» Eva Baltasar (µτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πατάκη)
∆ιαβάζοντας, πριν από ένα χρόνο περίπου, το Πέρµαφροστ, αφού απέδωσα τις ευχαριστίες µου στη Λ. για την ισχυρή επισήµανση να διαβάσω το βιβλίο αυτό, που κινδύνευσε να περάσει κάτω από τα αναγνωστικά µου ραντάρ, εξαιτίας της λογοτεχνικής υπερπαραγωγής και παρά τη δεδοµένη αγάπη µου για την ισπανόφωνη, καταλανική στην προκειµένη περίπτωση, λογοτεχνία, έκλεινα γράφοντας: Θα περιµένω µε ενδιαφέρον την κυκλοφορία και των επόµενων βιβλίων της Μπαλταζάρ. Και να που ο καιρός κύλησε, ένα ακόµα βιβλίο της µεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ευρυβιάδη Σοφό, το δεύτερο µέρος ενός τρίπτυχου, που ολοκληρώθηκε µε την κυκλοφορία του Mamut (2022), που φαντάζοµαι δεν θα αργήσει να µεταφραστεί µε τη σειρά του.
Μπόουλντερ: ογκόλιθος ή βράχος που διαµορφώνεται από το νερό ή τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η απλή σηµείωση θα ήταν αρκετή ώστε να αποφευχθεί ο αµήχανος υπότιτλος: Η γυναίκα του βράχου. Τέλος πάντων, µικρή σηµασία έχει κάτι τέτοιο.
Στο Πέρµαφροστ, το µόνιµα παγωµένο έδαφος, εκείνο το µέρος της γης που δεν ξεπαγώνει ποτέ, αποδιδόταν υπέροχα ως αίσθηση απόστασης της αφηγήτριας από το συναίσθηµά της, αυτό µου θύµισε η ερµηνεία της λέξης Μπόουλντερ, µια πιθανή συνάφεια, προς διερεύνηση, αναδύθηκε, ένας πιθανός συνδετικός κρίκος που διέπει το τρίπτυχο. Η απόσταση ανάµεσα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το συναίσθηµα της αφηγήτριας ήταν άλλωστε εκείνο που κυρίως µου έκανε εντύπωση στο Πέρµαφροστ, αυτό που περισσότερο χαράχθηκε στη µνήµη µου, παραµένοντας µε τον τρόπο του αναλλοίωτο ένα χρόνο και αρκετά βιβλία µετά, η απόσταση εκείνη που αποµάκρυνε κάθε υποψία για συναισθηµατικό εκβιασµό, κάθε υποψία για ένα: κοίτα µε τι έζησα· παρά την όποια, πιθανά αυθαίρετη, υποψία πως είχα να κάνω µε ένα ακόµα δείγµα αυτοµυθοπλασίας, µια ακόµα αποθέωση του ατοµικού. Η απόσταση λειτούργησε και σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσδίδοντας µια επιπλέον λογοτεχνική αξία στο βιβλίο, µια τεχνική ιδιαιτερότητα που το έκανε να ξεχωρίζει ανάµεσα σε τόσα άλλα παρεµφερή, ενισχύοντας µέσα µου την πεποίθηση πως αυτό αποτελεί µια πρώτη διάκριση ανάµεσα σε λειτουργική και µη λειτουργική µυθοπλασία του εαυτού, ή, αν προτιµάτε, µια διάκριση ανάµεσα στην αυτοµυθοπλασία και την αυτοβιογραφική ξαδέρφη της.
Ας προσθέσω κάτι εδώ, µια σηµείωση για µελλοντική χρήση, όταν η λήθη θα έχει εξοµοιώσει το αναγνωστικό µονοπάτι. Είχα µόλις διαβάσει την όµορφη Μέρα του Κάνινγκαµ, µέρος της οποίας διαδραµατίζεται στην εξωτικά απόµακρη Ισλανδία. Με έκπληξη είδα, κάποια στιγµή, την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του Μπόουλντερ να µετακοµίζει εκεί. Η τυχαιότητα και η µεταφυσική της γοητεία.
Στακάτα, µε µια υπόνοια ποιητικού στοχασµού, η αφηγήτρια πιάνει το νήµα της αφήγησης, που ξεκίνησε όταν εγκατέλειψε τη στεριά, κατάσαρκα κάποια χρήµατα, για να πιάσει δουλειά στην κουζίνα ενός πλοίου. Σε ένα από τα µπάρκα θα γνωρίσει τη Σάµσα. Μαζί της θα φύγει για την Ισλανδία.
Η ονοµατοποιία παρουσιάζει ενίοτε κάποιο ενδιαφέρον. Η επιλογή του ονόµατος Σάµσα µόνο τυχαία δεν µπορεί να είναι, ένα από τα πλέον διάσηµα ονόµατα της παγκόσµιας γραµµατείας, ο ήρωας (ο Κάφκα µειδιά) της Μεταµόρφωσης. Και αν αυτό το κοµµάτι είναι εύκολα ανιχνεύσιµο, σχετικά µε την πρόθεση της Μπαλταζάρ µόνο, αυθαίρετες επί το πλείστον, υποθέσεις µπορούν να γίνουν. Σε τι παράσιτο (η αγαπηµένη µου µεταφραστική επιλογή απ’ όλες) µεταµορφώνεται άραγε η σύντροφός της; Θα πόνταρα στη µητρότητα, στην επίµονη απόπειρά της να φέρει στον κόσµο ένα παιδί χρησιµοποιώντας το σπέρµα κάποιου άγνωστού της νεαρού Ισλανδού. Η εγκυµοσύνη, η γέννα, η παρουσία της µικρής Τίνα, η αχόρταγη δίψα της για γάλα, το έµπλεο υπαρξιακής αγωνίας κλάµα της, η ανατροπή των όποιων εγκαθιδρυµένων και ποθητών συστατικών ρουτίνας στη ζωή ενός ζευγαριού. Η µεταµόρφωση της σχέσης; Ίσως, σε µια ανάγνωση πιο εγωκεντρική. Και κάτι πιο τραβηγµένο ίσως: Τίνα, η διάσηµη θατσερική αποστροφή, There Is No Alternative, άπαξ και το παιδί βγήκε από τη µήτρα δεν υπάρχει καµία εναλλακτική. Τέλος υποθέσεων, ως προς την ονοµατοποιία τουλάχιστον, γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση παρά µια σειρά από υποθέσεις προθέσεων και επίτευξης αυτών;
Αυτή εδώ είναι µια ιστορία αγάπης. Μια κουήρ ιστορία αγάπης, αν προτιµάτε αυτή τη διευκρίνιση. Μια ιστορία αγάπης, πρωτοπρόσωπη µα από απόσταση, µε τον τρόπο της αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, ίσως εξαιτίας της απόστασης, ίσως εξαιτίας της φύσης κάθε ιστορίας αγάπης. Μια (ακόµα) απόπειρα διάκρισης και επισήµανσης προθέσεων: η Μπαλταζάρ ή η αφηγήτρια, όπως προτιµάτε, δεν θέλει να τεµαχίσει και να απαριθµήσει ένα προς ένα όλα τα κοµµάτια της σχέσης αυτής, να κλείσει ασφυκτικά αυτή την ιστορία αγάπης σε ένα σύστηµα πλήρως αιτιοκρατικό, πλήρως διακριτό και εξηγήσιµο. Ούτε για την ίδια την αφηγήτρια, ούτε για τη σύντροφό της, πόσο µάλλον για τον αναγνώστη. Κάποιες σελίδες του έρωτα µένουν άγραφες, από τη φύση τους αδύνατον να κειµενοποιηθούν, να γίνουν λέξεις µε ορισµούς στο λεξικό, να χάσουν τον πλουραλισµό τους, τη µαγεία του άγνωστου, του ανείπωτου. Ταυτόχρονα, όµως, δεν µοιάζει να επιθυµεί, σίγουρα δεν επιθυµεί, το παραµύθι, γι’ αυτό παραπάνω χαρακτήρισα την ιστορία αυτή αλληγορική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Και εδώ, η απόσταση από το συναίσθηµα, µε συναρπάζει, µε γοητεύει, µε καθηλώνει µε τον τρόπο της, µε κάνει να θέλω να µιλήσω για κλισέ, για µελό και για επιτήδευση, µα µε τραβάει πάλι πίσω στην ανάγνωση.
Υπάρχει µια οµίχλη συχνά στη λογοτεχνία, στην αφήγηση εν γένει, εκείνο που δεν διευκρινίζουµε όταν αφηγούµαστε µια ιστορία, εκείνο που αφήνουµε µετέωρο, εκείνο που η κακή λογοτεχνία αποτυπώνει µε απανωτά αποσιωπητικά. Η οµίχλη που δεν µας επιτρέπει να δούµε, η οµίχλη που µας κάνει να φανταζόµαστε. Στο Μπόουλντερ, στα λιµάνια της Λατινικής Αµερικής και στην αποµονωµένη Ισλανδία, η οµίχλη είναι συχνά παρούσα, στη ζωή και στον έρωτα επίσης. Ποιητικούρα χαµηλής στάθµης, το παραδέχοµαι. Συχνά υπάρχει αυτή η ανάγκη, καλώς ή κακώς εκτελεσµένη, ώστε να αποδώσει αυτό το αίσθηµα, τη λεπτή διάκριση ανάµεσα στο οικείο και το ανοίκειο, ανάµεσα σε αυτό που γνωρίζουµε και σε αυτό που νοµίζουµε ότι γνωρίζουµε, στο µεσοδιάστηµα που φύεται η λογοτεχνία και η ανάγκη µας να διαβάζουµε λογοτεχνία, οι ίδιες φαινοµενικά ιστορίες, ξανά και ξανά, εκεί που κάποιοι λένε: τα ίδια πάλι· εκεί που κάποιοι άλλοι, ανάµεσά τους κι εγώ, λένε: τα ίδια πάλι.
Η οµίχλη συσκοτίζει, η οµίχλη γεννά τη µάγευση σε έναν κόσµο που πάσχει από διαυγή ορατότητα. Η οµίχλη επισηµαίνει το ανείπωτο, δίνει µορφή και σχήµα στο άµορφο και το ασχηµάτιστο. Η οµίχλη αναδεικνύει την εγγύτητα, δεν επιτρέπει στο βλέµµα να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, οριοθετεί. Και αυτό, κάποιες στιγµές, είναι ανακουφιστικό.
Η πρόζα της Μπαλταζάρ έχει κάτι το ιδιαίτερο, ερωτοτροπεί µε την επιτήδευση, της διαφεύγει, ερωτοτροπεί µε το κλισέ, του διαφεύγει, ερωτοτροπεί µε το µελό, του διαφεύγει. Εκείνο από το οποίο δεν διαφεύγει, παρότι διόλου δεν µοιάζει να επιθυµεί να ερωτοτροπήσει µαζί του παρότι το αποδέχεται, είναι η αδυναµία, η ανικανότητα ελέγχου του συναισθήµατος, παρά την απόσταση, παρά την παραδοχή της ανθρωπινότητας, δεν του διαφεύγει αλλά δεν πέφτει αµαχητί, παίρνει το σχήµα ενός ογκόλιθου, στιβαρού µα ακίνητου, παραδοµένου στο διαβρωτικό πέρασµα του νερού από παντού γύρω της, τι θα ήθελε να είναι ένας βράχος, τι σχήµα θα ποθούσε να πάρει, πώς θα ένιωθε αν το νερό έπαυε να τον σµιλεύει;
Σκεφτόµουν έντονα την Γουίντερσον διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και µέσω αυτής η σκέψη έφτανε ως την πηγή της Γουλφ.


