» Εντυπωσιακό το κουαρτέτο εγχόρδων
Μια µοναδική µουσική παράσταση που φώτισε, µεταξύ άλλων, πτυχές του κλασικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν όσοι βρέθηκαν το βράδυ του Σαββάτου στο Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη.
Ο λόγος για την πρώτη πλήρη ερµηνεία όλων των έργων για κουαρτέτο εγχόρδων του µεγάλου Έλληνα συνθέτη στον τόπο καταγωγής του, τα Χανιά, από τον Γιώργο ∆εµερτζή και τους µαθητές του Γιώργο ∆ασκαλάκη και Γιάννη Μαγειρόπουλο που εναλλάσσονταν στο βιολί και τη βιόλα και τον Αριστείδη Λύκο στο βιολοντσέλο.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η συναυλία που ήταν ενταγµένη στο πρόγραµµα του “Festum π” ηχογραφήθηκε και γι’ αυτό τον λόγο υπήρχε περιορισµός αριθµός ακροατών – θεατών.
Το πρόγραµµα άνοιξε µε Κουαρτέτο αρ. 14, D 810 “ο θάνατος και η κόρη” του Franz Schubert και συνεχίστηκε µε τα κουαρτέτα για έγχορδα του Μίκη Θεοδωράκη “Στροφή»”, “Το κοιµητήριο”, “Epoca Nocturna”, “Μάζα” και µία σουίτα για κουαρτέτο εγχόρδων.
«Αυτά τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη είναι της πρώτης δηµιουργικής του περιόδου, από το ΄45 µέχρι το ΄53», σηµείωσε ο κ. ∆εµερτζής µιλώντας στα “Χ.ν.” λίγο πριν τη συναυλία, ενώ στο ερώτηµα αν είναι γνωστό ευρέως το κλασικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη απάντησε: «Εννοείται ότι δεν είναι τόσο ευρέως γνωστό όπως ο Ζορµπάς που παίζεται ακόµα και στα σούπερ µάρκετ της Γερµανίας. Ωστόσο, δεν είναι και τελείως άγνωστο, γιατί από τη στιγµή που άρχισαν να ανακαλύπτονται αυτά τα έργα ηχογραφήθηκαν στην αρχή µαζί µας αλλά και εκδόθηκαν κι έτσι έγιναν κατά κάποιο τρόπο γνωστά. ∆εν µπορώ να πω ότι πλέον είναι δυσεύρετα, όπως κάποια άλλα έργα Ελλήνων συνθετών, όπως για παράδειγµα του Σκαλκώτα που ακόµη δεν έχουν εκδοθεί – κάτι που αποτελεί περίπου ένα σκάνδαλο! Βέβαια ακόµη ανακαλύπτουµε πράγµατα στο αρχείο του Μίκη και στη συναυλία στο Μουσείο Τυπογραφίας ερµηνεύουµε κι ένα µέρος για κουαρτέτο που θα ακουστεί σε πρώτη παγκόσµια απόδοση καθώς το ανακάλυψα πρόσφατα».
Άραγε –ρωτήσαµε τον κ. ∆εµερτζή- αν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ακολουθήσει τον κλασικό δρόµο και δεν τον είχε κερδίσει το τραγούδι αλλά και η ενασχόλησή του µε τα κοινά, ποια θα µπορούσε να ήταν η µουσική του πορεία; «∆εν υπάρχει ωραιότερο ερώτηµα και είναι ένα ερώτηµα που το έχω θέσει κι εγώ. Ότι δηλαδή η στιγµή της µετουσίωσης του Μίκη Θεοδωράκη σε κάτι λίγο διαφορετικό, που έρχεται το ΄58 περίπου, δεν έρχεται σε µια στιγµή αποτυχίας του Μίκη ως κλασικού συνθέτη, αλλά αντίθετα σε µια στιγµή µεγίστης επιτυχίας, όταν γεµίζει βραβεία µε το συνθετικό του έργο και πάνω από όλα παίζεται το αριστουργηµατικό του µπαλέτο “Αντιγόνη” 100 φορές από το Covent Garden. Εκείνη τη στιγµή ο Μίκης γυρίζει στο Παρίσι και γράφει τον “Επιτάφιο”, έχοντας αυτήν την οραµατική ιδέα να χρησιµοποιήσει λαϊκά όργανα και φωνή, αλλά σε ένα τελείως καινούριο context. Αυτή η στιγµή είναι η πιο ενδιαφέρουσα στην ιστορία της νεότερης ελληνικής µουσικής γιατί επηρέασε πάρα πολλούς άλλους και θεωρώ ότι η µουσικολογική κοινότητα θα έπρεπε να ασχοληθεί πολύ σοβαρά µε αυτήν τη στιγµή της µετατροπής», τόνισε ο κ. ∆εµερτζής, ενώ ως προς την πολυσχιδή και πολιτική προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη ανέφερε ότι αυτή προϋπήρχε: «Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν µέλος της Αντίστασης, πολλά από τα έργα του γράφτηκαν στην εξορία και σε συνθήκες ποτέ εύκολες. Ο πολιτικός αλλά και ο µετέπειτα λαϊκός συνθέτης πάντα υπήρχαν µέσα του και σιγά σιγά εκδηλώθηκαν και µεταµορφώθηκαν σε αυτό που όλοι σήµερα ξέρουµε. Ξέρουµε αλήθεια ή δεν το ξέρουµε; Νοµίζω ότι ακόµη ανακαλύπτουµε».
Καταλήγοντας ο κ. ∆εµερτζής δεν έκρυψε τη συγκίνησή του για το γεγονός ότι η συναυλία στο πλαίσιο του “Festum π” φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Τυπογραφίας καθώς, όπως τόνισε, όχι µόνο η ακουστική του χώρου είναι εξαιρετική, αλλά και γιατί η οικογενειακή του ιστορία είναι συνδεδεµένη µε τον κόσµο του Τύπου και της τυπογραφίας: «Ο πατέρας µου, έχοντας ένα πάθος µε τη δηµοσιογραφία, έβγαζε την εφηµερίδα “Προοδευτική Εύβοια” στη Χαλκίδα. Κάτι ανάλογο µε τα “Χανιώτικα νέα”. Έτσι τον κόσµο της παλιάς τυπογραφίας µε τα µηχανήµατα της οδού Γερανίου στην Αθήνα -καθώς στη Χαλκίδα δεν είχαµε τυπογραφία- τον θυµάµαι καλά. Είναι συγκινητικό και συγκλονιστικό, λοιπόν, για εµένα να βλέπω έναν τέτοιο χώρο».