18.4 C
Chania
Παρασκευή, 30 Μαΐου, 2025

Παραμύθι για μεγάλους και παιδιά: Η γριά χαρουπιά

Μια φορά σε άλλα χρόνια που λαλούσαν τα τριζόνια, ήταν ένα αγόρι που είχε χάσει πολύ νωρίς τη µάνα του. Το παιδί ζούσε µε τον πατέρα του σε ένα χωριό γύρω από µια λαγκαδιά, στη ρίζα ενός µεγάλου βουνού.  Το χωριό δεν είχε πολλούς κατοίκους, καθώς οι γεροντότεροι όλο και λιγόστευαν, ενώ οι νέοι εφευγαν για να ζήσουν στην πολιτεία.

Πατέρας και γιος έµεναν σε ένα µικρό σπιτάκι, που είχε µονάχα τα απαραίτητα, δηλαδή ένα ξύλινο τραπέζι, ένα µικρό ντουλάπι για τα  σκουτελικά, ένα ντιβάνι, για να κοιµάται το παιδί και έναν καναπέ, όπου κοιµόταν ο πατέρας. Εκείνος, εκτός από αγρότης, ήταν και καλός µαραγκός. Κάποτε είχε πολλή δουλειά.  Έφτιαχνε καρέκλες, στρίποδα, ξύλινες λεκανίδες, ανέµες, πιατοθήκες. Έφτιαχνε ό,τι έβανε ο νους του ανθρώπου, µέχρι και αργαλειούς και αλέτρια. Έφτιαχνε ακόµα και παιχνίδια, ξύλινους σβούρους και µικρά ξύλινα καρότσια για να παίζουν τα παιδιά, κάποτε µάλιστα έφτιαξε για τον γιο του ένα ωραίο σκάκι.
Σαν πέρασαν τα χρόνια και ο πατέρας είχε πια γεράσει,παράγγειλε στον γιο του:
-Μην αφήσεις ποτέ τον τόπο µας. Αυτός ο τόπος θα σε θρέψει.
-Και πώς θα γίνει αυτό, πατέρα;
-Έχεις µάθει από µένα την τέχνη του µαραγκού. Από αυτήν και από τις αγροτικές δουλειές θα ζήσεις. Χρειάζεται, όµως, να θυµάσαι ένα πράγµα.
-Τι πράγµα;
-Να ρωτάς, αν θέλεις να µαθαίνεις.
-Μα το χωριό αδειάζει, οι νέοι φεύγουν για την πολιτεία!
-Πάλι θα έρθουν άνθρωποι εδώ. Και τότε το χωριό θα ξανανθίσει, επειδή οι ανθρώποι είναι ο κόσµος!

Όταν ο πατέρας εκλεισε τα µάτια του, ο γιος ξεκίνησε τον δικό του αγώνα. Για να ξεχνά τη µοναξιά του, έφτιαξε,από ένα µεγάλο κορµό πλατάνου, ένα κάθισµα µε ψηλή πλάτη και το σκάλισε σαν να ήταν µια ανθρώπινη φιγούρα. Στο πάνω µέρος της πλάτης έκοψε το ξύλο στρογγυλό, σαν να ήταν κεφάλι, και σκάλισε το πρόσωπο µιας νέας γυναίκας. Ύστερα έφτιαξε άλλο ένα όµοιο κάθισµα και στο πάνω µέρος της πλάτης  σκάλισε το προσωπο ενός άνδρα.Έβαλε τα δυο καθίσµατα στα πλάγια του τραπεζιού και ένιωθε πως εκεί καθόταν ο πατέρας και η µάνα του. Ο ίδιος καθόταν στον καναπέ που ήταν  εκεί κοντά και, κάποιες φορές, σιγοµουρµούριζε:
-Μάνα και κύρη µου, ας ήταν να ερχόσασταν και να µένατε για λίγο εδώ, σιµά µου!

Αραιά και πού µαστόρευε κάτι που του ζητούσαν από τα γύρω µέρη. Χειµώνα-καλοκαίρι έβαζε κήπο, το χειµώνα µάζευε και τις ελιές και έβγαζε το λάδι της χρονιάς. Εκείνο [που τον στενοχωρούσε ήταν πως δεν έβρισκε πια ανθρώπους για να ρωτά και να µαθαίνει, όπως του είχε πει ο πατέρας του. Ο καιρός περνούσε και ο νέος ένιωθε τη µοναξιά όλο και πιο βαρειά στις πλάτες του. Κάποιες φορές, όταν ο καιρός ήταν καλός, κατηφόριζε προς το ποτάµι, καθόταν πάνω σε µια µεγάλη ποταµόπετρα που βρισκόταν στον ίσκιο µιας θεόρατης χαρουπιάς και συχνά µιλούσε µε τον εαυτό του. Μια από τις µέρες εκείνες µονολογούσε και έλεγε:
-E, κατακαηµένε, πού είναι ο τόπος -και πού οι ανθρώποι;
Tοτε άκουσε µια φωνή να ρωτά:
-Σε ποιον µιλάς;
Ξαφνιάστηκε καθώς άκουσε εκείνη τη φωνή. Σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. ∆εν είδε κάτι. “Άλλο πάλι και τούτο!” σιγοµουρµούρισε. Σταυροκοπήθηκε και έκανε να καθίσει πάλι, όταν άκουσε την ίδια φωνή να λέει:
-Γιατί βασανίζεσαι άδικα;
-Όποιος κι αν είσαι, κάνε µου τη χάρη να µε αφήσεις ήσυχο!
-Μη σκιάζεσαι και µη σκοτίζεσαι. Είµαι η χαρουπιά!.
Η χαρουπιά;
-Nαι, εγώ είµαι που σου µιλώ, µην τροµάζεις. Στον ίσκιο µου ερχόσουν και έπαιζες από µικρό παιδί. Έτρωγες τα ζαχαροχάρουπά µου και κοιµόσουν πάνω σε αυτή τη µεγάλη, πλακουδερή πέτρα, πλάι στη ρίζα µου. Άκουγες το τραγούδι του ποταµού και ονειρευόσουν.
-Τα θυµάσαι όλα λοιπόν, καλή µου χαρουπιά! Όµως τότε που ήµουν µικρό παιδί µπορούσα να κάνω όνειρα, αλλά τώρα, µου λες τι γίνεται; Μπορείς να µου πεις  τι να κάνω; Σκέφτοµαι αυτά που έλεγε ο κύρης µου: “Μην αφήσεις ποτέ τον τόπο µας” και “Πάντα να ρωτάς, αν θέλεις να µαθαίνεις”. Εγώ τον άκουσα, έµεινα στον ίδιο τόπο, δεν έχω όµως διάφορο. Κι ύστερα, ποιους να ρωτώ για να µαθαίνω, µου λες; Το χωριό άδειασε, ακόµα και οι κάργιες έχουν φύγει!
Ναι, αλλά ο κύρης σου έλεγε και κάτι άλλο. Έλεγε: “Οι ανθρώποι είναι ο κόσµος!”.
-Τι θες να πεις, τώρα;
-Θέλω να πω ότι  τόπος δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι να τον αγαπούν. Μονάχος σου, τι να πρωτοκάµεις; Θα πας, λοιπόν, πέρα από δω, µακριά, µέχρι να βρεις τον άνθρωπο που θα έρθει µαζί σου, εδώ. Τότε µπορεί ο τόπος αυτός να αναστηθεί!

Ο νέος εντουσούντισε κάµποσες µέρες αυτά που του είπε η χαρουπιά και ένα πρωί, πριν ακόµα χαράξει η µέρα, πήρε το ραβδί, το βουργιάλι και τον σάκο του πατέρα του, πήρε και το σαρακάκι, το καλέµι και το κοπίδι που είχε για τα ξύλα, και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του. Ακολούθησε το δρόµο πλάι στην όχθη του ποταµού και όλο προχωρούσε. Κατηφόριζε µεγάλες πλαγιές, διάβαινε από κάµπους και ξαπόσταινε πλάι στις ρίζες των καλαµιών. Ένα πρωί άκουσε πατηµασιές και κουβέντες να έρχονται από κάπου κοντά.  Ύστερα είδε να σιµώνουν µια γυναίκα και ένα παιδί. Το παιδί έκοβε καλάµια και λυγαριές και η  γυναίκα κρατούσε καλάθια. Όταν πλησίασαν ακόµα λίγο, το παιδί ρώτησε:
-Φτιάχνεις καλάθια και του λόγου σου;
-Οχι, εγώ κόβω και σκαλίζω ξύλα. Μαραγκεύω, φτιάχνω µικρά έπιπλα. Aµα θες, µπορώ να φτιάξω κάτι για σένα.
-∆εν θέλω να φτιάξεις κάτι για µένα, µόνο να µε βοηθήσεις να µάθω την τέχνη σου!
-Ορεξη να ‘χεις κι εγώ θα σε βοηθήσω να γίνεις ξεφτέρι! Ο συχωρεµένος ο πατέρας µου έλεγε: “Πάντα να ρωτάς για να µαθαίνεις!”.
Η γυναίκα πλησίασε και έδωσε από ένα κοµµάτι ψωµί στο γιο της και στον άγνωστο άνδρα.
Έτσι ξεκίνησε η γνωριµία τους. Κάποιο πρωί, ήρθαν και οι τρεις µαζί να καθίσουν κάτω από τον ίσκιο της χαρουπιάς. Ύστερα η οικογένεια µεγάλωσε. Ήρθαν κι άλλα παιδιά. Οι γονείς εργάζονταν στη γη που πια δεν ήταν έρηµη. Στο παλιό σπίτι αντηχούσαν τώρα χαρούµενες φωνές.   Ο πατέρας έκανε αγροτικές δουλειές και µαράγκευε, η µητέρα βοηθούσε στο χωράφι και νοικοκύρευε το σπίτι, όλοι µαζί τα βράδυα συζητούσαν και τραγουδούσαν, µε συνοδεία ένα ξύλινο σήµαντρο και ένα µαντολίνο, που είχε φτιάξει ο πατέρας για τα παιδιά. Έκανε µια καλή περιουσία από την µαραγκική τέχνη. Με τη βοήθεια του πρώτου γιου,  έφτιαχνε έπιπλα που ήταν περιζήτητα. Χάρη σε αυτή την οικογένεια, το χωριό µεγάλωσε, νέοι άνθρωποι ήρθαν να µείνουν εκεί. Η γριά χαρουπιά ήταν πολύ χαρούµενη. Κάποιοι έλεγαν πως την είχαν ακούσει να ψιθυρίζει, µε ένα µικρό αναστεναγµό:
-Εχ, οι ανθρώποι είναι ο κόσµος!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα