Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Περιβαλλοντική Γνώση, Πολιτική και Δημοσιογραφία

Με τη γνώση και την εμπειρία ενός επιστήμονα, που, για χρόνια, λειτουργεί διδακτικά, παιδαγωγικά, ερευνητικά και εποπτικά στην περιοχή της περιβαλλοντικής επιστήμης και εκπαίδευσης, θεωρώ ότι νομιμοποιούμαι να διατυπώσω, κριτικά, κάποιες παρατηρήσεις που αφορούν την αξιοπιστία και εγκυρότητα του νεοφανούς χώρου της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας.
Η περιβαλλοντική πληροφορία για να μετασχηματιστεί σε γνώση, συνειδητοποίηση, ευαισθητοποίηση και δράση, χρειάζεται να αντλείται από το χώρο της περιβαλλοντικής επιστήμης, ο οποίος εμπεριέχει την οικολογική σπουδή, σε αναγκαστική διασύνδεση με τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές, θεσμικές και πολιτικές διαστάσεις, επιρροές, επιπτώσεις και επεκτάσεις της (Αθανασάκης 1989 και 1998, Mc Comick 1995).
Γι’ αυτό και η περιβαλλοντική δημοσιογραφία, ως νεοφανής ειδησεογραφικός, επιστημονικός και κοινωνικός όρος, είναι, προς το παρόν, γενικός, ασαφής και αόριστος, πλην όμως χρήσιμος και αναγκαίος για την καλλιέργεια των αναγνωστών ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού).
Όμως και αυτός ακόμη ο χώρος της περιβαλλοντικής επιστήμης είναι πολύπλοκος, πολυδιάστατος, σύνθετος και πολυ-επιστημονικός, με πολλές μεταβλητές, ο οποίος για τη λειτουργία του, απαιτεί τη συνεργασία πολλών επιστημονικών ειδικοτήτων, για την αναγνώριση, ταυτοποίηση, κατανόηση και επίλυση ενός περιβαλλοντικού ζητήματος ή προβλήματος, όπως για παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή, η χρήση των ήπιων μορφών ενέργειας, η ρύπανση κ.ά. (Jickling and Spork 1998).
Αν όμως η συμμετοχή και η συνεργασία των μέχρι σήμερα απομονωμένων επιστημονικών αντικειμένων στην επεξεργασία των περιβαλλοντικών ζητημάτων και προβλημάτων, καταξιώνει και επικυρώνει την επιστημονική έρευνα, ταυτόχρονα η συνεργασία αυτή αποτελεί και την αδυναμία της. Γιατί μια τέτοια συστημική γνωστική αναγκαιότητα, που είναι πρωταρχική για την οικολογική σπουδή, έρευνα και αγωγή, επιτρέπει στον οποιοσδήποτε (ας πούμε πολιτικό μηχανικό ή μηχανολόγο, λογιστή ή επιχειρηματία), να παριστάνει τον περιβαλλοντολόγο, λόγω της διαρκούς επικαιρότητας που διατηρούν τα περιβαλλοντικά ζητήματα για την ποιότητα ζωής. Έτσι ο οποιοσδήποτε μπορεί να οικολογεί, αρθρώνοντας, συνήθως, λόγο καταστροφολογικό, φοβικό, ή αόριστο και με επιχειρήματα σαθρά που δεν είναι επικυρωμένα και αποδεκτά από τη “διεθνή επιστημονική κοινότητα”. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί τόσοι πολλοί επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, με απειροελάχιστη συνάφεια με το χώρο της περιβαλλοντικής επιστήμης, θέλουν να αποκαλούνται “περιβαλλοντολόγοι”, επηρεάζοντας συνήθως αρνητικά, με τις παρεμβάσεις τους, τις τοπικές κοινωνίες.
Τα παραπάνω φαινόμενα αναφέρονται εδώ, επειδή επηρεάζουν την εγκυρότητα του χώρου της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας και επειδή κυρίως, οι δημοσιογράφοι αυτού του χώρου οφείλουν να αντλούν να επιλέγουν, να αναλύουν, να ερμηνεύουν και να παρουσιάζουν περιβαλλοντικά δεδομένα, αποτελέσματα, συμπεράσματα και προτάσεις, όχι μόνο από το internet (που συχνά αποτελεί χώρο επιστημονικής σύγχυσης και αυθαιρεσίας), αλλά από γνήσιους και καταξιωμένους επιστήμονες της περιβαλλοντικής επιστήμης, οι οποίοι όχι μόνο “κατέχουν σε βάθος” τα οικο-περιβαλλοντικά και κοινωνικο-οικολογικά θέματα, αλλά και μπορούν να τα συσχετίζουν, μέσω έγκυρων δεδομένων και ισχυρών επιχειρημάτων, με τις κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτικές τους διαστάσεις, όπως επιτάσσουν οι αρχές, οι δομές και οι λειτουργίες της περιβαλλοντικής επιστήμης (Robotomm 1994 και 1998, Χρυσαφίδης 1999).
Αρκεί οι καταξιωμένοι αυτοί επιστήμονες της περιβαλλοντικής επιστήμης να διαθέτουν ερευνητικό ήθος. Γιατί η επιστημονική έρευνα δεν είναι ουδέτερη, αλλά συχνά υπόκειται σε οικονομικές, επιχειρηματικές και πολιτικές επιδράσεις και σκοπιμότητες, στις οποίες πολλές φορές εντάσσονται και οι “δήθεν αξιόπιστοι ερευνητές”, που διερευνούν τα κοινωνικο-περιβαλλοντικά ζητήματα. Οι επιστήμονες αυτοί, συνήθως “τρομοκρατούν” τους πολίτες της τοπικής κοινωνίας, με σαθρά επιχειρήματα, προκαλώντας οικολογική φοβία, όπως επισημαίνει ο Πασκάλ Μπρικνέρ, στο επίκαιρο βιβλίο του “Ο φανατισμός της αποκάλυψης”.
Να γιατί η περιβαλλοντική δημοσιογραφία χρειάζεται να προσφεύγει σε πολλαπλές, ποικίλες και “έντιμες” πηγές πληροφόρησης, που έχουν διαμορφωθεί από επιστήμονες ή φορείς, οι οποίοι διαθέτουν “ερευνητικό ήθος”, για να μπορεί έτσι η δημοσιογραφία αυτή να λειτουργεί αξιόπιστα και δεοντολογικά.
Ύστερα από τις επισημάνσεις αυτές για τα προβλήματα εγκυρότητας και αξιοπιστίας του ειδησεογραφικού, γνωστικού και σχολιαστικού χώρου της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας, χρειάζεται να τονιστεί ότι (Mc Keownt-Ice and Dendinger 2000, Αθανασάκης 1998):
• η Περιβαλλοντική Γνώση βιώνεται, οικοδομείται και αναπτύσσεται από το Περιβάλλον, μέσα στο Περιβάλλον και για το Περιβάλλον, με συμμετοχικές, διερευνητικές και διεπιστημονικές διαδικασίες μάθησης. Και ότι
• Η οικοδόμηση αυτής της γνώσης πραγματοποιείται μέσα από δύο αξεχώριστους εκπαιδευτικούς πυλώνες ανάπτυξης, Την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και την Περιβαλλοντική Αγωγή. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση επικεντρώνεται στην άντληση, επεξεργασία, αξιολόγηση και αξιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών, ενώ η Περιβαλλοντική Αγωγή στη διαμόρφωση ηθών, αξιών, στάσεων και συμπεριφορών.
Ωστόσο και οι δύο αυτοί πυλώνες ανάπτυξης της γνώσης για το περιβάλλον, για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, χρειάζεται, πέραν της ενημέρωσης, να προσεγγίζουν τις κοινωνικο-εκπαιδευτικές διαδικασίες ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης των πολιτών, αλλά και όλων όσων επηρεάζουν τις κοινωνικο-περιβαλλοντικές επιλογές αποφάσεις και πολιτικές.
Προς τούτο, θεωρώ ότι η πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Επαρχιακού Τύπου, σε συνεργασία με άλλους φορείς, για την Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία, συνιστά πρωτοποριακή δράση ευαισθητοποίησης, που συντελεί όχι μόνο στην ενημέρωση και κατανόηση των σημερινών περιβαλλοντικών ζητημάτων αλλά και στην οικο-περιβαλλοντική συνειδητοποίηση και ενεργοποίηση των απλών πολιτών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Αθανασάκης Α., Η αναγκαιότητα της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ, 15, 1989.
2. Αθανασάκης Α., Εκτιμήσεις για την πορεία του θεσμού της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, Πρακτικά 3ου Περιβαλλοντικού Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, Χαλκίδα, Δεκέμβριος 1998.
3. Jickling B., Spork H., Education for Environment: A critique, ENVIRONMENTAL EDUCATION RESEARCH, Vol. 4, 3, 1998.
4. Mc Comick J., The Global Environmental Movement, WILEY AND SONS, 1995..
5. Mckeown – Ice R., Dendinger R., Socio-Polical-Cultural Foundations of Environmental Education, THE JOURNAL OF ENVIRONMENTAL EDUCATION, Vol. 31, 4, 2000.
6. Robottom J., Why not educate for the Environment, AUSTRALIAN JOURNAL OF ENVIRONMENTAL EDUCATION, 4, 1984.
7. Robottom J., Social critique or social control: Some problems for Evaluation in Environmental Education, JOURNAL OF RESEARCH IN SCIENCE TEACHING, vol. 26, 5, 1998.
8. Χρυσαφίδης Κ., Μπορεί η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση να αλλάξει τη ζωή του ελληνικού σχολείου; Π.Ε.ΕΚ.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1999.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα