27.4 C
Chania
Κυριακή, 24 Αυγούστου, 2025

Οι λεπτομέρειες

» Ian Genberg (µτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδόσεις Gutenberg)

Προσδοκίες. Αυθαίρετες, υποκειµενικές. Αυτόνοµα παρούσες. Χτυπούν την πόρτα και µπαίνουν και κάθονται, άλλοτε τις αναγνωρίζεις, το όνοµα του συγγραφέα, η πρόταση µιας φίλης, ένα βραβείο, το θέµα, η χώρα, ο εκδοτικός οίκος, ο µεταφραστής, και άλλοτε σου µοιάζουν µυστήριες και ξένες, δεν ξέρεις γιατί σε επισκέφθηκαν, τι σου τάζουν πέρα από µια αόριστη διαβεβαίωση πως ίσως αυτό το βιβλίο να θέλεις να το διαβάσεις µε τη µορφή κατεπείγοντος, άµεσα, τώρα, µόλις πήρε θέση στην προθήκη. Η Σουηδία ήταν κάτι που αναγνώριζα ως γεννήτρια προσδοκιών αντικρίζοντας τις Λεπτοµέρειες. Πέρας τούτου ουδέν. Και τι µε αυτό; ∆εν δίστασα στιγµή να µιλάω γι’ αυτό το βιβλίο, για το ένστικτο και τις προσδοκίες που είχα γι’ αυτό το µικρής έκτασης µυθιστόρηµα, διευκρινίζοντας, ακόµα και στον ίδιο µου τον εαυτό, πως δεν είχα θεµέλια για να στηρίξω τον ορίζοντα που µε βιαστικές µολυβιές σκίτσαρα στο βάθος. Άλλο από την ανάγνωση δεν έµενε. Άργησα αλλά παράτησα ένα αδιάφορο βιβλίο, το αποφάσισα ενώ το άφηνα στο κοµοδίνο λίγο πριν κλείσω τα µάτια µου να κοιµηθώ, ελπίζοντας πως θα σηκωθώ έγκαιρα ώστε να προλάβω το πρωί, ξεκούραστα και ήσυχα, να γυρίσω την πρώτη σελίδα από το επόµενο. Θα ήταν αυτό.

Μετά από µερικές µέρες µε τον ιό στο σώµα µου, µε πιάνει πυρετός και µου έρχεται η ιδέα να διαβάσω ξανά ένα συγκεκριµένο µυθιστόρηµα και, µόλις κάθοµαι στο κρεβάτι και το ανοίγω, καταλαβαίνω γιατί. Στην πρώτη λευκή σελίδα βρίσκω γραµµένο µε µπλε στιλό, και µε αναµφισβήτητα αναγνωρίσιµο γραφικό χαρακτήρα, τα εξής:

29 Μαΐου 1996

Περαστικά σου και γρήγορα. Στην κρεπερί Φίρα Κνοπ σερβίρουν γαλλικές τηγανίτες και µηλίτη. Περιµένω µέχρι τη µέρα που θα µπορέσουµε να πάµε ξανά εκεί.

Φιλιά (τα οποία προτιµούν τα χείλη σου), 

Γιοχάνα

Η ιδέα, σε συνθήκη ανηµπόριας, να καταφύγεις σε ένα παλιό οχυρό, σ’ ένα ασφαλές καταφύγιο, σε πείσµα του κινδύνου της αποµάγευσης, είναι καθόλα οικεία, δεν είναι µόνο το βιβλίο αυτό καθαυτό, η γνώριµη, αν και ίσως στις λεπτοµέρειες ξεχασµένη, ιστορία, το άνοιγµα της πρώτης σελίδας ανοίγει το κουτί των αναµνήσεων, ποιος ήσουν, µε ποιον ήσουν, πώς ήσουν, πού ήσουν όταν το διάβασες, ίσως, από την ίδια την ανάγνωση, η συνθήκη εντός της οποίας έγινε να είναι πιο σηµαντική, πιο καθοριστική, πιο δυνατή. Στην προκειµένη περίπτωση η αφηγήτρια επιθυµεί να διαβάσει ξανά την Τριλογία της Νέας Υόρκης του Πολ Όστερ, ένα από τα πλέον εκκωφαντικά ντεµπούτα των τελευταίων δεκαετιών, απόφαση που µου υπενθύµισε πως είναι ένα βιβλίο που το σκέφτοµαι συχνά, εκείνο το καλοκαίρι που κάθε µεσηµέρι ο ουρανός άνοιγε και απελευθέρωνε µε µανία την υδάτινη ροή, δώδεκα, δεκατρία χρόνια πριν, εκείνη, πίσω στο αφηγηµατικό παρόν, γυρίζει την πρώτη σελίδα, διαβάζει την αφιέρωση, και τότε άρρωστη ήταν, αλλά δεν είναι αυτή η σύµπτωση το συγκλονιστικό, εκείνο ήταν το όνοµα στο τέλος της αφιέρωσης, Γιοχάνα.

∆εν έχω την απαραίτητη σκευή ώστε να επιχειρηµατολογήσω γιατί συµβαίνει, ή αν πάντα συνέβαινε, από τη µία αυτή η µανία µε το πρωτότυπο, από την άλλη η δυσανεξία στο σιωπηλό, το ήπιο, το µη υπογραµµισµένα σηµαντικό· ο φόβος µήπως χάσουµε τον χρόνο µας, πότε άραγε προέκυψε αυτή η συνισταµένη στην πράξη της ανάγνωσης, διαβάζοντας κάτι στο οποίο, γενικά και αόριστα λέµε, δεν συµβαίνει τίποτα, πέρα ίσως από την ίδια τη ζωή, κάποιου άλλου, του γράφοντος υποκειµένου. Πιπιλίζεται, και πιπιλιζόµενη χάνει το όποιο εµβαδόν αλήθειας, η άποψη πως πια είµαστε στην εποχή της καλλιτεχνικής ιδιωτείας, πια, λένε, δεν γράφεται οικουµενική λογοτεχνία, λες και οι ατοµικές ιστορίες και η παρατήρηση του τριγύρω κόσµου δεν ήταν ανέκαθεν οι κύριες τροφοί της τέχνης του λόγου, λες και τα γράφοντα υποκείµενα και άρα και οι ιστορίες τους δεν ανήκουν στον σύνθετο και πολυποίκιλο κόσµο µας. Νιώθω, και πάλι δεν µπορώ να το αποδείξω, πως έχουµε να κάνουµε (και) µε έναν κεκαλυµµένο ανταγωνισµό, πως αφού κάποιοι γράφουν, εκδίδονται και διαβάζονται, τότε κι εµείς ως µονάδες µπορούµε να κάνουµε το ίδιο, ίσως, ακόµα ακόµα, να µην το κάνουµε ακριβώς γιατί εκείνοι καταλαµβάνουν όλον τον διαθέσιµο χώρο.

Άφησα τα όσα έλεγα για τις Λεπτοµέρειες, πριν ακόµα αρχίσω κιόλας να λέω γι’ αυτές, για να κάνω την παραπάνω παρένθεση. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως γιατί προοικονόµησα αντιδράσεις άλλων αναγνωστών, ίσως γιατί, µπορεί και ταυτόχρονα, κάποια παράλληλη συζήτηση να έγινε και εντός µου, αυτή η πανταχού παρούσα ανάγκη πειστικής και ακριβής απάντησης στο ερώτηµα γιατί µου άρεσε/γιατί δεν µου άρεσε ένα βιβλίο, αποτέλεσµα της οποίας, εν πολλοίς, είναι και αυτό το ίδιο το ιστολόγιο/ηµερολόγιο ανάγνωσης.

Η Γένµπεργκ, άρρωστη και καταβεβληµένη από τον πυρετό, διασχίζει τα όρια του παρόντος, µπαίνει και µπλέκει στον λαβύρινθο της µνήµης και του παρελθόντος, των όσων απέµειναν, µε όποιον τρόπο και αν αυτό συνέβη, από τότε παλιά. Όπως περιέγραψα παραπάνω την ανάγνωση, έτσι συµβαίνει και γενικότερα µε τα περασµένα, το τι έγινε έχει προφανώς αξία και βάρος, αλλά είναι και τα γύρω τριγύρω παραφερνάλια που φωτίζουν αυτοβούλως την εικόνα, δηµιουργώντας ένα καθοριστικό περίβληµα. Πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν καθοριστικά και σηµαντικά, αναπόσπαστο µέρος της τότε ζωής, τότε που ούτε µας περνούσε από το µυαλό, και αν το σκεφτόµασταν το αποδιώχναµε έντροµοι, πως υπήρχε η περίπτωση να χαθούν.

Χωρισµένο σε κεφάλαια αφιερωµένα στα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν και τώρα δεν υπάρχουν πια ως µέρος της ζωής της, η Γένµπεργκ χαµηλότονα, απόρροια ίσως και του πυρετού, πόσο αντιστικτική είναι εδώ η εικόνα που µας δηµιουργεί η έκφραση πυρετώδης γραφή, ανασύρει και αναθυµάται τα πρόσωπα εκείνα και µέσω αυτών την ίδια, τότε παλιά. Γεννηµένη το 1967, η Γένµπεργκ, που δεν προσπαθεί να µας πείσει πως είναι η ίδια η αφηγήτρια, το υποκείµενο της µνήµης και των συµβάντων, το θύµα ή ο θύτης, ανάλογα µε την περίπτωση, έζησε ένα µεγάλο µέρος της ζωής της στον αναλογικό κόσµο, τότε που µπορούσε εύκολα κάποιος να εξαφανιστεί απλώς µετακοµίζοντας λίγους δρόµους παρακάτω, αρκεί να µην υπήρχε καταχώρηση µε το όνοµά του στον τηλεφωνικό κατάλογο, χωρίς την ψηφιακή διασύνδεση που µένει άψυχη να µας παραπλανά πως δεν χάνουµε τους ανθρώπους που δεν θέλαµε να χάσουµε αλλά χάσαµε, που τους χάσαµε ακόµα και αν δεν το έχουµε συνειδητοποιήσει. Και αυτή η µεταβλητή είναι καθοριστική, πάντα κατά τη γνώµη µου, για την πρόσληψη της αφήγησης, της συγκεκριµένης ανάληψης από το παρελθόν.

∆εν µε ενδιαφέρει αν η ιστορία που διαβάζω είναι πραγµατική, µέχρι την τελευταία της λεπτοµέρεια, ή επινοηµένη, µέχρι την τελευταία της λεπτοµέρεια. ∆ιόλου δεν µε ενδιαφέρει. Όταν διαβάζω, διαβάζω µια αφηγηµατική κατασκευή, τον τρόπο κάποιου να αφηγηθεί µια ιστορία. Και, επαναλαµβάνοντας τα της διαίσθησης και της µη σκευής, πιστεύω ακράδαντα πως περισσότερες πιθανότητες έχει ένας συγγραφέας να µιλήσει οικουµενικά αν αυτό δεν αποτελεί προγραµµατική πρόθεση, παρά το αντίθετο.

Η Γένµπεργκ γράφει µε έναν τρόπο που µε γοητεύει, στο µυαλό µου γυναικείο, που τις απαρχές τις εντοπίζω στη Γουλφ και µετέπειτα στον αγγλοσαξονικό κόσµο της γραφής, εγκεφαλικός χωρίς να λείπει το συναίσθηµα, σίγουρα χωρίς να λείπει το συναίσθηµα, αλλά όχι έρµαιο σε αυτό, µια γλώσσα ήπια, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, µε έναν χαρακτήρα οριακά στωικό, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε τη δύναµη ούτε όµως και την αδυναµία. ∆ιάβασα πρόσφατα Τα πρόσωπα της ∆ανής Τούβε Ντιτλέουσεν, γεννηµένη πενήντα χρόνια πριν από τη Γιένµπεργκ, και τώρα, διαβάζοντας τις Λεπτοµέρειες ένιωσα µια παράδοξη οικειότητα στη φωνή και τον τρόπο, µια συγγένεια που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα της λογοτεχνίας αλλά αποδίδει, ή αφήνει την αίσθηση τέλος πάντων πως αποδίδει, ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά συστατικά.

Φιοριτούρες και εντυπωσιασµοί εδώ δεν υπάρχουν. Μια τέτοια απόπειρα θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη µε το προσωπικό, τότε ναι, το ατοµικό θα επέπλεε στην επιφάνεια της ασηµαντότητάς του, καθώς η στόχευση θα ήταν να προκαλέσει το συναίσθηµα, θαυµασµό ή λύπηση µικρή σηµασία έχει. Καµία σοφία δεν θα ξεστοµίσω αν ισχυριστώ πως ο τρόπος έχει σηµασία µεγαλύτερη από το περιεχόµενο, αυτός είναι που µπορεί µια απλή ιστορία, γιατί κάθε ατοµική ιστορία στο πλάι της µεγάλης ιστορίας ούτε καν ορίζεται, να σταθεί ως αφήγηση. Και αν καταφέρει και σταθεί, τότε ίσως µπορέσει να ξεπεράσει τα αρχικά της όρια, εκείνα που αφορούν αποκλειστικά το υποκείµενα και τα τριγύρω από αυτό πρόσωπα της ιστορίας, και να δηµιουργήσει κοινό έδαφος, έστω και αν όχι κοινής σύστασης, µε το αναγνωστικό υποκείµενο. Και Οι λεπτοµέρειες ήταν ακριβώς αυτό.

Η λογοτεχνία, όπως και όλα, δεν χωρίζεται στα δύο, αλλά γιορτάζει στο µεσοδιάστηµα τους.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα