26.3 C
Chania
Τρίτη, 10 Ιουνίου, 2025

Μνήµη και Πολιτική Στρατηγική

» Από το Κοντοµαρί και την Κάνδανο στην Ευρωπαϊκή Μνηµονική Σκηνή

Επέτειοι όπως αυτές της Σφαγής στο Κοντοµαρί και της Καταστροφής της Κανδάνου επαναφέρουν το κρίσιµο ερώτηµα: πώς συνδέεται η µνήµη των ναζιστικών εγκληµάτων στην Ελλάδα µε τις πολιτικές και µνηµονικές εξελίξεις στην Ευρώπη;

Συχνά, η προσέγγιση της µνήµης στην Ελλάδα περιορίζεται σε επετειακές τελετουργίες, χωρίς ουσιαστικό διάλογο µε το παρελθόν. Όσοι παρακολουθούµε αντίστοιχες διεργασίες στο εξωτερικό διαπιστώνουµε πως είναι πιο σύνθετες και άµεσα συνδεδεµένες µε διεθνείς πολιτικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις.

Η ηµερίδα που διοργανώθηκε πρόσφατα στην Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης, µε θέµα τη µνήµη, τη λήθη και το ζήτηµα των γερµανικών επανορθώσεων, αποτέλεσε ένα διαφορετικό παράδειγµα προσέγγισης πέραν της επετειακής τυπικότητας. Η εκδήλωση, στην οποία συµµετείχαµε εκ µέρους του προγράµµατος ∆ράσεις Ιστορίας Μνήµης Πολιτισµού και της πλατφόρµας mnemonikon.gr, κατέδειξε τη µνήµη ως πράξη κοινωνική και πολιτική, που δεν εξαντλείται στο τελετουργικό αλλά συνοµιλεί µε τα ερωτήµατα του σήµερα και του αύριο.

Ειδικά για τα εγκλήµατα της τριπλής Κατοχής, ο ρόλος του ∆ικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών είναι καθοριστικός για την ανάδειξη της ιστορίας των µαρτυρικών κοινοτήτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εκπρόσωποι περιοχών που δοκιµάζονται από τη δηµογραφική συρρίκνωση, συνεχίζουν να δίνουν µάχη για τη διατήρηση της µνήµης των θηριωδιών των γερµανικών, ιταλικών και βουλγαρικών κατοχικών δυνάµεων, αλλά και των δυσκολιών της µεταπολεµικής ανασυγκρότησης βαθιά τραυµατισµένων τόπων.

Σε επετείους δηµόσιας µνήµης όπως αυτές των τελευταίων ηµερών στην Κρήτη, ή ενόψει της επικείµενης για τη Σφαγή του ∆ιστόµου, η µνήµη των ναζιστικών εγκληµάτων τέµνεται µε το αίτηµα δικαιοσύνης και επανόρθωσης. Κατά την ηµερίδα στην ΟΑΚ προτάθηκαν βήµατα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ αναφέρθηκε και ο ρόλος της διεθνοποίησης των ελληνικών αιτηµάτων.

Η µαρτυρική µνήµη του Κοντοµαρί, της Κανδάνου και όλων των άλλων περισσότερο ή λιγότερο γνωστών µαρτυρικών τόπων, είναι ανάγκη να συνδεθεί περαιτέρω µε παρόµοιες µνήµες σε άλλες χώρες – και µε τα αντίστοιχα αιτήµατα για την έµπρακτη αποκατάσταση της δικαιοσύνης και όχι µόνο τη ρητορική αναγνώριση της ιστορικής ενοχής. Το ζητούµενο είναι ένας συνολικός σχεδιασµός για τη διαχείριση της µνήµης ως µέρος και της ενίσχυσης της ήπιας διπλωµατίας της Ελλάδος.

Οι κοινότητες έχουν σηκώσει το βάρος της µνήµης επί δεκαετίες, διατηρώντας τη συλλογική µνήµη ζωντανή σε δύσκολες συνθήκες· η Πολιτεία οφείλει πλέον να συνδιαµορφώσει µαζί τους ένα στρατηγικό πλαίσιο. Εξάλλου, η χάραξη µιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής για τη µνήµη δεν µπορεί να προέλθει µονοµερώς. Απαιτεί διάλογο ανάµεσα στις ίδιες τις µαρτυρικές κοινότητες, τους χώρους µνήµης και τα µουσεία, τους ερευνητές των σπουδών µνήµης και, φυσικά, τους θεσµικούς φορείς της Πολιτείας. Ελλείψει κεντρικού συντονισµού και θεσµικού προσανατολισµού από την πλευρά της Πολιτείας, ακόµη και οι πιο αξιόλογες επιµέρους προσπάθειες δεν επαρκούν για να παραγάγουν αποτελέσµατα σε διεθνές επίπεδο. Όταν µάλιστα απουσιάζει συνολικός σχεδιασµός, ακόµη και ως προς τη διαχείριση των ίδιων των τόπων µνήµης, το κενό καλύπτεται συχνά από παρεµβάσεις τρίτων, οι οποίες µπορεί να λειτουργήσουν διασπαστικά και αποπροσανατολιστικά ως προς το βασικό αίτηµα: την έµπρακτη ιστορική αποκατάσταση. Προσφάτως, παρατηρείται και η εµπλοκή ιδιωτικών συµφερόντων στα ζητήµατα διαχείρισης της συλλογικής µνήµης, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δηµόσια λειτουργία της.

Η Πολιτεία πρέπει να εντάξει τη µνήµη σε εθνικό σχεδιασµό που συνδέει την ιστορική ευθύνη µε τη σύγχρονη διεθνή παρουσία της χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ιστορική µνήµη µπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο ενδυνάµωσης της συλλογικής αναφοράς του ελληνικού λαού. Επιπροσθέτως, µπορεί να αποτελέσει µοχλό ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας, να προάγει την πολιτισµική διπλωµατία και να εδραιώσει σχέσεις εµπιστοσύνης µε άλλα κράτη και κοινωνίες.

Η δέσµευση της Πολιτείας είχε φανεί, µεταξύ άλλων, και µε την οµόφωνη απόφαση της Ολοµέλειας της Βουλής στις 17 Απριλίου 2019, που επανεπιβεβαίωσε την ενεργή, απαράγραπτη και νοµικά διεκδικήσιµη φύση των ελληνικών αξιώσεων. Έκτοτε, όµως, παραµένει ζητούµενο η µετουσίωση αυτής της κοινοβουλευτικής βούλησης σε συνεκτική πολιτική πράξη και κυβερνητική στρατηγική. Άλλωστε, η συλλογική µνήµη δεν είναι ουδέτερη, αλλά διαµορφώνεται µέσα από συγκρούσεις, αντιφάσεις και κοινωνικούς αγώνες.

Πρέπει να τονιστεί πως οι εξελίξεις στον πόλεµο της Ουκρανίας και το µέλλον των ευρωρωσικών σχέσεων αναδιαµορφώνουν το ευρωπαϊκό µνηµονικό τοπίο. Το αίτηµα των επανορθώσεων και οι προσπάθειες διακρατικής συνεργασίας (να σηµειωθεί πως σχετική πρόταση έγινε στην Ελλάδα από την Πολωνία κατά το παρελθόν) υφίστανται πιέσεις αναλόγως των κυρίαρχων εθνικών πολιτικών, ιδίως όταν αυτές επιθυµούν την ανάπτυξη συνεργασιών µεταξύ κρατών χωρίς τα «βαρίδια» του σκοτεινού παρελθόντος, εννοώντας ακόµη και το αίτηµα για απόδοση δικαιοσύνης. Αυτή η προσέγγιση συνιστά µια εξαιρετικά προβληµατική θεώρηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας, η οποία εναρµονίζεται δυστυχώς µε φαινόµενα εργαλειοποίησης της µνήµης, ιστορικού αναθεωρητισµού ή αποσιώπησης γεγονότων.

Η έρευνα σε µαρτυρικούς τόπους ανά την επικράτεια, καταδεικνύει την ανάγκη συντονισµένων προσπαθειών και εµπιστοσύνης στη γνώση όσων µελετούν και προτείνουν την ανάπτυξη µιας εθνικής στρατηγικής για τη µνήµη. Χωρίς µια τέτοια στρατηγική, όσο φεύγουν οι τελευταίοι επιζώντες και συρρικνώνονται οι κοινότητες µνήµης, υπάρχει ο κίνδυνος οι µνηµονικοί µας τόποι να τεθούν στο περιθώριο, την ώρα που άλλες χώρες οικοδοµούν αφηγήµατα εντός ενός συγκρουσιακού και συχνά εργαλειοποιηµένου ευρωπαϊκού µνηµονικού τοπίου.

Ο Νίκος Κοσµίδης είναι υπ. ∆ιδ.
Αρχιτεκτονικής (∆ΠΘ)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα