Το εκκλησάκι
Είναι ένα άσπρο εκκλησάκι στην ακρογυαλιά,
Κοίµηση της Θεοτόκου το λένε ή Παναγιά
µε λαµπερό κοχύλι µοιάζει από µακριά.
Στην εικόνα Της µια µάνα γονατίζει καταγής
να δοξάσει το Πρόσωπό Της δια της προσευχής
και να πει τον πόνο της που είναι βαρύς.
Φεύγει, και στα χείλη της φοράει τη χαρά
η µάνα εκείνη που ευχαρίστησε την Παναγιά,
µες στην πλατιά αγκάλη Της χωράει κάθε καρδιά.
Μαργαρίτα Αυγουσιανάκη
Ποιητική σύνθεση
Μια ξέφρενη ζωτικότητα µε πληµµυρίζει.
Ο Σωκράτης και ο Νίτσε στέκονται απέναντι µου.
Το αίµα τρέχει καθώς και ο χρόνος, ψάχνοντας για
να βρουν την πρωτογενή χαρά.
Το βίωµα ότι τα χρόνια περνούν ανεπιστρεπτί
οδηγεί τους νέους στη λοιµώδη µονοπυρήνωση.
Ακριβή η ηδονή, µεταµφιέζεται σε χαρά για να
κατακρηµνίσει όσους την κυνηγούν στην απώλεια.
Στοχάσου τον σκεπτόµενο άνθρωπο του Ροντέν και
θυµήσου τον κατά Θεόν ρήτορα να λέει ότι η ταπείνωση
είναι λογική.
Μη µου µιλάς η σιωπή µου και το τραγούδι µου είναι
δοσµένα σ’ εκείνη.
Άδραξε το χέρι µου και πες µου τώρα αν βρήκες
αυτό που ζητούσες τόσα χρόνια.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Όλυµπος και Ψηλορείτης
Οι παλαιοί ονόµαζαν τον Ψηλορείτη Ίδη
εκεί που κατοικούσ’ ο Ζευς πολλούς αιώνες ήδη.
Ο βασιλιάς των δώδεκα θεών στην αρχαιότη
π’ η Ήρα η γυναίκα του, τον έλεγε προδότη.
Αφού ο ∆ίας αρκετές είχε και φιλενάδες
κρυφά ‘πο την γυναίκα ντου κοπέλες και κυράδες.
Έκανε ότι έκανε, όµορφα και πιτήδεια
και ύστερα τσι τάιζε µέλι µε τα καρύδια.
Έτσι τις εκαλόπιανε κι ερχότανε κοντά του
µ’ η Ήρα αν το µάθαινε έσερνε την… ουρά ντου.
Αφού την εφοβότανε ως λέν’ οι παραδόσεις
κι απέφευγε τσι τσακωµούς κι εντάσεις διά ζώσης.
Μα την κακή συνήθεια δεν ήθελε να κόψει
ούτε την όποια σχέση του να τηνε διακόψει.
Η Ήρ’ από τη ζήλια της εκόντευε να σκάσει
µα δεν τον επαραίτουνε τη δόξα να µη χάσει.
Πολλές φορές το έσκαγε από τον Ψηλορείτη
ανέβαινε στον Όλυµπο που δεύτερ’ είχε σπίτι.
Συνωστισµός από θεούς, στου Όλυµπου τα µέρη
συνέβαινε και στήνανε πολλές φορές καρτέρι.
Ο γεις τον άλλο ήθελε να βγάλ’ από τη µέση
να πάρει πιο καλύτερη από εκείνον θέση.
Ο του πολέµου βασιλιάς, Άρης το όνοµά του
κι η Έρις από δίπλα του στις µάχες βοηθά του.
Ο Οδυσσέας ο γνωστός τον Κύκλωπα τυφλώνει
και ύστερα µε πονηριά ξεφεύγει και γλυτώνει.
Στο τέλος εκατάφερε να φθάσει στην Ιθάκη
µνηστήρες εξολόθρεψε µε βέλος τουφεκάκι.
Η Αθηνά βοήθησε πανούργο Οδυσσέα
όπως και τον εκτελεστή Μινώταυρου Θησέα.
Αυτά µονάχα σήµερα για τους Αρχαίους γράφω
κι ένα συγνώµη σας ζητώ αν έχει κάνει λάθο.
Εννιαχωριανός
Ο χρόνος πίσω δεν γυρνά
Γιάγυρε χρόνε γιάγυρε
οπίσω ένα ζάλο να ξαναδώ
παλιές φιλιές δεν θέλω τίποτα άλλο
Ο χρόνος πίσω δεν γυρνά
τίποτε δεν τον νοιάζει
τη φύση και τον άνθρωπο
ποτέ δεν λογαριάζει
Περνά και φεύγει δεν γυρνά
αιώνες παντα τρέχει
δίχως αγάπη και στοργή
τον άνθρωπο να έχει.
Μοιάζει ο χρόνος του νερού
στον ποταµό που τρέχει
που χύνεται στη θάλασσα
και γυρισµό δεν έχει.
Ο χρόνος είναι ο γιατρός
π’όσο περνά απαλαίνει
καθε ανθρώπου την ψυχή
που είναι πονεµένη
Λένε τον χρόνο και καιρό
µα κείνον δεν τον νοιάζει
ο ιδιος είναι πάντοτε
βρέχει χιονίζει λιάζει.
Ο άνθρωπος οµολογεί
ο χρόνος είναι χρήµα
η χρήση του η άσκοπη
είναι µεγάλο κρίµα.
Ανεζητά ο άνθρωπος
τσι περασµένους χρόνους
όπως την πυρκαγιά δεντρί
τους όµορφους τους κλώνους
Ο χρόνος είναι οδηγός
του χάρου να κονέψει
στ’ανθρώπου εκείνου
την αυλή που πάει να µισέψει.
Εκείνος από πολεµά
το χρόνο να δαµάσει
µε ενα κουτάλι προσπαθεί
τη θάλασσα να αδειάσει.
Νίκος Φλεµετάκης
Ταξίδι
Τελευταίο ταξίδι στον ίσκιο µιας αδιόρατης κακοκεφιάς.
Μες τα σοκάκια τα στενά ένας ζωγράφος σχεδιάζει ένα πρόσωπο χλωµό µε µάτια µεγάλα.
Τι να σκεφτόταν;
Ένας άνεµος σιγοψυθίρισε στ΄αφτί της το τελευταίο αντίο σε άσκοπες περιπλανήσεις.
Σαν νεογνό που τη θαλπωρή µίας φωλιάς αποζητά.
Ο ψαράς αντίκρυ στο λιµάνι έριξε πετονιά.
Περιµένει υποµονετικά το ψάρι να τσιµπήσει.
Σαν ζωγραφιά ο κόσµος αυτός,
µα ο νους ξεµακραίνει.
Σκέψεις διάχυτες που όµως ξεθωριάζουν στο πέρασµα τους.
Είν’ τούτο το ταξίδι µια τελεία σε καθετί παλιό;
Ο ήχος ενός σαξόφωνου πιο πέρα,
παραδοχή της παρούσας στιγµής.
Μένει η γεύση αλλοτινής µελωδίας.
Φως στο σκοτάδι.
Τελευταίος σταθµός η ακροθαλασσιά.
Στην αµµουδιά εκεί,
µπρος στον έναστρο ουρανό,
την ώρα της απόλυτης σιωπής,
ένα µε το όλον,
πρόσθεσε µια Άνοιξη στο παζλ της ζωής!
Ελένη ∆ασκαλάκη
Καθηγήτρια Αγγλικών
Μαντιναδάκια
Πρώτη µου φορά αντικρίζω
να σε βρω ξανά πασχίζω
µε το ρολόι στις εννιά
είναι νωρίς κι όµως αργά.
Στου ανέµου το φτερό
όλα καλά είναι θαρρώ
όλα γίνονται µε… γάλα
όλοι τρώµε φασολάδα.
ΦΕΖΑ
Φως- Έρωτας- Ζωή- Αγάπη