Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Οι Έλληνες κάποτε…

Η ζοφερή πραγματικότητα της Χώρας μας και η εθνική μελαγχολία που απλώθηκε σε κάθε άκρη της, επιβάλλει να ιδούμε πώς διαβιώνουν σήμερα οι ηγέτες μας, αυτοί που φέρνουν τη βαρειά ευθύνη για την κατάντια μας, και ποια είναι η στάση τους έναντι των νέων κατακτητών μας, των απογόνων των ναζί, με τα αγέλαστα πρόσωπα και τα ακατάληπτα ονόματα, που ήρθαν και ασκούν την νεοτυραννία μας.

Eπιβάλλει, ακόμη, να κάνουμε μικρή αναδρομή στο παρελθόν και να θυμηθούμε πώς οι αληθινοί Έλληνες τότε αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες.

Το πράγμα απλό: Συνεχίζουν να ζουν στις επαύλεις τους στα βόρεια προάστεια της Πρωτεύουσας, μη στερούμενες, βεβαίως, των κήπων και των πισίνων, απαραιτήτων για την αναγκαία χαλάρωσή τους, επαύλεις που δεν έγιναν μόνον από τα νόμιμα εισοδήματά τους και από την ισχνή βουλευτική τους αποζημίωση των χρόνων εκείνων, κατά τους οποίους έσωζαν την πατρίδα και το λαό. Έχουν άριστες και φιλικές σχέσεις οι δωσίλογοι αυτοί με τους κατακτητές μας και συνεργάζονται μαζί τους. Τους ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες των γραφείων του Δημοσίου και τους παραδίδουν φακέλους πολιτών να τους ελέγξουν στο Ξενοδοχείο που διαμένουν! Αυτοί που δήλωναν ότι ήταν η κάθε λέξη του Συντάγματος έγιναν η κάθε λέξη της παραβιάσεώς του!

Χαμογελούν όταν ακούν ότι απωλέσαμε την εθνική μας κυριαρχία και, τέλος, επιδίδονται σε αγώνα για την επανεκλογή τους στις βουλευτικές εκλογές (όποτε και εάν αυτές γίνουν) για να ολοκληρώσουν το θεάρεστο και εθνικά ωφέλιμο έργο τους. Κάνουν τον προεκλογικό τους αυτόν αγώνα κρυπτόμενοι από το λαό, σωφρόνως ποιούντες. Το πολύ-πολύ να εμφανισθούν σε κανένα τηλεοπτικό κανάλι, φυλασσόμενοι από τους φρουρούς τους, με πληρωμένη την εμφάνιση και με εξασφαλισμένες τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων και με έτοιμες τις απαντήσεις. Αυτά προ της πανδημίας βεβαίως.

Αλλά και με την πανδημία καλά περνούν. Οι νόμιμες εισπράξεις του ανέρχονται περίπου στο πσοό των 8.000,00 ευρώ, χωρίς να εργάζονται καθόλου, δηλαδή δεν πατούν στη Βουλή. Οι λύσεις στα προσωπικά τους και τα πολιτικά τους θέματα στο “τρίγωνο των Βερμούδων”, δηλαδή Βουλή, Κολωνάκι, Μύκονο. Τόσο καλά.

Ας δούμε τώρα συμπεριφορές Ελλήνων, απλών και επωνύμων, σε άλλες πιο δύσκολες εποχές. Είναι, βέβαια, αδύνατο να αναφερθούμε σε αμέτρητες συμπεριφορές αληθινών, άδολων και υπερηφάνων Ελλήνων, που πύργωσαν, πυραμίδωσαν και μετεώρισαν την πατρίδα, γι’ αυτό θα περιορισθούμε σε λίγες απ’ αυτές και ο αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το όλον:

Πρώτο επεισόδιο: Ο Μαιζόν στα τέλη του 1826 πληροφορείται ότι ο θρυλικός Νικηταράς με τα παλικάρια του κάνει κλεφτοπόλεμο στον Ιμπραήμ, του λείπει όμως ακόμη και το ψωμί. Τον προσκαλεί, λοιπόν, να δειπνεί μαζί του κάθε μέρα. Η απάντηση του Τουρκοφάγου, σε ποιητική δική μου απόδοση, είναι:

“-Μόνη της η πατρίδα μου μπορεί για να φροντίσει
όλα τα παλικάρια της και τους πολεμιστές της
και σκέπασε καλύτερα στη ματωμένη κάπα
(μη ντροπιαστεί στα μάτια τους η φτωχική πατρίδα)
μικρό δοχείο με ελιές που του `χαν απομείνει
και ζούσε μόνο με αυτές ολάκαιρη βδομάδα
χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, σαν τα σπαρτά καήκαν
από το λίβα τον καυτό που σκόρπισαν φουσάτα
του Ιμπραήμ και των Τουρκών όλο το καλοκαίρι.”
Ο ήρωας αυτός πέθανε τυφλός και ζητιάνος στον Πειραιά
(έτυχεν αδείας των Αρχών να ζητιανεύει μόνον κάθε Πρασκευή), αφού έτεινε χείρα ελεημοσύνης στους Έλληνες και όχι στους Βαυαρούς.

Δεύτερο επεισόδιο: Πλάϊ στα ερείπια του Ναού του Ποσειδώνα στον Πόρο Ευρωπαίοι Ελληνίζοντες περιηγητές για ώρες μιλούσαν για την αρχαία Καλαύρεια˙ μιλούσαν για τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο για την Χαιρώνεια, για τον Αισχίνη, τον Ισοκράτη και τους άλλους Μακεδονίζοντες˙ Κουβέντιαζαν για τους απάνθρωπους βασανισμούς του Υπερείδη και του Λεωσθένη και την εκτέλεσή τους απ’ τον Αντίπατρο, για τον Δημοσθένη έλεγαν που πρόλαβε να σωθεί απ’ την οργή και του Αργεία και πέθανε μ’ αξιοπρέπεια το κώνειο πίνοντας σ’ αυτό το Ναό που τώρα αντικρίζαν. Πιο πέρα, αλλά σιμά στο Ναό, χωρικός απλοϊκός έβοσκε το κοπάδι του. Οι περιηγητές, έχοντας στο νου τους το ασύνδετο (έτσι θαρούσαν) των αρχαίων ενδόξων Ελλήνων και των νεότερων που σκλάβοι ζούσαν στα χώματά τους, με περιφρόνηση έκδηλη τον περιέπαιξαν λέγοντάς του: – Γνωρίζεις τίνος μεγάλου ανδρός τα οστά είναι θαμμένα σ’ αυτό το Ναό; Κι ο βοσκός ήρεμα τους απάντησε: -Το ξέρω, μα τώρα λείπει από εδώ, ταξιδεύει στην Ευρώπη και διδάσκει της Ελλάδας το πνεύμα˙ από εκεί περιμένουμε να ‘ρθει να μας ελευθερώσει˙ βλέποντάς σας, όμως, καταλάβαμε πως θ’ αργήσει πολύ˙ αργείτε να διαδαχτείτε. (Η ιστορία είναι πραγματική, την περιέσωσε δε ο Γεώργιος Τερτσέτης και βρίσκεται καταχωρημένη στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” που εξέδιδε στο Ναύπλιο μετά την παραίτησή του από το δικαστικό λειτούργημα, συνεπεία της στάσεώς του στη δίκη του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα).

Τρίτο επεισόδιο: 9 Αυγούστου 1826 στην Ελευσίνα. Ο Καραϊσκάκης και οι οπλαρχηγοί βρίσκονται σε απόγνωση. Λείπουν τα πάντα και βλέπει τα παλικάρια του στην πείνα απελπισμένα. Εκεί ήρθε και η είδηση του θανάτου της γυναίκας του Γκόλφως στο νησάκι Κάλαμος του Μεσολογγίου. Προ του κινδύνου καταρρεύσεως του στρατοπέδου ο γιος της καλόγριας αποφάσισε να μην πάει στην κηδεία της. Και κάτι ακόμα: Σαν του έφερε η Μαριώ το φαγητό, αρνήθηκε να φάει, λέγοντας: ”Εγώ θ’ αγγίξω το φαΐ, όταν θα φάν’ κι οι άλλοι”.

Τέταρτο επεισόδιο: Σεπτέμβριος 1922. Το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας ενταφιάστηκε οριστικά στις φλόγες της Σμύρνης και η καταστροφή της εκστρατείας της Μικράς Ασίας ολοκληρωνόταν. Το μόνο τμήμα στρατού που υποχωρούσε με όρους στρατιωτικούς ήταν το 5/42 Σύνταγμα Πεζικού του Συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα. Κάποιο απόβραδο κοντά στον Τσεσμέ ο Υπασπιστής του τού έφερε να υπογράψει τις σκοπιές της νύχτας, γιατί οι κατάκοποι φαντάροι έπρεπε να κοιμηθούν λίγες ώρες. Τότε ο μαύρος καβαλάρης του είπε: ”Σχίσε το χαρτί. Αυτοί οι φαντάροι περπατούσαν όλη την ημέρα με τα πόδια κι εγώ καβάλα στο άλογο. Απόψε χρέη σκοπού εκτελώ εγώ!”. Όλη τη νύχτα καβαλάρης γυρόφερνε το πρόχειρο στρατόπεδο και οι φαντάροι του κοιμούνταν. Ο Πλαστήρας σε λίγες ημέρες έγινε ο μεγάλος επαναστάτης της Χίου, αργότερα δε έγινε Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Πέθανε πένης, γέρων και ασθενής.

Πέμπτο επεισόδιο: Χειμώνας 1940-1941. Στο αλβανικό μέτωπο οι φαντάροι πολεμιστές έβλεπαν τον αρχηγό τους, τον θρυλικό Γέρο-Ταγματάρχη του Πυροβολικού Δημήτριο Κωστάκη, τον κανονιέρη που γονάτισε μία Αυτοκρατορία, να περιμένει τελευταίος στη σειρά του συσσιτίου, κρατώντας την καραβάνα του. Ο ήρωας αυτός πέθανε το 1960 στα Γιάννενα πάμπτωχος, στην κηδεία του δε το κράτος των πολιτικών ήταν απόν.
Τα παραδείγματα αυτά, βέβαια, είναι ενδεικτικά των χιλιάδων που υπήρξαν. Ο καθένας μας ας μάθει, ας συγκρίνει και ας κρίνει και ίσως βρεί το δρόμο της λύτρωσης, της δικής του και της Χώρας μας.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα