Βλέποντας αυτή τη φωτογραφία µε το κοπελάκι καβάλα στον γάιδαρο µε γυρνά πάνω από µισό αιώνα πίσω, αναπολώντας τα παιδικά µου χρόνια στοχωριό…
Θυµίζοντας και τον φίλο µου τον γαϊδουράκο που είχαµε σπίτι µας. Μου τον είχαν χρεώσει αποκλειστικά οι δικοί µου να τον προσέχω, επειδή ήξεραν πως τον αγαπώ, πως θα τον ποτίσω στην ώρα ντου, θα τον µεταδέσω στο χωράφι σε άλλο σηµείο που έχει χόρτα να φάει και δεν θα τον αφήσω δεµένο µε τσι ώρες να ψήνεται στον καυτό ήλιο. Τον είχα µάθει πώς θα πίνει νερό από το συγκλί σφυρίζοντας του σαν το ζιγαρδέλι κι αυτός έπινε κοιτάζοντάς µε στα µάτια.
Αν δεν ήταν καθαρό δεν έπινε σταλιά.Όλες οι µεταφορές µας τότε γινόταν µε τον γάιδαρο… ακόµα κι οι δικές µας. Μια µέρα που είχα δει ένα καουµπόικο, προσπάθησα να τον καλπάσω στο λιβάδι, παριστάνοντας κι εγώ τον καουµπόι… Θυµούµαι ένα Αύγουστο που τον πήραµε σαν ταξί µε τον αδερφό µου και µας πήγε καβάλα από το Ασκύφου στους Αρµένους για να κάνουµε την βόλτα µας και να κόψουµε σύκα… Μιλάµε για 30 χλµ δρόµος από άσφαλτο και κονταρίδες, και µας πήγε σχεδόν από µοναχός του που ήξερε καλιά τον δρόµο. Εκεί κάναµε κι εµείς διακοπές τρεις µέρες, µας έφτιαχνε αυγά στραπατσάδα η θεία Φρόσω και για πρωινό φέτες µε ζάχαρη, κάναµε και δυο µπανάκια στσι Καλύβες µε τα σώβρακα.
Το απόγεµα κόψαµε ένα καλάθι µαύρα σύκα από τη χαλέπα µαςκαι πρωί-πρωί καβάλα στο γάιδαρο πήραµε τον δρόµο για το οροπέδιο, µε 2-3 στάσεις ενδιάµεσα για να κρυώσει η… µηχανή. Ήταν πολύ δυνατός και πραγιός ο φίλος µου κι όταν τον φορτώναµε στεκόταν σούζα, αλλά είχε κι ένα κακό χούι ο κερατούκλης. Ήταν µεγάλος µουντάρης – τσαµούρης όπως τους λέγαν τότε. Κι εκεί δεν καταλάβαινε φιλίες…
Όταν περνούσαµε από χωράφι που ήταν δεµένη καµιά γαϊδουρίτσα και του αναµασούσε τα χείλια της τον έπιανε ντελίριο, άρχιζε να φυσά σαν το θεριό να γκανίζει και να µουντάρει κατά πάνω τζη σφαίρα κι άντε κάν’ τον καλά, θα σε σκότωνε αν τον εµπόδιζες… Ένα βραδάκι θυµούµαι που τον είχα καβαλικέψει πηγαίνοντάς τον σπίτι, µόλις είδε την αγαπητικιά και προσπάθησα να τον σταµατήσω τραβώντας το χαλινάρι… σηκώνει ψηλά τα µπροστινά του πόδια έτοιµος για ερωτική επίθεση… µε τσινιές και γκανιές στον αέρα, και πριν προλάβω να κατέβω µε πετά µέσα σ’ ένα βάτο. Σιγά µη πήγαινα να τον σταµατήσω, να έτρωγα και καµιά τσινιά… Πήδηξε µετά τον φράχτη µ’ ένα σάλτο σαν αθλητής µετ’ εµποδίων, και την κυνηγούσε γύρω γύρω στο αλώνι, αυτή του έπαιζε ελαφρές διπλοτσινιές στα µούτρα, αλλά τού κουνούσε και την ορά τζη τσαχπίνικα… Ήταν Μάης µήνας η εποχή που ζευγαρώνουν. -Ε του διαόλου το χτήµα µια λύσσα, ακούστηκε κι η φωνή του µπάρµπα Γιάννη. Την εποµένη ο µπάρµπα Γιάννης που είδε τα καβαλικέµατα, ήρθε σπίτι κι έκανε παράπονα του πατέρα µου ότι του γαστρωσε ο γάιδαρός µας τηγαϊδούρα του και δεν θα µπορεί να την φορτώνει µε φουσκωµένη την κοιλιά… κι ότι ήθελε αποζηµίωση.
-Ίντα λες µπρε σύντεκνε, εµάνισε ο γεροντής µου ετσά που του τό ‘πε απότοµα.
-…Και που κατέω εγώ ανέ την καλίκωσε µόνο ο δικός µου; ∆ε σου δίνω φράγκο και πχιένε να µου κάµεις µήνυση όπου θέλεις.
– Άντε να χαρείς πρωινιάτικα… λες και δεν τη θωρείς την παστρικιά τηδικιά σου πως σουσοραδεί ούλους τσι γαιδάρους του χωριού…
Τσατίστηκε τόσο πολύ ο αφέντης µου µε τα σεξουαλικά του, γιατί συνέχεια παρενοχλούσε τσι γαϊδούρες του χωριού κι άκουγε παράπονα, οπότε ετοιµάστηκε µια µέρα να τον µουνουχίσει.
Είχε φέρει και ειδικό συνεργείο. Όταν τους είδα και τον είχαν βάλει κάτω, άρχιξα τα κλάµατα.
-Άστον µωρέ µπαµπά τον κακοµοίρη για θα µαραζώσει. ∆εν τον λυπάσαι. Καλιά να τον σκοτώσεις.Τελικά µου έκανε τη χάρη ο γεροντής µου, ίσως και να τον λυπήθηκε. Έζησε πολλά χρόνια ο φίλος µου ο µπουρίκος κι είχαµε κάνει πολλά αγώγια µαζί σε µεταφορές και βόλτες… αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και µετά το χούι λένε. Μέχρι τα βαθιά γεράµατα σήκωνε πάνω τη µουσούδα του και γκάριζε όταν έβλεπε θηλυκό… Ένα χειµωνιάτικο πρωί έφυγε µε τη σηµαία πολύ ψηλά..!!