των ρύπων, της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιµα και οδηγεί σε τεχνολογικές καινοτοµίες. Όµως, κάτω από την επιφάνεια, η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη.
Ορισµένα κράτη – και κυρίως η Κίνα – έχουν επιλέξει να επενδύσουν τεράστια ποσά µέσω κρατικών επιδοτήσεων σε συγκεκριµένους βιοµηχανικούς τοµείς, επιτρέποντας στις εταιρείες τους να προσφέρουν προϊόντα σε εξαιρετικά χαµηλές τιµές. Όχι γιατί είναι πιο αποτελεσµατικές ή πιο καινοτόµες, αλλά γιατί λαµβάνουν τεχνητή οικονοµική στήριξη από το κράτος. Αυτό δεν είναι ελεύθερη αγορά. Είναι στρατηγική εξαγωγής υπερπλεονάσµατος που προσδίδει στην Κίνα υπερπλεόνασµα $1,3 τρις. Είναι ένα είδος οικονοµικού ιµπεριαλισµού. Και είναι επικίνδυνο για όλο τον κόσµο και για την ίδια την Κίνα. Η τελευταία χώρα που προσπάθησε να κάνει κάτι παρόµοιο ήταν η Ιαπωνία την δεκαετία το 1990 και από τότε έχει «τιµωρηθεί» µε απουσία ανάπτυξης και τεράστιο δηµόσιο χρέος 240% του ΑΕΠ) στην προσπάθεια της να δηµιουργήσει ανάπτυξη µε το δηµόσιο δανεισµό.
Όταν µια κινεζική αυτοκινητοβιοµηχανία µπορεί να πουλάει ένα ηλεκτρικό όχηµα 30% φθηνότερα από έναν ευρωπαίο ή αµερικανό ανταγωνιστή, όχι επειδή έχει καλύτερη τεχνολογία ή χαµηλότερο κόστος παραγωγής, αλλά επειδή λαµβάνει τεράστιες κρατικές ενισχύσεις και έχει πρόσβαση σε υπερπλεονάσµατα κεφαλαίου, τότε δεν έχουµε να κάνουµε µε υγιή ανταγωνισµό. Έχουµε να κάνουµε µε τη µεθοδευµένη καταστροφή των ελεύθερων αγορών.
Το αποτέλεσµα είναι ότι οι ευρωπαϊκές και αµερικανικές βιοµηχανίες πλήττονται. Εργαζόµενοι απολύονται. Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν. Η καινοτοµία παγώνει, καθώς η πίεση τιµών καθιστά αδύνατη τη µακροπρόθεσµη έρευνα και ανάπτυξη. Και στο τέλος, όταν το τοπίο έχει καθαρίσει από ανταγωνιστές, ο παγκόσµιος µονοπωλιακός παίκτης αυξάνει τις τιµές και περιορίζει την επιλογή. Το βλέπουµε ήδη αυτό να συµβαίνει στον τοµέα των φωτοβολταϊκών, στον τοµέα των µπαταριών, ακόµα και σε νευραλγικά πεδία όπως τα φαρµακευτικά και τα τεχνολογικά εξαρτήµατα.
Η απάντηση που δίνουν ορισµένοι να µειώσουµε τους δασµούς και να αφήσουµε την αγορά να αυτορρυθµιστεί δεν είναι ρεαλιστική. ∆εν µπορούµε να µιλάµε για αυτορρύθµιση, όταν ένας παίκτης παραβιάζει όλους τους κανόνες µε την χρήση αθέµιτων πρακτικών διεθνούς εµπορίου.
Πρέπει να επαναφέρουµε τη δίκαιη ισορροπία. Η ελεύθερη αγορά δεν είναι χαοτική, ούτε µπορεί να λειτουργήσει χωρίς κανόνες. Είναι ένα σύστηµα που βασίζεται στην ισότιµη συµµετοχή. Αν επιτρέπουµε σε παίκτες να λειτουργούν µε επιδοτήσεις, νοµισµατικούς χειρισµούς ή κρατικές εντολές παραγωγής, τότε η ίδια η αγορά µετατρέπεται σε µηχανισµό καταστροφής του ανταγωνισµού.
Τι θα πρέπει να γίνει: Πρώτον, να αναγνωρίσουµε το πρόβληµα. Και αυτό είναι κάτι που πολύ λίγοι τολµούν να κάνουν µε σαφήνεια. Η Ευρώπη, για παράδειγµα, συχνά διστάζει να ονοµάσει την πρακτική των κρατικών ενισχύσεων της Κίνας ως αθέµιτη. Φοβάται τα αντίποινα, φοβάται την απώλεια της πρόσβασης στην κινεζική αγορά. Όµως το τίµηµα της σιωπής είναι βαρύτερο, καθώς η ΕΕ είχε εµπορικά έλλειµα το 2024 µε την Κίνα ύψους 303 δις.
∆εύτερον, να απαιτήσουµε συµµετρικούς όρους εµπορίου. Αν µια χώρα στηρίζει τα βιοµηχανικά της προϊόντα µε κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να υπάρχει µηχανισµός αντίδρασης. Αυτό µπορεί να σηµαίνει δασµούς, µπορεί να σηµαίνει περιορισµούς, µπορεί να σηµαίνει και στοχευµένες αντι-επιδοτήσεις για τις δικές µας επιχειρήσεις.
Τρίτον, να επενδύσουµε σε στρατηγική αυτάρκεια. ∆εν µπορούµε να εξαρτόµαστε για την τεχνολογία του µέλλοντος από εξωτερικούς προµηθευτές. Η ΕΕ πρέπει να οικοδοµήσει δικά της οικοσυστήµατα στην τεχνητή νοηµοσύνη, στην ηλεκτροκίνηση, στην ψηφιακή παραγωγή. Όχι από εθνικιστική εµµονή, αλλά από γεωοικονοµική ανάγκη και εθνική ασφάλεια.
Τέταρτον, να εκπαιδεύσουµε την κοινή γνώµη. Πολίτες που καταναλώνουν χωρίς γνώση της προέλευσης, χωρίς επίγνωση του τι ενισχύουν µε τα χρήµατά τους, γίνονται άθελά τους συµµέτοχοι στην απορρύθµιση της αγοράς. Η ενηµέρωση είναι όπλο της δηµοκρατίας. Και η δηµοκρατία είναι το πιο ισχυρό µας πλεονέκτηµα.
Πέµπτον, να συνεργαστούµε διεθνώς. Οι ΗΠΑ µε το µεγαλύτερο εµπορικό έλλειµα ύψους $1,2 τρις, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν κοινό συµφέρον να διαµορφώσουν ένα νέο πλαίσιο παγκόσµιου εµπορίου, το οποίο δεν θα επιτρέπει την κατάχρηση από αυταρχικά καθεστώτα ή συστήµατα κρατικού καπιταλισµού.
Η προστασία της δίκαιης αγοράς δεν είναι προστατευτισµός. Είναι υπεράσπιση του δικαιώµατος στην ισότιµη συµµετοχή. Είναι ηθική ευθύνη και οικονοµική αναγκαιότητα. Το να επιτρέπεις την αθέµιτη συµπεριφορά, από φόβο ή απάθεια, δεν είναι δηµοκρατικό. Είναι παραίτηση και άρνηση της πραγµατικότητας.
Η ελεύθερη αγορά δεν είναι ένα σύστηµα χωρίς κανόνες, αλλά ένα σύστηµα όπου οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους. Για να υπάρχουν όµως ίσοι κανόνες για όλους χρειάζεται µηχανισµός επιβολής, επιτήρησης των ίσων κανόνων για όλους. Και επίσης χρειάζεται µηχανισµός αποτροπής των κρατών που παραβιάζουν τους κανόνες. Ο Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου, έχει αποτύχει σε αυτόν τον ρόλο.
Ας εστιάσουµε λοιπόν σε αυτό που σήµερα αγνοούµε. Ας επαναφέρουµε την ισορροπία εκεί που έχει διαταραχθεί. Ας υπερασπιστούµε το δίκαιο εµπόριο, όχι από φόβο για το αθέµιτο, αλλά από πίστη στη δύναµη της δηµοκρατικής οικονοµίας.
Η εξισορρόπηση του διεθνούς εµπορίου θα αποσβέσει πολλές γεωπολιτικές εντάσεις ανά τον κόσµο και θα αποτρέψει φιλόδοξα αυταρχικά καθεστώτα να αναβιώσουν τα αυτοκρατορικά τους όνειρα εκµεταλλευόµενα την ανοχή που δείχνουν οι δηµοκρατικές χώρες.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι oικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής
Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης