Την εποχή εκείνη που ήταν παχιές οι µύγες, αρραβωνιάστηκε το Λενιώ µε το Στελιό, αλλά ο καπετάν Μανούσος, δεν άφηνε το Λενιώ ντου µοναχό µε το γαµπρουλάκι. Πάντα έβαζε από δίπλα τους κάποιο του σογιού να έχει το νου του. Η νύφη ήταν από ορεινό χωριό καπεταναίων, κι ο γαµπρός από πεδινό µπαµιάδων. Όταν έκαµαν τ’ αραβωνιάσµατα είχαν καλεσµένους εκτός από τα µεγάλα καντούνια τσι επαρχίας κι όλες τις εξουσίες του χωριού
-πρόεδρο κοινότητας, παπά, δάσκαλο, αγροφύλακα, χωροφύλακα και τον αγροτικό γιατρό. Είχαν καλέσει κι ένα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, κι ένα τσι Νου∆ού. Ήταν βράδυ Σαββάτου κι από νωρίς ερχόταν οι ξετρουλιαστές πιατέλες µε τα πιλάφια και τα ζυγούρια και τα τσιγαριαστά αµνοερίφια µαδάρας… Έψηναν και πατάτες τηγανιστές στα ξύλα. Στο τέλος σφακιανές πίτες µε θυµαρίσιο µέλι. Ο συµπέθερος είχε δικό ντου παλιό κρασί, από κοτσιφάλι και µόλις ξεκίνησαν τσι αντικριστές κούπες µε άσπρο πάτο, βγήκαν να κακαρίζουν και τα Kαλάσνικοφ, τα περίστροφα του µύλου, τα µπιστόλια µε γεµιστήρες… που ξεσµίλωσαν τσοι σκύλους, κι άρχισαν να γαυγίζουν δαιµονισµένα και τα κακά πουλιά να κράζουν πένθιµα. Ένας ένας καπετάνιος ξεκουµπούρωνε, το άδειαζε στον αέρα και µετά έπινε µια κούπα και δώστου ξανά µπαµ µπαµ. Οπλισµένοι όλοι µε ασηµένιες µπερέτες και αυτόµατα µπιστόλια. Ας όψονται οι µαϊµού επιδοτήσεις, που γίνονται σφαίρες. Ο παπάς Γιάννης έφαγε τρεις κάλυκες στο καλυµµαύχι του από σαρανταπεντάρη όπλο και σηκώθηκε να φύγει κατεβάζοντας καντήλια.
– Ε αφορεσµένοι, και θα µας σε βγάλετε τα µάτια µας επαέ µε τα κουµπούρια σας. Σχεδόν σε όλα τα πιάτα, αντί πιπέρι έπεφταν εξ ουρανού οι κάλυκες στα πιλάφια. Το γλέντι κράτησε µέχρι ανατολής ηλίου κι οι κατωµερίτες καλεσµένοι έκαναν τον σταυρό τους που έφυγαν ζωντανοί. Φεύγοντας κάλεσαν τους συµπέθερους να κατέβουν κι αυτοί στο κατωµέρι να πιούνε ένα κρασί, να πούνε και πέντε κουβέντες για την προίκα τσι κοπελιάς. Την επόµενη Κυριακή ήρθαν µε ένα αγροτικό Toyota Hilux µαµά, µπαµπάς κι η νύφη, κρατώντας σε ένα πλουµιστό σακούλι ένα µεγάλο βάζο θυµαρίσιο µέλι, κι ένα κεφάλι τυρί. Μόλις έφαγαν ένα αλανιάρη κόκορα κρασάτο, κι άρχισαν τα της προίκας, η µαµά του Στελιού το σκούντηξε να πάνε µια βόλτα µε το Λενιώ µέχρι τση γιαγιάς το σπίτι, για να µην ακούν τα παζάρια. Όταν έφυγαν είπε ο πεδινός συµπέθερος στον αψύ βουνίσιο αν επιτρέπει να µείνει η κοπελιά 2 -3 µέρες στο σπίτι τους για να πάνε τα παιδιά ταχιά στη χώρα να ψουνίσουν. Να την κεράσει και µια πάστα αµυγδάλου στο Κρόνο.
– Να µείνει συµπέθερε δε λέω αλλά να δασκαλέψεις το κοπέλι σου να µη µου ντρακάρει την κοπελιά… Να κάνει πες του λίγη υποµονή µέχρι να µπει το στεφάνι.
– Επά ναι η τιµή συµπέθερε, έπαιξε µια δυνατή γροθέ στο µπέτη του ο µπάρµπα Μιχαλάκης… αναλαµβάνοντας την ευθύνη για την τιµή του Λενιού.
– Α να δούµε κυρ Μιχάλη αν βγείτε στον λόγο σας, γιατί πολύ ζωηρό το θωρώ το κοπέλι σου… πετάχτηκιε και η κυρία Ζαµπία που είχε πολλά θωρεµένα. Σε ένα πεντάµηνο που έγινε ο γάµος και η κοιλιά του Λενιού φαινόταν ολίγον έγκυος, εκεί που στεκόταν στην εκκλησία για χαιρετούρες οι δυο συµπέθεροι, βρήκε την ευκαιρία ο ορεινός και το πέταξε το καρφάκι του στον κατωµερίτη.
-Πού ‘ναι µπρε συµπέθερε, η τιµή που µού ‘λεγες, κι εξεγιβέντησε ο γιος σου την κόρη µου.. ετσά το κάνετε εσείς επαέ οι κατωµερίτες;
-Άµα πιάσουν φωτιά τα κοπέλια συµπέθερε… άντε δα µετά να τηνέ σβήσεις ..!!