Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ο μεγάλος θίασος

Του ‘γνεψα να κάτσει, άχρωμα τα μάτια του πλανηθήκανε στο κενό, έμεινε ορθός.
―Δεν πάμε κάπου αλλού; Προς το κέντρο, ας πούμε; Έστω· πιο ακριβό. Μου πρότεινε.
Δεν αντέδρασα, ίσως δε θέλησα ν’ ακούσω, περάσανε στιγμές λιγοστές, φάνηκε πιο έντονη η δυσφορία του, μα, κάθισε δίπλα μου, ο κάποτε άφραγκος και τώρα εκατομμυριούχος παιδικός μου φίλος, ο Ντίνος, που πριν από μισό αιώνα κλωτσούσαμε μαζί ένα πάνινο τόπι στο μπεντένι.
Και, να, θεία ή σατανική τύχη δεν ξέρω, σμίξανε ξανά τα βήματά μας, και βρεθήκαμε στο μικρό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς μας. Παράγγειλα δύο γλυκά, έφαγα το δικό μου, δεν το άγγιξε αυτός, πιάσαμε κουβέντα.
Ως έβλεπα τους αθρώπους να μπαίνουν βιαστικοί, στολισμένοι, κορδωμένοι, μπογιαντισμένοι, μόνοι τους ή με παρέα, άντρες και γυναίκες, πού και κανένας μπόμπιρας, να μιλάνε θορυβώδικα, με χειρονομίες και χαμόγελα ψεύτικα ή αληθινά, να τρέχουν πέρα-δώθε σα τεράστια μυρμήγκια και να πασκίζουν κάτι να πουν, κάτι να πετύχουν, κάποιον να περιπαίξουν, χάθηκα στους λογισμούς μου.
Κάποια στιγμή, τρύπωσα στα μάτια του, έμεινα έτσι ρευνητικός, άπλωσα λυγισμένα μπροστά τα δυο μου χέρια, τους έδωκα μια κίνηση δεξά και ζερβά σα να ‘θελα τον κόσμο ολάκερο να ξεχωρίσω στα δυο, και χαμογέλασα σκωπτικά.
-Τους βλέπεις; Μας βλέπεις όλους εμάς; Δεν μοιάζουμε με ένα τεράστιο θίασο; Τρέχουμε μέρα νύχτα, βάζουμε σερπαντίνες και χαϊμαλιά, κάνουμε υποκλίσεις και τεμενάδες, καυγάδες, γλύκες και μαχαιρώματα πισώπλατα, μια ξέφρενη αισθησιαρχία, όλα, στο ίδιο σενάριο, με πολλές πράξεις παιγμένα. Και σκηνοθέτης, εμείς, ή, κάποιος από μας.   Μια κουστωδία δηλαδή του τίποτα.
Με κοίταξε παράξενα αυτός, μάλλον, τα ποσοστά κέρδους, τα μαγαζιά του κι εμάς τα θύματά του θα σκεφτότανε, μπορεί και να μην κατάλαβε, ρώτησε.
-Εσύ δηλαδή, όλο αυτά σκέφτεσαι;
-Και, αυτά. Τον διόρθωσα.
-Δε βαριέσαι! Και τι κερδίζεις; Αλλά από κάτι σαν και σένα, θα χαλάσει ο κόσμος. Προσγειώσου φίλε μου. Τα πάντα σήμερα είναι χρήμα. Η κινητήρια δύναμη.
Αγεφύρωτο το κενό ανάμεσά μας, δεν απάντησα.
Ήταν αδύνατο να ταράξω τα βουρκιασμένα του νερά.
Αρκέστηκα να βλέπω απ΄ τη τζαμαρία τους διαβάτες, τρεχάτους, αγχωμένους, να χειρονομούν, και να χάνονται στα παρασκήνια.
Φανήκανε δυο μεσήλικες, καλοντυμένοι, να μιλούν διαχυτικά, και κάπου ο ένας να αγκαλιάζει τον άλλο. Τους γνώρισα. Έσκυψα, του είπα σιγανά.
-Τους βλέπεις αυτούς; Είναι οχτροί. Δε καυγαδίζουν, δεν σκοτώνονται, φοράνε μάσκες, και πάνε σχεδόν αγκαλιασμένοι. Δεν τέλειωσε ο δικαστικός αγώνας ανάμεσά τους. Ξέρω καλά.
-Ωχ αδερφέ! Συνηθισμένο φαινόμενο. Αποκρίθηκε αδιάφορος, και γέλασε.
Έτσι, περιπλανώμενος ολομόναχος στον κόσμο μου, συμπλήρωσα.
-Γι αυτό σου λέω. Θίασος. Με τραγωδούς!
Αντί γι απάντηση, έτσι κι αλλιώς δεν περίμενα, σε μια ξαφνική αποστροφή του, επιδεικτικά, μου έκανε ένα πολλά υποσχόμενο κάλεσμα, σα τη μάνα που με δέλεαρ τη σοκολάτα μαντρώνει το μικρό βλαστάρι της στο παιδικό πάρκο να το ξεφορτωθεί, μου έκλεισε θαρρώ και το μάτι πονηρά, και μου είπε.
―Μια και το ‘φερε η κουβέντα, έρχεσαι να πεταχτούμε, έτσι, με δικά μου τα έξοδα ως τη Βραζιλία; Όλα πληρωμένα. Χωρίς γυναίκες. Ευκαιρία να δεις ζωντανά το καρναβάλι του Ρίο που πλησιάζει.
Ψάχτηκα αν ήμουν ξυπνητός, αναρωτήθηκα μπας και χρειαζόταν ψυχίατρο, και προτού αρθρώσω λέξη, βγάζει από τη τσέπη του ένα φάκελο με δυο εισιτήρια.
-Το ένα, είναι για τη Ρίτσα. Αν πεις το ναι, γίνεται δικό σου, και θα βγάλω άλλο γι αυτήν.
Είπα όχι.   Φωναχτά.
Και ξανασκορπίσαμε.

Μ’ άρπαξε ταξιδιάρικο της θύμησης το νεφέλωμα, και μ’ έσυρε σαράντα χρόνια πίσω.
Πλανεύτρα η Ιθάκη, ξανάγινα νιος, ξεπρόβαλα αδύναμος στου Μίνωα τα λημέρια, ροβόλησα δυο μίλια προς βορά, στο Χάντακα, κι αφέθηκα, εκεί, στα πόδια του στυλοβάτη της λογοτεχνίας.
Βρέθηκα στο δικό μας το καρναβάλι.
Τότε.
Με το Ντίνο ζάμπλουτο να μαστιγώνει τους ιθαγενείς στο Κογκό, κι εμάς τους λιγοστούς να αγκομαχάμε για ιδανικά.
Στο απλό πανηγύρι της αποκριάτικης γειτονιάς. Με μοναδικά εφόδια τη φαντασία, το κέφι, τη λαχτάρα για ζωή, και τη λαιμαργία μας να μιχτούμε σε έναν άλλο θίασο. Όχι αυτόν, τον καθημερινό, που όλο και πιο πολλά φκιασίδια περιλούνεται.
Για ένα κόσμο αληθινό και μπιστευτό, που αγωνιούσαμε να βρεθούμε επί τέλους, χωρίς μάσκες.
Μασκαρεμένοι· και, λευτερωμένοι.•


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα