Από την Κασταμονίτσα Πεδιάδας επήγε ο Σηφογιάννης, που είχε το παρατσούκλι “Καίης”, να βαφτίσει ένα παιδί του Γιάννη Κομπολάκη, που τον έλεγαν κι αυτόν “Βιολή”, στα Καρουζανα. Μετά το μυστήριο επήγαν στο σπίτι για το καθιερωμένο τραπέζι. Το φαγητό ήταν πλούσιο, τα φαγητά εκλεκτά και το κέφι πολύ.
Την ώρα του φαγητού ο “Βιολής” που ήταν λίγο αστείος, δεν παρέλειπε να πειράζει το νέο του σύντεκνο τον “Καίη”. Ετσι όταν έβαλαν το πιλάφι στο τραπέζι, τον επλησίασε και του λέει:
– Σύντεκνε, τρώε. Καλό πρεπει να ’ναι το πιλάφι. Μόνο πως “καίει” ακόμη.
Ο “Καίης” από σεβασμό δεν έδωσε σημασία στο πείραγμα, αλλά ο “Βιολής” εσυνέχισε και σε λίγο που σέρβιραν το ψητό άρχισε πάλι τα ίδια.
– Να πιούμε μια σύντεκνε, μα να τρως κιόλας. Μόνο πως “καίει” λίγο το ψητό.
Ο “Καίης” που ήταν πανέξυπνος και ήξερε που χτυπούσαν τα λόγια του συντέκνου, του είπε σε κάποια στιγμή που έλεγε πάλι τα ίδια:
– Μα, ε σύντεκνε, όλο τούτο-νε το “βιολί” θα να ’χομε;
Αριστοφάνη Χουρδάκη,
“Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες και Ανέκδοτα”