Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Ο βροντάρας

Φτωχός άνθρωπος ήταν ο κυρ Θανάσης, κάτοικος ενός ορεινού χωριού, το σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά της πεντάμορφης Όρθυς.

Καλλιεργώντας δε κάποια χωραφάκια που είχε κληρονομήσει από τους γονιούς του, σπέρνοντάς τα, πότε σιτάρι εξοικονομώντας το ψωμί της χρονιάς και κριθάρι εξοικονομώντας τον καρπό για τα ζώα του και τα ποτιστικά καλαμπόκι και με τα οικόσιτα ζώα του, δύο – τρεις κατσίκες, πέντε – έξι προβατίνες, ένα γάιδαρο και ένα ζευγάρι βόιδια – που με κείνα όργωνε και έσπερνε τα χωράφια του -τα έφερνε βόλτα, γυρβάλια όπως λένε στα ορεινά χωριά της ιδιαιτέρας μου πατρίδας της Ρούμελης.

Ο κυρ Θανάσης, μετά τον ησυχασμό του εμφυλίου σπαραγμού και στα μέσα της δεκαετίας του 1950, παντρεύτηκε μια κοπέλα από ένα πιο ορεινό χωριό από το δικό του. Καλή κοπέλα ήταν αλλά άτυχη και τούτο γιατί στην πρώτης της γέννα, στον Κωνσταντίνο της, έπειτα από λίγες μέρες αρρώστησε και έχασε λίγο την ακοή της. Και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών να επαναφέρουν την ακοή της στο φυσιολογικό επίπεδο δεν τα κατάφεραν και η δόλια η Θανάσαινα, η Όλγα – έτσι την έλεγαν – δεν άκουγε πολύ καλά. Επόμενο ήταν, έπειτα από την ταλαιπωρία της αυτή και μένοντας κάπως κουφή για όλη της την υπόλοιπη ζωή, όση κι αν θα ήταν αυτή, εκτός από την απότομη αλλαγή της ζωής της οι χωριανοί της κόλλησαν και τη ρετσινιά, το παρατσούκλι ‘’κουφάλογο’’. Έκτοτε δεν την αποκαλούσαν πια με το όνομά της όπως πρώτα. Ναι, τη φώναζαν οι γειτόνισσες με το όνομα της αν την ήθελαν να τους πει κάτι ή αν γνώριζε κάτι που εκείνες δεν το ήξεραν, τη φώναζαν Όλγα, αλλά έτσι κουφή όπως ήταν δεν άκουγε και πολλές γειτόνισσες, μιλώντας εκ του ασφαλούς βέβαια, εξωτερικεύοντας ίσως το φαρμάκι τους την αποκαλούσαν μουλωχτά ‘’βρε το κουφάλογο δεν ακούει’’.

Τώρα, σιγά – σιγά η δόλια η Όλγα συνήθισε τον καινούργιο τρόπο ζωής που η σκληρή μοίρα της χάραξε ν’ ακολουθήσει, λέγοντας με πικρό παράπονο:
«Τι να κάνω η δόλια, πρέπει να ζήσω έτσι, να μεγαλώσω τα παιδιά μου…» γιατί στον αμέσως επόμενο χρόνο μετά την γέννηση του Κωνσταντή της έφερε στον κόσμο και την Φανούλα της.

Τώρα, ο κυρ Θανάσης ακολούθησε κι εκείνος το μονοπάτι της ζωής που πρόσταξε ο Μεγαλοδύναμος να βαδίσει, με υπομονή και κατανόηση αγόγγυστα. Όπως ήταν όμως φυσικό κι αναμενόμενο, για να συνεννοηθεί με την γυναικούλα του, που πραγματικά την αγαπούσε, έτσι έλεγαν όλοι οι χωριανοί, φώναζε αρκετά δυνατά. Του κακοφαινότανε βέβαια, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει ο άμοιρος. Κάποιες φορές όμως που παρ’ όλη την δυνατή φωνή που έβγαζε καλώντας τη γυναικούλα του για οτιδήποτε ήθελε να της πει, θέλεις η αντίθετη φορά του αέρα, θέλεις η αμέλεια της Όλγας σκεπτόμενη ίσως κείνη τη στιγμή κάτι άλλο, δεν τον άκουγε και νευρίαζε κάπως. Συνειδητοποιώντας όμως σε τι δύσκολη θέση βρισκότανε η γυναικούλα του, αμέσως χαμήλωνε τον τόνο της φωνής του, καταπράυνε τα νεύρα του και την αγκάλιαζε λέγοντας με πόνο ψυχής:

«Συγχώρα με καλή μου που νευρίασα λίγο» για να απαντήσει η δόλια η Όλγα αμέσως την επόμενη στιγμή:
«Αϊ Νάσιου μ’ – που αυτό σημαίνει ‘’Θανάση μ’’ – δεν πειράζει… δίκιο έχεις… τι να κάνω όμως, έτσι το ήθελε να γίνω ο Μεγαλοδύναμος».

Με την πάροδο του χρόνου και μεγαλώνοντας τα παιδιά, ο Κωνσταντής και η Φανούλα, προσαρμόστηκαν κι εκείνα στον τρόπο μιας δύσκολης ζωής, που δεν ήταν όπως ήταν η ζωή των άλλων παιδιών του χωριού, βρίσκοντας τρόπους να επικοινωνήσουν με την μητέρα τους. Όταν καταλάβαιναν ότι ήταν αδύνατο να τ’ ακούσει η μητέρα τους χρησιμοποιούσανε τα χέρια τους, κουνώντας τα, ή το κεφάλι τους κάνοντας ακόμα και διάφορους μορφασμούς.

Ο κυρ Θανάσης όμως, όσο ο καιρός περνούσε και η ζωή τους κυλούσε καλά, του έγινε συνήθεια το δυνάμωμα της φωνής του και δίχως να το θέλει φώναζε δυνατά και στους ανθρώπους που απευθυνότανε και πολύ απ’ αυτούς εκνευριζότανε λέγοντάς του:
«Ε, τι φωνάζεις; Δεν είμαι κουφός, σε άκουσα» θυμίζοντάς του συγχρόνως, άθελά τους βέβαια, την ατυχία της γυναίκας του, το ‘’ζωντανό βάσανο’’ όπως έλεγαν πολλοί.
Άλλοι πάλι, άπονοι κακοί, κοινωνικά αμόρφωτοι, ή πως αλλιώς να τους χαρακτηρίσει κανείς, του έλεγαν:
«Ε, σε άκουσα, τι γκαρίζεις;» για να συμπληρώσουν στην συνέχεια:
«Οι γάιδαροι μόνο γκαρίζουν».

Ο δόλιος ο κυρ Θανάσης προσπαθούσε να μην φωνάζει όταν απευθυνότανε σε άλλους, αλλά η συνήθεια είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να την ξεφορτωθεί κανείς. Καταβάλλοντας δε αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια, άλλες φορές, όταν το θυμότανε ότι δεν πρέπει να φωνάζει, μίλαγε φυσιολογικά κι άλλες φορές πολύ δυνατά, για μια στιγμή όμως. Αυτό το απότομο ανέβασμα της φωνής του και το αμέσως κατέβασμα έμοιαζε – έλεγαν – σαν τον κρότο της βροντάρας. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι, η βροντάρα είναι ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι – όπλο – που κατασκευάζεται από κορμό της φρουσκλιάς. Η φρουσκλιά είναι ένας θάμνος, που ο κορμός του στο εσωτερικό του έχει ψίχα όπως είναι το μεδούλι στα κόκαλα.
Αφαιρώντας δε την ψίχα και κόβοντας ένα μέρος του κορμού περίπου 10-15 εκατοστά, εμείς τότε που ήμασταν παιδιά, στην μια άκρη της οπής της βροντάρας βάζαμε ένα κεδρόμηλο και από την άλλη σπρώχναμε μια βέργα από ατσαλόσυρμα. Τώρα, πιέζοντας, σπρώχνοντας το ατσαλόσυρμα, κάποια στιγμή ο αέρας που ήταν εγκλωβισμένος μέσα στην βροντάρα πιεζότανε πολύ και για να ελευθερωθεί έσπρωχνε με την σειρά του το κεδρόμηλο και εκτοξευόμενο εκείνο έκανε ένα αρκετά δυνατό κρότο. Με κείνα τα απλά και άκακα όπλα παίζαμε εμείς τότε. Τέλος πάντων. Κι έτσι του δόλιου του κυρ Θανάση του κόλλησαν το παρατσούκλι ο βροντάρας. Έκτοτε, ποτέ δεν τον έλεγαν με το όνομά του. Βροντάρα τον ανέβαζαν βροντάρα τον κατέβαζαν.

Τέλος, μεγαλώνοντας τα παιδιά και συνειδητοποιώντας τη δύσκολη ζωή που περνούσε η μητέρα τους, η αλήθεια είναι ότι στεναχωριότανε πάρα πολύ και προσπαθούσαν να μην την φέρνουν σε πιο δύσκολη θέση από τη θέση που είδη βρισκότανε. Μια μέρα όμως, ανοιξιάτικη μέρα λιόλουστη, γύρω στα τέλη του πεντάγνωμου Μάρτη ή αρχές του ερωτιάρη Απρίλη, δεν συγκράτησα πότε ακριβώς μου το είπε ο γιος της ο Κωνσταντής, γιατί το γνώριζα το παιδί πολύ καλά κι αυτό επειδή στο χωριό του είχα συγγενείς και πήγαινα πολλές φορές, μου είπε τι έγινε κλαίοντας:

«Πήγα με την μητέρα μου φίλε, κείνη τη μέρα, να κόψουμε πουρνάρια για το ψήσιμο του ψωμιού στο φούρνο κι εκεί που έκοβα τα πουρνάρια, κάτω στη ρεματιά άκουσα το μονότονο κελάηδημα του κούκου κι αυθόρμητα είπα:
‘’Άκου… άκου μάνα… ο κούκος το λέει κάτω στην ρεματιά’’. Αμέσως όμως συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου δεν ήταν δυνατό να το ακούσει γιατί η ρεματιά ήταν αρκετά μακριά κι οι νότες του κούκου έφταναν στα αυτιά μου πολύ εξασθενημένες κι αμέσως σταμάτησα. Σιγά σιγά αποτραβήχτηκα από την μανούλα μου και κρύφτηκα πίσω από μια πουρναροπατλιά κι έκλαψα πικρά».

Τέλος, πέρασαν αρκετά χρόνια και τελείως τυχαία τον συνάντησα τον φίλο μου τον Κωνσταντή στην Λαμία. Κι εφόσον αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε από χαρά, μου είπε:
«Έχω νέα καλά να σου πω φίλε μου. Η μητέρα μου, με την βοήθεια ενός φίλου μου χειρουργού ωτορινολαρυγγολόγου που τον γνώρισα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που κι εγώ σπουδάζω ωτορινολαρυγγολόγος για το χατίρι της μητέρας μου, την χειρούργησε κι απόκτησε κατά ενενήντα τοις εκατό την ακοή της. Δεν της είπα όμως ποτέ φίλε μου Δημήτρη…» μου είπε, «…ποτέ για κείνη την ημέρα που άκουσα τον κούκο να το ‘’λέει’’ κάτω στις ρεματιές που έτσι λέει κι ένα από τα χιλιάδες δημοτικά τραγούδια μας».
Κι εγώ με την σειρά μου για να γλυκάνω κάπως την ατμόσφαιρα, χαριτολογώντας του είπα:

«Ο ‘’βροντάρας’’ ο πατέρας σου τι κάνει; Τι κάνει φίλε μου αυτός ο πάντα γελαστός άνθρωπος;»
«Ζει και βασιλεύει…» μου απάντησε, «…αλλά τη συνήθεια να φωνάζει δεν λέει να την κόψει, ακόμα και τώρα που η μανούλα μου ακούει πολύ καλά» και γελώντας αυτή τη φορά μου συμπλήρωσε:
«Προσέχει όμως τι λέει, για καλό και για κακό, γιατί – όπως λέει και ο ίδιος – και οι τοίχοι έχουν αυτιά».

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα