Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Ο ποταμός του Σκουτελώνα

Μια ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων, που ξεκινά ίσως από τότε που ήμουν 5χρονη παιδούλα και σε αντίκρισα άμμος ίσια με το λιβάδι με τις βρουλιές, με τις κολύμπες σου γεμάτες γυρίνους που νομίζαμε ότι ήταν ψαράκια. Ησουν, λέει, άγριος χείμαρρος, έτσι μου είπαν, που πλημμύριζες γι’ αυτό και δίπλα σου ήταν μόνο βούρλα, δεν μπορούσε τίποτα να καλλιεργηθεί. Μα τον χειμώνα εγώ ήμουν παιδί της πολιτείας, πήγαινα στο σχολειό. Το καλοκαίρι σμίγαμε καμιά δεκαριά συνομήλικα παιδιά από την πολιτεία, φιλοξενούμενα στους παππούδες γιαγιάδες, με τα χωριατάκια, αγαπημένα και αλωνίζαμε από τα μεσάμπελα ως τον γιαλό ξυπόλυτα, τι ελευθερία και αυτή! Τα τζιτζίκια, που τα ζεύαμε στο αλώνι, τους γυρίνους που τηγανίσαμε κρυφά κλέβοντας ο ένας ένα τηγάνι, η άλλη το λάδι και άλλος το αλεύρι, πιστεύοντας ότι ήταν ψαράκια. Χωρίς να τα πλύνομε, άλλωστε ήταν μες στο νερό! Τσιμπολογώντας κάποιες ρόγες σταφυλιών που πήγαιναν να ροδίσουν, ξινές ακόμα, τα σύκα που μας έκαναν το χατίρι να ωριμάζουν ενώ ήμασταν ακόμα στο χωριό. Τις ακολιές, κείνα τα αγκαθωτά κεφαλάκια που καθόταν πάνω στα αγκαθωτά απλωτά, ίσα με τη γη φύλλα. Κόβαμε τα κεφαλάκια και πετιόταν πυκνές σταγόνες γάλα και την άλλη μέρα πηγαίναμε και στεγνές τις μασούσαμε, ήταν οι μαστίχες μας. Αργότερα έμαθα ότι το φυτό ήταν πολύ δηλητηριώδες. Δεν πάθαμε τίποτα, ούτε από τις μαστίχες, ούτε από τα τηγανητά ψαράκια – βατραχάκια. Ούτε από τον καλοκαιριάτικο ήλιο που μας βαρούσε αρκετές ώρες κάθε μέρα και ξυπόλυτα. Ομορφες αναμνήσεις, εικόνες ανεξίτηλες διανθισμένες από αταξίες, ανυπακοή και το ξύλο που τρώγαμε που το αξίζαμε, αλλά χαλάλι, περνούσαμε ωραία. Και το bullying, το τόσο επίκαιρο, υπήρχε και τότε. Τα 13 ως 15 χρονών αγόρια του χωριού, μια παρέα, κατηφόριζαν τον αγροτικό δρόμο προς τη θάλασσα και σταματούσαν για λίγο εκεί που παίζαμε. Δεν μας πείραζαν, αλλά μας παρακολουθούσαν, χαμογελώντας ειρωνικά και μας χαλούσαν το κέφι. Δεν ξέρω ποιος το πρωτοσκέφτηκε, αλλά ήταν σαν να το είπαμε όλοι με μια σκέψη. Σε μια βουρλιά κοντά στον δρόμο ήταν δύο μεγάλες σφηκοκυψέλες. Ετσι όταν ήρθαν και στάθηκαν εκεί, εμείς γίναμε ένα κουβαράκι στις ρίζες των θάμνων και με ένα μακρύ καλάμι τις ξεσμηλώσαμε και τα αγόρια άρχισαν να τρέχουν κυνηγημένα από σμήνος σφήκες.
Ναι, και ανάμεσα στις σφηκοφωλιές παίζαμε. Υποθέτω ότι κατά καιρούς θα είχαμε και κάποια τσιμπήματα.
Όμως εκεί στα έντεκα – δώδεκα χρόνια τελείωσε. Ωριμάσαμε, δεν ταίριαζε.
Κοίταζα την ανώμαλη άμμο σου, έμπαινα και περπατούσα λίγο προς τα πάνω και πάντα ήλπιζα να βρεθώ εκεί μια βαριά χειμωνιάτικη μέρα να δω να κατεβαίνεις άγριος προς την κοντινή θάλασσα. Και τώρα που ζω περισσότερο στις αναμνήσεις παρά στην πραγματικότητα με πίκρα σκέφτομαι ότι δεν το εκπλήρωσα ποτέ.
Μεγαλύτερη ονειρευόμουν καταμεσής να περπατήσω, σε όλο σου το μήκος, να βρω από πού πηγάζεις. Ναι, περπατώντας, στις πηγές σου να φτάσω ή στα γκρεμνά από όπου το νερό σου κατρακυλώντας την πορεία προς τη θάλασσα ξεκινάς.
Και όσο πιο δυνατά ανελέητα η μέγγενη των γηρατειών με σφίγγει, με γεροντίστικο πείσμα στα όνειρα βυθίζομαι. Ναι, μέσα στα όνειρα τα σημερινά είναι και η πορεία προς τις πηγές σου.
Δεν ξέρω αν έχεις όνομα, πάντα λέγαμε ο ποταμός, πάω στον ποταμό, στη γέφυρα. Και έτσι σε λέγαμε και με το όνομα του χωριού δίπλα σου, Σκουτελιανό ποταμό, λίγο πριν τον Κολυμπάρι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα