Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Ο μηδενισμός, τα πανεπιστήμια και η νέα κανονικότητα

«Αυτό που εξιστορώ είναι η ιστορία των επόμενων 2 αιώνων που έπονται. Κάνω την περιγραφή εκείνου που είναι αναπόφευκτο να επέλθει ͘ δηλαδή την κυριαρχία του μηδενισμού. Και καθώς η ανάγκη είναι ήδη επιτακτική, μπορώ να γράψω από τώρα αυτή τη σελίδα στην ιστορία… Oλα μοιάζουν σα ν’ αναγγέλλουν προφητικά κάτι, που έχει κιόλας συμβεί.»
Ο Νίτσε εξιστορούσε τον 19ο αιώνα την ιστορία των επόμενων 2 αιώνων και αφηγείτο παρότι ήταν υπερβολικά παράτολμο, το ερχόμενο ͘ την ανάδυση του μηδενισμού.
Επαληθευμένης πλήρως σήμερα της πρόβλεψής του, ο μηδενισμός δρασκέλισε το κατώφλι της ιστορίας. Eχει ανέβει ήδη στη σκηνή.
Τι σημαίνει όμως μηδενισμός; Σημαίνει ότι οι υπέρτατες αξίες έχουν χάσει κάθε αξία. Σημαίνει την πτώση κάθε υψηλής αξίας. Σημαίνει την ασημαντότητα που σφραγίζει τα πάντα. Την έλλειψη του στόχου.
Το κενό που προέκυψε και το ισχυρό αίσθημα απώλειας για το νεωτερικό και το σύγχρονο άνθρωπο τροφοδοτεί τον σκεπτικισμό, τον κυνισμό και τον μηδενισμό.
Οι παρανοϊκές συνέπειες του μηδενισμού δημιούργησαν μετά την μεταπολίτευση στα πανεπιστήμια – ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια – έναν νέο ανθρώπινο τύπο, θορυβώδη, χωρίς νεανικό ρομαντισμό, εξαρθρωμένο από τον αναρχικό ακτιβισμό, με νέα πρότυπα συμπεριφοράς και με την χαρακτηριστική άρνηση αναγνώρισης των ορίων του.
Τα πανεπιστήμια παραδόθηκαν στο «άχρηστο πάθος» του φοιτητικού συνδικαλισμού. Μία φρικώδης δραστηριότητα, η οποία με το πρόσχημα της απελευθέρωσης από την αυταρχική εκπαίδευση, επιτίθεται στην αλήθεια – ως μία έννοια με διαφορετική πρόσληψη από την επιθυμητή – πλαστογραφώντας την πραγματικότητα, όπως «βολεύει» να την προσλάβουμε.
Το πολυθρύλητο κάποτε φοιτητικό κίνημα, έχει διολισθήσει σε μία μορφή ακτιβιστικού μηδενισμού, που τροφοδοτεί τον κρατικό μηχανισμό με κομματικά στελέχη.
Αναπαράγει την αρχέγονη μέθοδο απόκτησης της εξουσίας: τη συγκρότηση ομάδων που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων.
Το νέο ήθος που επιβλήθηκε μέσω του συνδικαλισμένου φοιτητικού κινήματος, περιλαμβάνει την εκκωφαντική απόρριψη της αστικής παιδείας και των θεσμών, ως κατάλοιπων του δεξιού κομφορμισμού. Περιλαμβάνει επιπλέον, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αποστροφή για τον αστικό πολιτισμό», δηλαδή την απόρριψη των κανόνων της πολιτισμένης κοινωνίας και την εκτόνωση μέσω της επιστροφής στον πρωτογονισμό.
Στην χαρακτηρισμένη από τεράστια κόπωση πραγματικότητα, διδάσκοντες, διδασκόμενοι, αποστάσεις ανάμεσα στις γενιές και ιδέες πολτοποιούνται.
Αυτό απεικονίζει την κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στον ακαδημαϊκό χώρο, την ακύρωση της μετακένωσης και της ανταλλαγής των ιδεών ανάμεσα στις γενιές, δηλαδή της δημιουργικής σχέσης διδάσκοντος και διδασκόμενου.
Απεικονίζει και τις ευρύτερες προεκτάσεις που έχει και οι οποίες συνδέονται με τον φόβο του Γκαίτε για τον απόλυτο εκτροχιασμό που μπορεί να φτάσει ο κόσμος.
Είναι ο φόβος της άρνησης και της καταστροφής σε ό,τι δημιουργήθηκε. (Μεφιστοφελής)
Θα μπορούσε όμως να συνδέεται και με τον παραλογισμό της νέας κανονικότητας, που σε αντίθεση με όσα κάποτε θεωρούσαμε φυσιολογικά ρυθμίζει τις ζωές μας.
Η νέα κανονικότητα, μία αλλόκοτη υπερδραστηριότητα – αποτέλεσμα όπως φαίνεται ελλειμματικής παιδείας και αναζήτησης της ταυτότητας ενός ελλειμματικού εαυτού – συνιστά κάθε φορά μια καινούρια εμπειρία, έλλειψης κοινωνικής αγωγής, σύνεσης και αυτογνωσίας.
Είναι πάντα μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη, ενυπάρχει δυναμικά και είναι μία από τις μύριες μορφές των ομόκεντρων κύκλων, που πήρε και άφησε – γεμάτος από σημαίνοντα και σημαινόμενα – ο αντισυστημισμός.
Είναι πλέον η εποχή, που τα γεγονότα φαντάζουν και προβλέψιμα και απίστευτα. Ο όρος κανονικότητα, χάνοντας την πρωταρχική του σημασία, κατέληξε να υποδηλώνει το μη κανονικό της νέας κανονικότητας.
Σπάνια σε μία εποχή συνδυάζονται τόσο πυκνά και ισορροπημένα η αγάπη για την μη κανονικότητα, μαζί για την απελπισία γι’ αυτήν.
Ωστόσο, η νέα κανονικότητα είναι εδώ και μας θυμίζει επιτακτικά, την κατάργηση της αριστείας, την αποθέωση της ημιμάθειας και των ημιαργιών, την υποβάθμιση και κατάρρευση της παιδείας, την θεσμοποίηση της «ήπιας βίας» και τη επικράτηση της «μεταμοντέρνας» αντίληψης που αθωώνει την μετριότητα.
Θα είναι πάντα η απόφυση, που θα λειτουργεί ως σύμβολο της στροφής και του εθισμού της κοινωνίας στην γοητεία των συνάψεων για την προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των χαμηλών προσδοκιών, της αδιαφορίας για την αλλοίωση του ρόλου και την εργαλειακή χρήση της δικαιοσύνης και των ανθρώπων του πνεύματος, μέσω της ιδεοληψίας και της μετοχής στην εξουσία.
Αναμοχλεύει τα βαθειά στρώματα μέσα της – μία ανυποψίαστη γενιά της απόλυτης αμηχανίας, που ενσωματώνει το τέλος όλων των μεταπολιτευτικών μας βεβαιοτήτων – εφόσον βίωσε τη διάψευση, έχει απωλέσει κάθε προσδοκία και κάθε υλική σταθερά.
Κάποιες φορές αυτή καθ’ εαυτήν η εμπειρία μοιάζει με απόπειρα κατάληψης της πολιτικής σκηνής και της κοσμοθεωρητικής της χωροταξίας και τείνει να γίνει αποδεκτή.
Ο λαός κινείται σ’ έναν ανεμοστρόβιλο, που διαπερνά και αποστοιχίζει, από τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες, τάξεις και διαχωριστικές γραμμές.
Στην καθήλωση σε μία παγίδα της ιστορίας.
Στο μανιχαϊστικό σύμπαν της νέας κανονικότητας, ένα αφήγημα, που πραγματεύεται τη γκρίζα πραγματικότητα μιάς πολύ άστατης συνθήκης, τοιχογραφεί μία Ελλάδα, χωρισμένη σε ανθρώπους, που ζουν τη ζωή τους σε μία αδιατάρακτη – κάποιες φορές και επαυξημένη κανονικότητα – και σε ανθρώπους, που ζουν την εποχή τους, αναζητώντας τα νέα τους όρια και τον τρόπο της αυτοπραγμάτωσης.
Έναν κόσμο διπλό, χωρισμένο, αντιθετικό.
Έναν κόσμο που αποδείχθηκε πιο σύνθετος και οι ιδεολογίες μικρές.
Αντιπροσωπεύει μία γενιά, που είναι μέρος της γενιάς της κρίσης, η οποία εμφυτεύοντας το σπέρμα μίας θητείας «ήπιας βίας» διαβάζει αλλιώς τον κόσμο, ώστε να μην ενοχλεί τις προοδευτικές της μνήμες, καταγγέλοντας συγχρόνως έναν κόσμο απολιθωμένο, που έζησε και έκλεισε τον κύκλο του. Επισημαίνει ότι η μοναδικότητα του κόσμου αυτού, όσο σπουδαία και αν είναι δε συγκινεί πλέον.
Η κοσμοαντίληψη αυτού του τύπου, που ενσωματώνει την αμφιθυμία, τον θυμό και τη σύγχυση φλερτάρει συχνά με ακραίες και περιθωριακές ιδέες, υπαινισσόμενη ως δικαιολογητική αιτία αυτό που ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Cas Mudde ονομάζει «αντιφιλελεύθερη δημοκρατική απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό.»
Η ιστορική έρευνα θα είναι αντιμέτωπη με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αντίσταση των λησμονημένων». Γιατί δύσκολα η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία θα μπορούσε να ενσωματώσει μία αφήγηση εντεινόμενης αμετροέπειας.
Μέσα στην τρέχουσα απελπιστική σύγχυση ζητημάτων και επιχειρημάτων, η σύγχρονη Ελλάδα ζει «τη μοίρα» που προφητικά προανήγγειλε ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός. Συνιστά ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Αναζητά την αρμονία ανάμεσα στη δύναμη και την αδυναμία, στην κατάφαση και την αίρεση, τη γείωση και το ταξίδι.
Περιγράφεται ως μία χώρα εξαίσιας ωραιότητας, η οποία είναι συνδεδεμένη με την ειρήνη, τον ανθρωπισμό, τον έρωτα, με μία μεγάλη ανθρώπινη θέρμη, ενώ βγαίνει από τα ερείπια και προσπαθεί να αφήσει πίσω της τη θέα και την επίμονη μυρωδιά τους. Αλλά επιπλέον και με το ναρκισσισμό μιας νωθρής ιδιαιτερότητας. Οι νεοέλληνες σύμφωνα με τον φιλόσοφο συλλογίζονται μεν, αλλά δε σκέπτονται. Λείπει ο στοχασμός.
Με αυτόν τον τρόπο ακτινογραφεί αδιατάρακτες παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Η πολιτική σπουδαιότητα των παραπάνω, επιβάλλει στην κοινότητα να κοιτάζει «στις απαρχές της για μία εξήγηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της και επομένως για μία ένδειξη του τι της επιφυλάσσει το μέλλον».
Χρέος μας είναι, να μη θεωρούμε τίποτε φυσιολογικό απ’ όσα συμβαίνουν και να αγωνιζόμαστε για το αυτονόητο. Και όταν απογοητευόμαστε, μπορούμε πάντα να ακούμε σαν «χάδι της ιστορίας» το κομμάτι, που είχε παίξει ο Λ. Κύρκος στην φυσαρμόνικα, αποχαιρετώντας τον Μπερλίνγκουερ. Την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν. Αυτό το τελευταίο, το κατά συμβεβηκός, ταύτισε την ανανεωτική και φιλοευρωπαϊκή αριστερά με τον «ύμνο στη χαρά», που περιέχει συνήχηση πολιτισμού και ορθολογικής κανονικότητας.
Είναι οι συνηχήσεις, που ανεπαισθήτως επινεύουν στην αφύπνιση και στην καταγγελία του ύπνου της κοινωνίας, σε σχέση με τη δυστοπική πορεία προς το άγνωστο, καθώς και στην απονομιμοποίηση της υπονόμευσης της αλήθειας.
Το συμπέρασμα επίκαιρο, υπαινίσσεται, την ασυμβατότητα ανάμεσα στην παλαιά μυθική αλήθεια της αριστεράς και σε ένα εντελώς νέο σύνολο εικόνων καθώς και σε ένα εντελώς νέο λεξιλόγιο, που ενσωματώνεται στην πολιτική γλώσσα – κληροδότημα του αντισυστημισμού. Τα τελευταία σάρωσαν και καταβύθισαν αλησμόνητες αρχές – μέρος μίας ιερής ιστορίας – δομημένες σε συγχορδία με τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου. Σάρωσαν επιπλέον και την πιθανότητα επίσπευσης της κανονικότητας, αφήνοντας ανοιχτό το τραύμα της ματαίωσης.

* Η Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη είναι συμβολαιογράφος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Ο ανεπανάληπτος, ο απίστευτα συγκροτημένος κοινωνικός λόγος [ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ] στα σημερινά “Χ.Ν.” της διακεκριμένης Συμ/φου Χανίων Αικατερίνης Μπέζα – Τσουρουπάκη – Πρωτοχρονιάρικες μέρες του 2019- είναι το ξέσπασμα μιας θαρραλέας ΚΡΑΥΓΗΣ για την κοινωνική κατάντια και την αποξένωση κι αλλοτρίωση του ανθρώπινου προσώπου: ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, κι ένα δυνατό ταρακούνημα για εμάς που “καθεύδουμε ύπνον ελαφρύν και βαθύ…”
    Είναι αλήθεια, πως πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να υπερβάλλει: κι αυτό συμβαίνει λόγω του ευαίσθητου, του εκδηλωτικού κι ενθουσιαστικού του χαρακτήρα μου. ΟΜΩΣ, για το έξοχο, το μοναδικό κι αξεπέραστο Κοινωνικό δοκίμιο της Αικατερίνης Μπέζα – Τσουρουπάκη, ευθαρσώς τονίζω και ισχυρίζομαι, ότι από καταβολής της Εκδόσεως της εφημερίδας των “ΧΑΝΙΩΤΙΚΩΝ ΝΕΩΝ” δεν έχει δημοσιευτεί παρόμοιο κοινωνικό δοκίμιο – άρθρο , τόσης και τέτοιας κοινωνικής αξίας και σημασίας για την κατερειπωμένη σύγχρονη κοινωνική πολυπλοκότητα. Πιστέψτε με, φίλοι κι αναγνώστες των “Χ.Ν.” δεν είναι εύκολο να γραφεί ένα τέτοιο άρθρο – δοκίμιο, με συμπυκνωμένες κι άκρως επιστημονικές γνώσεις, μέσα σε μια σελίδα μονάχα!!. Κανένας σύγχρονος καθηγητής της Κοινωνιολογίας [ας με συγχωρήσουν οι νεώτεροι συνάδελφοι] δεν θα μπορούσε με τόσες λίγες αράδες γραπτού λόγου να καταπιαστεί με τη σοβαρότητα και την ΑΛΗΘΕΙΑ [Επιστημονική – Κοινωνική Πραγματικότητα] της σημερινής κοινωνικής απαξίωσης – κατάντιας. Ναι, η “κοντοχωριανή” μου [Ναουσαία αυτή – καμπίσιος Βεροιώτης η αφεντιά μου] Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη, με τόλμη κι απίστευτο κοινωνικό θάρρος κατάφερε να ξεπεράσει το δυσκολότατο εγχείρημα και με τις πλούσιες εμπειρικές της γνώσεις [δύσκολα, αδυσώπητα δύσκολα βιώματα] συνέταξε ένα μνημείο απίστευτου κοινωνικού λόγου που ταρακουνά συνειδήσεις και τσακίζει κόκκαλα με τη δύναμη της κραυγής και της ανθρώπινης αντίστασης στο κακό, το πολύ κακό που σχεδόν μάς αποκοίμησε. Ελπίζω, με αφορμή του παραπάνω σπουδαίου κι ανεκτίμητης κοινωνικής αξίας άρθρο – δοκίμιο της αγαπητής μας Αικατερίνης [μην ξεχνάτε ότι κατάγεται από την “Ερατεινή” Ημαθία του… Ηρόδοτου], να επανέλθω με δική μου εργασία στα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, μήπως μπορέσουμε κι αναλύσουμε τόσο σπουδαία και υψίστης σημασίας κοινωνικά προβλήματα που αναφέρθηκαν στον λιτό λιτό και καθαρό λόγο του ανωτέρω δοκιμίου: Βέβαια, εξηγούμαι, ότι θα μπω στα βαθειά, δηλαδή στην καρδιά και τους δικαιολογητικούς λόγους των τριών θεμάτων που έθιξε η Αικατερίνη, δηλ. του “μηδενισμού” τη σημερινή κατάσταση της Πανεπιστημιακής ζωής και, βέβαια, την διαμορφωθείσα αλλόκοτη “νέα κανονικότητα”: Δύσκολα εγχειρήματα, αλλά οφείλουμε κι έχουμε υποχρέωση απέναντι στους νέους μας ανθρώπους να αποκαλύψουμε την αλήθεια της κοινωνικής πραγματικότητας, να αλλάξουμε και διαμορφώσουμε τους εαυτούς μας ικανούς να αγαπούν και πλησιάζουν όλους ανεξαιρέτως τους συνανθρώπους μας, ανεξαρτήτως των διαφορετικών τους υπαγωγών – καταβολών, η υπάρχουσα κοινωνική σχάση να γίνει σχέση αλληλεγγύης και σεβασμού του ελεύθερου προσώπου των συνανθρώπων μας και όπλα τα δύο ΑΠΟΛΥΤΑ ΜΕΓΕΘΗ, την αληθινή κι ανυπόκριτη ΑΓΑΠΗ και την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που αυτά ενώνουν τους ανθρώπους, στην καθημερινόνητα της κοινωνικής ζωής. Κάτι πρέπει να κάνουμε: Κυριολεκτικά, έχω συγκλονιστεί με το άρθρο – δοκίμιο της αγαπητής μας Αικατερίνης, που μάς δίνει το έναυσμα και την ευκαιρία της πνευματικής μας ανάνηψης και αληθινής προόδου. Τί να γράψω Αικατερίνη, τί να γράψω άλλο.. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ και τα καλύτερα για την ευρύτερη οικογένεια του φίλου κ. Τσουρουπάκη. Και πώς να μην νιώθω περήφανος που είσαι συμπατριώτισσά μου!!… Τα πιο θερμά μας συγχαρητήρια. Για μας τους φίλους και γνωστούς στα Χανιά είσαι ο ΑΔΑΜΑΣ και η περηφάνιά μας. [Μεταξύ μας, τώρα, εμείς είμαστε Νότιοι Μακεδόνες; Και η “Ερατεινή” Ημαθία του “Ρουμλουκιού” που πριν χιλιάδες χρόνια τόλμησε κι έγραψε ο … ΗΡΟΔΟΤΟΣ!!!…] Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα