«Ω!… Ο Μίκης! Όχι, όχι, δεν θέλω άλλον Θεό στον κήπο µου»
Εντίθ Πιάφ
Αυτά τα λόγια αναφώνησε µε θαυµασµό και δέος, το… «σπουργιτάκι» του γαλλικού πενταγράµµου. Η κορυφαία τραγουδίστρια της Γαλλίας, όλων των εποχών!
Επρόκειτο λέει να γυριστεί ταινία, την ενηµέρωσε ο σκηνοθέτης της, ότι πρόκειται να ερµηνεύσει τραγούδια του Θεοδωράκη, την «όµορφη πόλη» και άλλο ένα, κι η λιλιπούτεια το δέµας, αντέδρασε µ’ αυτά τα λόγια.
Η διήγηση ανήκει στον ίδιο τον Μίκη. Τον Μίκη µας, τον σηµαντικό, µέγιστο Κρήτα… Τον «δικό» µας πρώτα πρώτα, κι ύστερα διαχρονικό, και παγκόσµιο, και οικουµενικό, αφού ο ήχος του έχει «ποτίσει» τα σώψυχα του πλανήτη.
Ακόµη, κι όλο τον χρόνο εννοείται, τ’ αφιερώµατα στο ανάστηµά του, καλά κρατούν, καλά θα κρατούν!
Πέτυχα λοιπόν αυτήν τη µικρή ιστοριούλα σε συνέντευξη του, το 2017, σε αθηναϊκή εφηµερίδα, µεγάλη, κυριακάτικη!
Και συνεχίζει ο Μίκης.
– Όταν συναντηθήκαµε πρώτη φορά, εκείνη αναφώνησε αυτή τη φράση, γιατί, όπως ήταν τότε ευρέως γνωστό, αναφερόταν στη σχέση της µ’ ένα Ελληνόπουλο, ένα πανέµορφο παιδί, που θα µπορούσε να είναι εγγόνι της. Και δεν ήθελε λέει άλλον Θεό, πλην αυτού.
Βλέποντάς την, µικροκαµωµένη, κιόλας µε φθορά, χαλασµένα δόντια και παραµορφωµένα δάχτυλα, εξεπλάγην! Όταν άνοιξε το στόµα της να αρθρώνει την Όµορφη Πόλη, έµεινα άφωνος!
Ήταν φοβερή! Φοβερή, λέµε. Μια φωνή, µαγική, από πού έβγαινε αυτό το θαύµα µε τόση δύναµη; Σ’ ένα χρόνο από τότε περίπου, έφυγε από τη ζωή στα 1963, όταν ήταν 48 ετών, 11/10.
…Εξεπλάγην κι εγώ µε τη σειρά µου. ∆εν ήξερα πως έφυγε τόσο νέα… Πήγα αµέσως στο πολιτιστικό αλµανάκι µου, και πράγµατι. Γράφω πως έφυγε 11/10, αλλά δεν ήξερα ηλικία.
Αφού µιλούµε όµως και για τον Μίκη, έχω πεθυµιά να θυµίσω έστω µερικούς στίχους από «τα Περβόλια» που τραγούδησαν µαζί µε τον Μπιθικώτση, και πολλές φορές µόνος του.
«Στα περβόλια και στους ανθισµένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουµε χορό…
Και τον χάρο θα καλέσουµε
να πιούµε αντάµα και να στέσουµε χορό…
Πάρε το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα φέρω το µικρό µου µπαγλαµά…
Κι αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί και στο τραγούδι,
κι αν σε πάρω στο χορό, τότες χάρισέ µου µιας νυχτιάς ζωή…
Κράτα την καρδιά σου, µάνα γλυκιά,
εγώ είµαι ο γιος σου που γύρισε για µια σου µατιά.
Αχ για µια µατιά…
Για το µέτωπο σαν έφευγα µανούλα,
εσύ δεν ήρθες να µε δεις,
ξενοδούλευες και πήρα µόνος µου το τραίνο,
που µε πήγε πέρα απ’ τη ζωή…»
Το θυµήθηκα, ελπίζω. Λιγάκι. Ας µείνουν αθάνατοι, όλοι οι µέγιστοι µύστες της Τέχνης!


