Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Μιχάλης Αλμπάτης: «Η ζωή θα ήταν τραγική χωρίς την παραμυθία»

«Όλοι έχουμε ανάγκη την παραμυθία. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη και τον έρωτα που είναι ένα βασικό στοιχείο παραμυθίας. Δεν είναι όμως μόνο ο έρωτας. Είναι και η τέχνη που έχει αυτή τη λειτουργία, που μας βοηθάει να ξεφεύγουμε από τη σκληρότητα της πραγματικότητας».

Ο Μιχάλης Αλμπάτης στο τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “νήσος”, μιλάει για τη ζωή μέσα από το κάτοπτρο του θανάτου. Με χιούμορ, ρεαλισμό, ονειρικά αλλά και μαγικά στοιχεία, αφηγείται μια ιστορία περιπλάνησης στην ενδοχώρα του Ηρακλείου της δεκαετίας του ’50, που είναι συγχρόνως και μια ιστορία ενηλικίωσης με κεντρικό ήρωα τον 15χρονο Φανούρη που έχει το χάρισμα ή… την κατάρα να ακούει τους νεκρούς.

Λίγο πριν την παρουσίαση του βιβλίου στα Χανιά που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Τετάρτη, οι “Διαδρομές” μίλησαν με τον κρητικό συγγραφέα για τους “νεκρούς” του βιβλίου και το νόημα της ζωής, όπως αυτό αποκαλύπτεται μέσα από τις ιστορίες τους, το βίωμα και τις αφηγήσεις που αποτέλεσαν το “σκελετό” της ιστορίας, αλλά και τη διαχρονική, ζωτική ανάγκη των ανθρώπων για όνειρο και παραμυθία.

Πώς προέκυψε το “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους”; Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα;

Ήρθε αιφνίδια η έμπνευση. Ήταν στην κηδεία ενός θείου μου, σε μια αγρύπνια. Κάποιος φίλος του, που αγαπούσε όπως κι ο θείος μου το ποτό, παραπονιόταν στον νεκρό ότι τον εγκατέλειψε και δεν έχει πια με ποιον να πίνει. Τού έσταξε λοιπόν λίγο κονιάκ στα χείλη. Τότε λοιπόν σκέφτηκα τι θα ένιωθε και τι θα έλεγε ο θείος αν μας άκουγε. Οι άνθρωποι βέβαια πάντα απευθύνονται στους νεκρούς αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι μας ακούνε. Αν λοιπόν όντως μπορούσε να μας ακούσει αναρωτήθηκα τι θα απαντούσε ο θείος. Έτσι, μέσα σε δευτερόλεπτα γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου…

Αυτό παραπέμπει στην πρώτη ιστορία του κρασο-Γιώργη. Τι μερίδιο έχει το βίωμα και το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο σύνολο του βιβλίου; Υπάρχει ο Μιχάλης μέσα στον ήρωά του, τον Φανούρη;

Μέσα σε όλους τους ήρωες υπάρχει ο συγγραφέας αλλά ταυτόχρονα ακούγονται κι οι άνθρωποι που ο κάθε συγγραφέας έχει γνωρίσει κι αυτοί ακούγονται μέσα από αυτόν. Αυτοί μάς δίνουν πράγματα, εικόνες, συμπεριφορές και αντιδράσεις. Ας πούμε στα λόγια της γιαγιάς του Φανούρη σίγουρα αντηχεί η φωνή της γιαγιάς μου. Ο τρόπος που μιλούσε, σιργουλευτά όπως λέμε. Συγχρόνως, αρκετές από τις ιστορίες του βιβλίου, όσο ακραίες κι αν ακούγονται, περιέχουν στοιχεία από την πραγματικότητα. Βασίζονται σε ιστορίες που μού είχαν διηγηθεί θείοι, παπούδες, γιαγιάδες κ.λπ. Οπότε, το βιβλίο περιέχει βιώματα δικά μου, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικό, όπως περιέχει και βιώματα άλλων που μου τα έχουν διηγηθεί. Στοιχεία από αυτές τις αληθινές ιστορίες χρησιμοποιήθηκαν σαν βάση για να είναι το οικοδόμημα στέρεο και να με βοηθήσουν να αναπτύξω τα φανταστικά στοιχεία. Εκτός αυτού τα στοιχεία αυτά με βοήθησαν να παντρέψω την πραγματικότητα με το μαγικό στοιχείο που ήταν πολύ έντονο στα χωριά της Κρήτης εκείνη την εποχή…

Γιατί αλήθεια επέλεξες τη δεκαετία του ΄50 ως καμβά για τη μυθοπλασία σου;

Η σημερινή εποχή είναι τελείως απομαγευμένη. Τότε ακόμα ιδίως στα χωριά πίστευαν σε νεράιδες, φαντάσματα κ.λπ. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να τοποθετήσω την ιστορία μου στο σήμερα γιατί τον Φανούρη, που είχε το χάρισμα να ακούει τους νεκρούς, όχι μόνο δεν θα τον πίστευαν αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα τον έκλειναν σε κάποιο ίδρυμα. Παράλληλα, δεν θα μπορούσα να την τοποθετήσω πολύ παλαιότερα γιατί ένιωσα ότι θα έχανα τη σύνδεσή με την εποχή. Η ιστορία εκτυλίσσεται 20 χρόνια πριν από τη γέννησή μου, δηλαδή είχα την ευκαιρία στο χωριό να γνωρίσω ανθρώπους και να μου μιλήσουν για εκείνα τα χρόνια όπως τα έζησαν, άρα κι εγώ μετά να αναπαραστήσω την εποχή και την κοινωνία εκείνη.

Ο θάνατος “πρωταγωνιστεί” με κάποιο τρόπο στο βιβλίο αλλά η δική μου αίσθηση είναι ότι η αγωνία σου είναι να μιλήσεις για τη ζωή. Ήταν ένας τρόπος αυτή η ιστορία για να ξορκίσεις σκέψεις ή αγωνίες γύρω από τον θάνατο;

Στο βιβλίο οι νεκροί έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν κι αυτό που με έναν τρόπο συμβουλεύουν τους ζωντανούς είναι να μην κάνουν τα δικά τους λάθη και να προσπαθήσουν να ζήσουν όσο πιο ουσιαστικά μπορούν. Τους καλούν να ξυπνήσουν και να σκεφτούν ότι αφού οι μέρες τους είναι μετρημένες να ζήσουν με λιγότερους συμβιβασμούς, γιατί η συμμόρφωση σε νόρμες και το ψέμα είναι ουσιαστικά θάνατος πριν τον θάνατο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτό λένε οι περισσότεροι νεκροί του βιβλίου.

Το γεγονός ότι ζεις στην επαρχία, στο Ηράκλειο και τον Ζαρό, μακριά από τη λογοτεχνική “πιάτσα” της Αθήνας, πιστεύεις ότι κάνει πιο δύσκολο να επικοινωνήσεις τη συγγραφική δουλειά σου και να συναντήσεις το κοινό σου;

Έχω μεγαλώσει στον Ζαρό αλλά από τα 18 ζω στο Ηράκλειο. Συνεχίζω όμως να βρίσκομαι στο χωριό γιατί καλλιεργώ την οικογενειακή περιουσία. Σίγουρα αυτό κάνει πιο δύσκολη την προσπάθεια να συναντήσεις το κοινό σου. Η Αθήνα είναι το κέντρο κι από εκεί ξεκινάνε όλα. Παίζουν τεράστιο ρόλο οι προσωπικές επαφές και οι δημόσιες σχέσεις.
Συνομιλώντας δε με αρκετούς συγγραφείς που ζουν στην επαρχία όλοι διαπιστώνουν το ίδιο πράγμα.

Θα πήγαινες στην Αθήνα για να αφοσιωθείς στη συγγραφή και να διεκδικήσεις κάτι περισσότερο;

Είναι δύσκολο στα 50 σου να κάνεις ένα τέτοιο βήμα. Να πάω μόνο και μόνο για να αναπτύξω δημόσιες σχέσεις στην Αθήνα δεν νομίζω ότι θα το έκανα. Το καλό με τη συγγραφή είναι ότι μπορείς να γράψεις οπουδήποτε κι ίσα ίσα όσο πιο μακριά βρίσκεσαι από περισπασμούς τόσο περισσότερο συγκεντρώνεσαι σε αυτό που θες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βιβλίου έχει γραφτεί στο χωριό, όπου είναι το ησυχαστήριό μου. Δεν έχω ούτε ίντερνετ ούτε τηλεόραση κι οι φίλοι είναι λίγοι ούτως ή άλλως. Είναι περίεργη η μοναξιά αλλά είναι και χρήσιμη, δημιουργική.

Η συγγραφή για εσένα ποια ζωτική ανάγκη ικανοποιεί;

Πρώτα από όλα γράφω για εμένα τον ίδιο, γιατί είναι ένας τρόπος να εκφράζομαι και να κάνω αυτό που νιώθω ότι κάνω καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Με την έννοια αυτή αυτοπραγματώνομαι. Από εκεί και πέρα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι μια ανάγκη επικοινωνίας. Όταν έχεις γράψει κάτι και συνομιλείς με ανθρώπους που έχουν διαβάσει το βιβλίο και αισθάνεσαι ότι έχουν καταλάβει αυτά που ήθελες να πεις κι έχουν νιώσει πράγματα, τότε αυτό σού δίνει πολλά. Οπότε η συγγραφή ξεκινάει από εσένα, γράφεις για εσένα, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο, θέλεις να μοιραστείς αυτά που γράφεις.

Ανέφερες πριν τη λέξη μαγεία. Ο 15χρονος ήρωας του βιβλίου σου ενηλικιώνεται πολύ γρήγορα, γνωρίζοντας το σκληρό πρόσωπο της ζωής αλλά συγχρόνως διατηρώντας μια αθωότητα και την ανάγκη του να κάνει όνειρα. Τι αλήθεια πιστεύεις ότι θα ήταν η ζωή χωρίς την παραμυθία και τα όνειρα;

Νομίζω ότι θα ήταν τραγική και άσχημη. Όλοι έχουμε ανάγκη την παραμυθία. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη και τον έρωτα που είναι ένα βασικό στοιχείο παραμυθίας. Δεν είναι όμως μόνο ο έρωτας. Είναι και η τέχνη που έχει αυτή τη λειτουργία, που μάς βοηθάει να ξεφεύγουμε από τη σκληρότητα της πραγματικότητας…

Η βιβλιοπαρουσίαση

Το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη, “Και οι Νεκροί ας θάψουν τους Νεκρούς τους”, θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου και ώρα 19:00, στον 2ο όροφο του Πνευματικού Κέντρου Χανίων.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Μιλτιάδης Κλωνιζάκης, πολιτικός μηχανικός, Αναστασία Μαλούκου, φιλόλογος και Δημήτρης Μαριδάκης, δημοσιογράφος.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν οι: Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, Πνευματικό Κέντρο Χανίων, Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης, βιβλιοπωλείο “Το Βιβλίο” και εκδόσεις “νήσος”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα