Κύριε διευθυντά,
διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή το άρθρο επικαιρότητας που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη εφημερίδας σας με τίτλο « Ελιά ο πρόγονος του Χριστουγεννιάτικου δένδρου». Για για μια ολοκληρωμένη εικόνα θα ήθελα με την επιστολή μου αυτή να προβώ με την άδειά σας σε ορισμένες επισημάνσεις και συμπληρώσεις:
Υπάρχουν πολλές αρχαίες αναφορές από τις οποίες πληροφορούμαστε πως για την κατασκευή της «ειρεσιώνης» που ήταν γνωστή και ως «ικετηρία» χρησιμοποιούνταν κλάδος Ελαίας ή Δάφνης. Για παράδειγμα στο έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη διαβάζουμε «… ειρεσιώνη δε θαλλός ελαίας ή δάφνης…».
Η μετάφραση του ύμνου της ειρεσιώνης είναι αδόκιμη. Στο απόσπασμα του ύμνου, όπως αναφέρεται στο έργο «Βίοι παράλληλοι» του Πλούταρχου «Ειρεσιώνη, σύκα φέρειν και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψησασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη» δεν υπονοείται «μέλι γλυκό»!!! ούτε «λάδι απαλό»!!. Ακόμα δεν μεταφράζεται καθόλου η λέξη «αναψήσασθαι». Η αρχαία «κοτύλη» σύμφωνα με το Λεξικό του Πατριάρχη Φωτίου σημαίνει « το κοίλον (=χούφτα) της χειρός» ή «ποτηρίου είδους». Η κοτύλη ήταν επίσης μονάδα όγκου ισοδύναμη με 0,27 λίτρα. Δεν σήμαινε ποτέ βέβαια «γλυκό». Η λέξη «αναψήσασθαι» που αναφέρεται από πολλούς και «αποψήσασθαι» ελεύθερα σε παρακλητική διαδικασία μεταφράζεται «να ψήνεις». Τέλος ο αρχαίος «κύλιξ» ήταν ανοιχτό αγγείο πόσης κρασιού. Εν κατακλείδι το κείμενο θα μπορούσε μιας και έχει ικετευτικό υπόβαθρο να ερμηνευτεί ελεύθερα κάπως έτσι: «Η ειρεσιώνη να σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά και μέλι στο ποτήρι και λάδι για να ψήνεις και κανάτα ξέχειλη (με κρασί) για να μεθύσεις και να κοιμηθείς».
Επιπρόσθετα αξίζει να γίνει εξαιτίας των γιορτινών ημερών αναφορά στα ομηρικά κάλαντα (καλένδες) της ειρεσιώνης:
«Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί,
αυταί ανακλίνεσθε θύραι. Πλούτος γαρ έσεισι
πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,
ειρήνη τ’ αγαθή. Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είη,
κυρβαίη δ’ αιεί κατά καρδόπου έρπει μάζα…
Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστήξομεν
ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ’ ήλθομεν».
(Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ας ανοιχτούν οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει άφθονη η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
για να γεμίσουν τα σταμνιά, κι οι χωματένιες κύρβεις
και να φουσκώσει η σκάφη του ζυμάρι κριθαρένιο…
Είτε μας δώσεις κάτι, είτε όχι, εμείς δε θα καθίσουμε
γιατί δεν ήλθαμε εδώ για να συγκατοικήσουμε).
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
δρ Βαγγέλης Α. Μπούρμπος
γεωπόνος ερευνητής