■ (Οι βασιλιάδες και τα βάσανα της Ελλάδας)
«Ως απόλοιτο
και άλλος ότις τοιαύτα
γε ρέζοι»
(Έτσι ας χαθεί και όποιος άλλος παρόµοια πράξει) Ο∆ΥΣΣΕΙΑ, α47
Η Βασιλεία, σαν πολίτευµα στην Ελλάδα, αποτέλεσε πάντοτε ένα όπλο στη φαρέτρα της άρχουσας τάξης και ένα καλό αγωγό της θέλησης του ξένου παράγοντα.
Αν και έχουν περάσει πενήντα χρόνια από το δηµοψήφισµα της 8ης ∆εκεµβρίου 1974, τίποτα δεν πρέπει να µας πείθει ότι οι παραπάνω έχουν διαγράψει από το οπλοστάσιό τους ένα τόσο βαρύ όπλο. Κάποιες πρόσφατες κινήσεις και γεγονότα µάλιστα, ίσως θα έπρεπε να µας βάζουν σε σκέψεις.
Χρήσιµο, νοµίζω, λοιπόν θα ήταν ένα γρήγορο flash back για να δούµε τι αλήθεια έχουν προσφέρει στον τόπο οι βασιλιάδες του.
Τα έργα και τις ηµέρες, στην µικρής διάρκειας (1964 -1967) βασιλεία, του τελευταίου βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, τα είδαµε στα δύο προηγούµενα άρθρα.
Αν στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου η παρουσία της µητέρας του Φρειδερίκης ήταν παντού αισθητή, στη διάρκεια της βασιλείας του συζύγου της Παύλου Α’ (1947 – 1964) η εµπλοκή της στα πολιτικά πράγµατα της Ελλάδας, ως µη όφειλε (εκ του ρόλου της), ήταν καθολική και έντονη. Βασική επιδίωξη ήταν το παλάτι να ελέγχει απόλυτα το στρατό. Μέσα στο µετεµφυλιακό τοπίο, το απόλυτα ελεγχόµενο πολιτικό παιχνίδι έδινε κυβερνήσεις δεξιές έως ακροδεξιές και µόνον, ενώ για κάθε άλλη περίπτωση υπήρχε έτοιµο σχέδιο για αποτροπή αυτού που το παλάτι έβλεπε σαν θανάσιµο κίνδυνο, να εκλεγεί δηλαδή δηµοκρατική κυβέρνηση. Όµως και αυτό δεν ήταν αρκετό για το παλάτι και ειδικά τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ήθελε και επεδίωκε να δηµιουργούνται αδύναµες κυβερνήσεις µε αδύναµες προσωπικότητες επικεφαλής, ώστε να µπορεί να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση. Η απαίτηση αυτή την έφερε αντιµέτωπη µε τους Αµερικανούς, παρά την άριστη συνεργασία που είχε η Φρειδερίκη µε την Αµερικανική πρεσβεία και τη CIA. Έτσι αναγκάστηκε να δεχθεί ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Παπάγος και ο Καραµανλής για πρωθυπουργούς, µε τους οποίους βέβαια συγκρούστηκε στη συνέχεια, σε βαθµό µάλιστα που ο Καραµανλής αναφώνησε το περίφηµο «ποιος κυβερνά επιτέλους αυτόν τον τόπο;» και φοβούµενος για τη ζωή του, έφυγε το 1963 στο εξωτερικό µε άλλο επώνυµο. Γενικά, η ανασφάλεια των ανακτόρων για το µέλλον του Θρόνου κρατούσε, σε όλη αυτή την περίοδο, προ οφθαλµών το σενάριο του πραξικοπήµατος και την επιβολή δικτατορίας. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα δράσης, εν γνώσει και υπό την σκέπη των ανακτόρων, σε πολυάριθµες συνωµοτικές οµάδες (µε προεξάρχουσα τον Ι∆ΕΑ) και επίδοξους δικτάτορες, µε τη γνωστή τραγική συνέχεια και συνέπεια, όπως την περιγράψαµε στα προηγούµενα άρθρα µας. Βέβαια, η τακτική αυτή των ανακτόρων και ιδιαίτερα της Φρειδερίκης, απέβη µπούµερανγκ (όπως εκ των υστέρων γνωρίζουµε) για τη δυναστεία και σήµανε το τέλος της.
Ο Γεώργιος Β’ διαδέχθηκε τον πατέρα του Κωνσταντίνο Α’, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ένα χρόνο µετά αναγκάστηκε από την Επαναστατική Κυβέρνηση να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπου κηρύχθηκαν αυτός και ολόκληρη η δυναστεία έκπτωτοι. Η Αβασίλευτη ∆ηµοκρατία καταργήθηκε και ο Γεώργιος Β’ αποκαταστάθηκε στο θρόνο του από τη ∆ικτατορία του Γ. Κονδύλη, η οποία διενήργησε το νόθο ∆ηµοψήφισµα της 3ης Νοεµβρίου 1935. Επανερχόµενος ο Γεώργιος µας «χάρισε» τη ∆ικτατορία του Ι. Μεταξά (4-8-1936), τον οποίο διευκόλυνε να καταλάβει την εξουσία και στη συνέχεια ανέχθηκε και κάλυψε όλες τις διώξεις του φασιστικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου εναντίον των ελευθεριών του τόπου. Κατά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο παρέµεινε στο εξωτερικό. Το µεγάλο Ελληνικό αντιστασιακό κίνηµα κατά της Κατοχής ήταν έντονα αντιµοναρχικό και δεν υπήρχε φυσιολογικά περίπτωση επανάκαµψης της µοναρχίας. Χρειάστηκε να γίνουν τα ∆εκεµβριανά, να φθάσουµε στον Εµφύλιο, και προς επίρρωση αυτών που είπα στην αρχή για την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της, να έρθει µετά τη νίκη του στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, το φιλοβασιλικό Λαϊκό Κόµµα, το οποίο εν µέσω έντονης τροµοκρατίας στην ύπαιθρο, µε το διαβλητό δηµοψήφισµα της 1ης Σεπτεµβρίου 1946 επανέφερε τον Γεώργιο και τη Βασιλεία στην Ελλάδα. Γενικά, ο Γεώργιος Β’ υπήρξε µια θαµπή προσωπικότητα και η παρουσία του στην Ελλάδα συνοδεύτηκε πάντοτε από αντιδηµοκρατικές εκτροπές και δεινά για τους Έλληνες.
Στον Κωνσταντίνο τον Α’ δόθηκε η ευκαιρία να ενσαρκώσει τον θρίαµβο που ονειρεύτηκε κάθε βασιλιάς και πόθησε κάθε Έλληνας. Να µεγαλώσει την Ελλάδα, να πατήσει στη Μικρά Ασία, να µπει στην Κωνσταντινούπολη. Αντί αυτού «Αφήκε οπίσω του ερείπια και γόους», όπως έγραψε το «Ελεύθερον Βήµα» την εποµένη της φυγής του από την Ελλάδα, µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και ο λόγος; Η βαθιά του πεποίθηση ότι είναι θεόσταλτος και ότι βασιλεύει «ελέω Θεού». Η απέχθεια προς τη ∆ηµοκρατία και η περιφρόνηση του Συντάγµατος και των θεσµών του. Η κουφόνοια και ο εκρηκτικός του χαρακτήρας. Με δυό λόγια, ήταν ανεπαρκής και ξεροκέφαλος για τη θέση που κατείχε. Και απέβη µοιραίος για τον ίδιο (µικρό το κακό), αλλά και για τη χώρα. Ο Βενιζέλος του έδωσε τη λαµπρή ευκαιρία να ξεπλύνει την ντροπή και την ευθύνη του, σαν αρχηγός του Στρατού, της ήττας του 1897 και να γίνει ο Στρατηλάτης των νικηφόρων Βαλκανικών πολέµων, που η διπλωµατική ευφυία του Βενιζέλου έφερε σε αίσιο πέρας. Όµως, στη συνέχεια, για τους λόγους που προανέφερα, αλλά και λόγω της εµµονικής του προσκόλλησης και του επηρεασµού του από τη σύζυγό του Σοφία και τον αδελφό της Γουλιέλµο Β’ Αυτοκράτορα της Γερµανίας και Πρωσίας, έφθασε σε ακραίες ενέργειες και προφανώς αντεθνικές αποφάσεις. Θα αναφέρω λίγες περιπτώσεις για να γίνει αντιληπτό το µέγεθος της ζηµίας που επέφερε στην Ελλάδα. Ενώ, ως γνωστόν, ο Βενιζέλος υποστήριζε την συµπαράταξή µας µε την Αντάντ, ο Κωνσταντίνος προχωρούσε µυστικά σε συνεννοήσεις µε το άλλο στρατόπεδο και διέρρεε κρατικές πληροφορίες προς Γερµανούς, Αυστριακούς, Βούλγαρους και Ρώσους. Το 1915, µέσα σε οκτώ µήνες ανάγκασε δύο φορές τον πρωθυπουργό Βενιζέλο να παραιτηθεί. Τον Απρίλιο του 1915, οι Σύµµαχοι πρόσφεραν στην Ελλάδα την Σµύρνη και την ενδοχώρα της, αν έβγαινε µαζί τους στον πόλεµο. Αλλά ο βασιλικός πρωθυπουργός ∆. Γούναρης απέρριψε την προσφορά… Τον Οκτώβρη, η Αγγλία πρόσφερε την Κύπρο. Αλλά ο βασιλικός πρωθυπουργός Αλ. Ζαΐµης απέρριψε την προσφορά… Και το αποκορύφωµα: το φοβερό 1916, το «έτος των εξευτελισµών και του διχασµού», όπως γράφει ο Μάριος Πλωρίτης, µε βασιλική συγκατάθεση παραδόθηκε η Ανατολική Μακεδονία στους Βουλγάρους και ολόκληρο το ∆’ Σώµα Στρατού παραδόθηκε άκαπνο στους Γερµανούς.
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Α’ και γενάρχης της δυναστείας των Γλύξµπουργκ, Γεώργιος Α’, δεν εστερείτο των ελαττωµάτων του υιού του, τα διαχειρίστηκε όµως πιο έξυπνα και µπόρεσε να βασιλέψει για πενήντα χρόνια. Θα αναφερθούµε στα γραπτά δύο ανεπίληπτων κριτών, φίλων της βασιλείας. Γράφει στο προσωπικό του ηµερολόγιο, ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Μεταξάς, στις 24-9-1896 (λίγους µήνες δηλαδή πριν την ήττα του 1897): «Είναι καιρός να πάψει η συναλλαγή· και ο Βασιληάς δεν είναι αµέτοχος σ’ αυτό το βρωµερό παιχνίδι, αλλά θα φάη το κεφάλι του έτσι!». Ακόµα, γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην εφηµερίδα «Ακρόπολίς» στις 15-7-1935 (εν όψει του δηµοψηφίσµατος για την επάνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Β’): «Όπως γνωρίζουν οι ολίγοι, οι οποίοι έχουν διαβάσει ιστορίαν, ο Γεώργιος Α’, κατά τας πρώτας δεκαετίας της βασιλείας του (εφ’ όσον δηλαδή εγνώριζεν ότι, στηριζόµενος επί της προστασίας των ξένων, δεν διέτρεχε κινδύνους), ανεµίχθη επανειληµµένως και δη ολεθρίως εις την εξέλιξιν της πολιτικής µας ζωής. Εις την ολεθρίαν ανάµιξίν του οφείλεται το γεγονός ότι δεν κατώρθωσεν ο Χαρίλαος Τρικούπης, πραγµατοποιών το πρόγραµµά του, να δηµιουργήση σταθεράς της πολιτικής µας ζωής βάσεις. (…) Αι επεµβάσεις του Γεωργίου Α’ εσταµάτησαν όταν, µετά την συµφοράν κυρίως του 1897, εκλονίσθη εσωτερικώς και εξωτερικώς η θέσις του και περιωρίσθη ούτος εις την εκτέλεσιν των τυπικών καθηκόντων του…». Γνωρίζουµε από µαρτυρία του φιλικότατου προς την Αυλή Αυστριακού πρεσβευτή φον Μπράουν, ότι κατά την Επανάσταση του 1909 στου Γουδή, που σήµανε την αναγέννηση του Ελληνικού κράτους, έκανε προς στιγµήν σκέψεις για οργάνωση αντεπανάστασης ή επέµβαση ξένων δυνάµεων. Φαίνεται όµως ότι τα 45 χρόνια βασιλικής πείρας τον οδήγησαν σε πιο ψύχραιµες αποφάσεις, αφού ένα χρόνο µετά (στις 23-9-1910) τον βρίσκουµε να δηλώνει: «Εις την Ελλάδα είναι αδύνατον να επιβληθή κάτι µε την βίαν. Η βία είναι σαν ένα ελαστικό τόπι που, όταν το ρίχνουν εις τον τοίχον, επιστρέφει πίσω και κτυπά εκείνον που το έρριξε». Για τον Όθωνα, τον πρώτο βασιλιά µας, που υπέγραφε ως «Όθων, ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος», αντί άλλης δικής µου άποψης ή πληροφορίας θα δώσω την άποψη της εφηµερίδας «Αιών» στις 8-9-1843, πέντε δηλαδή ηµέρες µετά την Επανάσταση της 3ης
του Σεπτέµβρη: «Ανένδοτος ο εγωισµός µέχρι παραλογισµού, επίµονον το ξενικό πνεύµα υπό την απάτην ιδεών ολεθρίων, επέµενε σφετεριζόµενον δύναµην ουδέποτε εις αυτό παραχωρηθείσαν εκ συνθήκης παρά του Έθνους, ενέπαιζε δι’ αναβολών, δι’ απάτης και σοφισµάτων τους Έλληνας και τους Προστάτας Συµµάχους, και εθεώρει την Ελλάδα Βαυαρικήν αποικίαν, τον Έλληνα δούλον και κτήµα». Στη συνέχεια η πολιτεία του Όθωνα, ως γνωστόν, υπήρξε ακόµα χειρότερη και οδήγησε στην έξωσή του το 1862.
∆ιατρέξαµε στα παραπάνω, 150 χρόνων ελληνική ιστορία και δύο µοναρχικές δυναστείες. Μετά από αυτά λοιπόν, πιστεύω συν Έλληνες ότι προκύπτει καθήκον µας να διατελούµε εν εγρηγόρσει και όχι καθεύδοντες υπό το εκθαµβωτικό φως του glamorous come back της οικογένειας.
*Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ µηχανικός
π. δ/ντής ∆Ε∆∆ΗΕ Α.Ε. Όλα τα δηµοσιευµένα κείµενα της στήλης µπορείτε
να τα βρείτε στο http://www.haniotika-nea.gr/author/koufakis/