Περασµένες οκτώ το βράδυ. Βήµατα αργά, σαν ανάσα µετά από δύσκολη µέρα, στο παλιό στάδιο της πόλης. Εκεί, στην ίδια πάντα στροφή, µε περιµένει καρτερικά µια φράση:Citius, altius, fortius. «Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά». Κι όµως, σήµερα κάτι µέσα µου σιγοψιθυρίζει πως ίσως το «πιο γρήγορα» να µην είναι πάντα σωστό.
Γιατί κάπως έτσι µάθαµε να ζούµε: να µετράµε την αξία µας µε το πόσο προλαβαίνουµε. Να µαθαίνουµε βιαστικά, να δουλεύουµε χωρίς να ανασαίνουµε, να περνάµε τη ζωή µας µε τη σκέψη στο επόµενο βήµα. «Μην καθυστερείς», «προχώρα», «προλαβαίνεις». Κι η ψυχή; Αργεί. Κι ίσως αυτό να ’ναι ευλογία.
Όµως, κάπου εκεί, ανάµεσα στις καθηµερινές διαδροµές, χάνουµε ό,τι πιο πολύτιµο έχουµε: τις στιγµές που δεν προλάβαµε να δούµε. Το παιδί που φόρεσε τη µπλούζα του ανάποδα και µας κοίταξε µε µάτια γεµάτα σκανταλιά. Τον ήλιο που έπεφτε πίσω απ’ τα κτίρια κι έβαφε τον ουρανό χρυσό. Το άρωµα του καφέ που ήρθε να µας θυµίσει ότι υπάρχουµε.
Ζούµε γρήγορα και νοµίζουµε πως έτσι ζούµε περισσότερο. Κι όµως, στην πραγµατικότητα ζούµε λιγότερο. Γιατί δεν προλαβαίνουµε να νιώσουµε – κι ό,τι δεν νιώθουµε, χάνεται. Ό,τι δεν κοιτάξαµε, είναι σαν να µην υπήρξε ποτέ.
Η κοινωνία µάς εκπαίδευσε να βιαζόµαστε. Μας έµαθε πως η αξία µας κρίνεται από το αν τα καταφέρνουµε όλα και µάλιστα αµέσως. «Γρήγορα το πτυχίο», «γρήγορα η δουλειά», «γρήγορα η επιτυχία». Ακόµα και η ψυχοθεραπεία, που κάποτε ήταν τόπος περισυλλογής, σήµερα τη θέλουµε express: «Πόσες συνεδρίες χρειάζονται;». Σαν να φοβόµαστε να σταθούµε µε τον εαυτό µας.
Μα όταν η ζωή γίνει µόνο ταχύτητα, κάτι σπάει µέσα µας. Εµφανίζονται πονοκέφαλοι που δεν ξέρουµε από πού ήρθαν, το σώµα κουβαλάει κούραση παλιά και βαριά, η καρδιά χάνει τον ρυθµό της. Κι εµείς λέµε απλώς «έτσι είναι η ζωή». Όχι, δεν είναι. Έτσι τη µάθαµε.
Η αλήθεια είναι πιο απλή: η ψυχή για να ανθίσει θέλει χρόνο. Θέλει να σταµατήσεις για λίγο. Να αφουγκραστείς τη σιωπή σου. Να κοιτάξεις τον άνθρωπο που αγαπάς και να τον δεις πραγµατικά, πέρα από τις έγνοιες και τα «πρέπει». Να νιώσεις την αγκαλιά του, να πεις «είµαι εδώ».
Slow living – δεν είναι µόδα, είναι στάση. Σηµαίνει να βάζεις ένα «στοπ» στις σκέψεις που τρέχουν σαν ποτάµι. Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να χαρεί τον καφέ το πρωί, τον περίπατο χωρίς στόχο, τη στιγµή που δεν έχει καµία «χρησιµότητα». Και τότε, σαν να ανοίγει µια χαραµάδα, η ζωή βρίσκει πάλι τον δρόµο της µέσα µας.
Θα µου πεις: «Μα έτσι θα µείνω πίσω». Κι όµως, µόνο τότε θα πας πραγµατικά µπροστά – όχι αριθµώντας επιτυχίες, αλλά γεµίζοντας εµπειρίες. Θα βρεις ξανά τη χαµένη σου περιέργεια, τη συγκίνηση, τη χαρά για ό,τι µικρό και «ασήµαντο». Και τότε θα θυµηθείς ποιος είσαι, πίσω από τους ρόλους, τις υποχρεώσεις και τα «πρέπει».
Στην τελευταία στροφή του σταδίου, σκέφτοµαι: δεν είµαι πρωταθλητής. ∆εν θέλω να είµαι. Θέλω να ζω. Να είµαι παρούσα. Να βλέπω, να νιώθω, να αγαπώ. «Πιο αργά, πιο ψηλά, πιο δυνατά – µαζί». Αυτό µοιάζει πιο αληθινό.
Γιατί, στο τέλος, όσα προσπερνούµε βιαστικά δεν τα ξαναβρίσκουµε. Κι η ζωή δεν είναι κουλουάρ. Είναι µια διαδροµή γεµάτη βλέµµατα, χαµόγελα, χρώµατα και σιωπές. Και όλα αυτά αξίζουν τον χρόνο τους.
*Η Μαρία Καµπανταή είναι κλινική ψυχολόγος και συγγραφέας.