Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Λόφος Καστέλι: Μια χρήσιμη αναδρομή και μια πρόταση

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε ξεκινήσει μια διαδικασία διαχείρισης της παλιάς πόλης των Χανιών από το Δήμο, το Υπουργείο Πολιτισμού, συναρμόδια Υπουργεία, το ΤΕΕ/ΤΔΚ και άλλους φορείς στην κατεύθυνση της αναβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων και την ισόρροπη ανάπτυξή της.

Ήδη διαφαινόταν τάσεις ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης, ενώ τα προβλήματα από τους βομβαρδισμούς του 1941 και το εξαιτίας τους «Νέο Ρυμοτομικό Σχέδιο Δοξιάδη» ήταν πολλά. Έτσι ανατέθηκε και συντάχθηκε η «Μελέτη ανάδειξης της Μεσαιωνικής πόλης Χανίων», η γνωστή μας «Μελέτη Ρωμανού-Καλλιγά», η οποία παραμένει από το 1977 ακόμη «στα συρτάρια» του Δήμου Χανίων, αν και επικαιροποιήθηκε επί Δημαρχίας Κ.Βιρβιδάκη, πολλά χρόνια αργότερα.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 είχαν αποκαλυφθεί στο Καστέλι κάτω από τα βομβαρδισμένα ερείπια των Βενετσιάνικων μεγάρων σημαντικές μινωϊκές αρχαιότητες και ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Γιάννη Τζεδάκη, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων υπό τη διεύθυνση της Μαρίας Βλαζάκη. Το Καστέλι περιβάλλεται από το επίσης ιδιαίτερα ενδιαφέρον Πρωτοβυζαντινό τείχος και περιλαμβάνει μια σειρά από μεγάλα διοικητικά κτήρια από τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία, ορισμένα από τα οποία ανήκαν πάντα στο Δημόσιο. Στο Καστέλι εμφανίζεται κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή, που συνεχίζεται επί 5000 χρόνια και υπήρξε από τη Μινωϊκή περίοδο μέχρι και την Κρητική Πολιτεία το διοικητικό κέντρο της πόλης. Η ιδιαίτερη σημασία της περιοχής υπήρξε η αιτία να προταθεί ως «Αρχαιολογικό Πάρκο» από τους μελετητές και να υπάρχει αυστηρότερος έλεγχος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που τελικά «κράτησε» την ποιότητα ζωής περισσότερο από την υπόλοιπη παλιά πόλη. Το Αρχαιολογικό Πάρκο σταδιακά διαμορφώνεται με τις συνεχιζόμενες ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες. Γεωγραφική και χρονολογική κορύφωση του Πάρκου αποτελούν τα τρία μνημεία στην κορυφή του λόφου, που καλύπτουν τις περιόδους της Βενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας, τα οποία στη μελέτη Ρωμανού-Καλλιγά σημειώνονται με μπλε χρώμα.

Lockdown στα Χανιά και οι δημοσιογράφοι των “Χ.ν.” καταγράφουν καθημερινά τα σπουδαιότερα γεγονότα της τοπικής – και όχι μόνον – επικαιρότητας, στο “Ημερολόγιο καραντίνας.

Η έρευνα παρουσιάσθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε παραγωγούς των Χανίων στο χώρο του ΜΑΙΧ και πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια τους προγράμματος Agrilink. Ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2018 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2020 και συμμετείχαν σε αυτή 37 παραγωγοί αβοκάντο και 12 πάροχοι συμβούλων από τα Χανιά.

 

Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής συνδέθηκε από τις τότε κυβερνήσεις και τους τοπικούς φορείς και το θέμα της αρχικής στέγασης του Πολυτεχνείου Κρήτης, παράλληλα με τη σταδιακή ανάπτυξη του στο Ακρωτήρι. Οι πρώτες διοικήσεις υπό τους καθηγητές Περικλή Θεοχάρη και Θαλή Αργυρόπουλο σε στενή συνεργασία με το Δήμο και την τότε 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προχώρησαν αρχικά στην απόκτηση με παραχώρηση τριών μεγάλων μνημείων (Οθωμανικές Φυλακές, Μεγάλο Αρσενάλι, Βενετσιάνικο Μέγαρο οδού Ζαμπελίου). Αργότερα με μεταφορά πιστώσεων από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με συμβολικό τίμημα 102.000.000 (299.000 ευρώ περίπου) αποκτήθηκαν και παραχωρήθηκαν στο Π.Κ. τα τρία κτήρια της Μεραρχίας, των Οθωμανικών Στρατώνων, των Φυλακών και η μεγάλη πλατεία μεταξύ τους. Αποκτήθηκαν επίσης η Γαλλική Σχολή και το «Στρατόπεδο Χατζηδάκη» στη Χαλέπα για την ανάπτυξη δυο πυρήνων, παράλληλων με το κυρίως Ίδρυμα, που άρχισε να κτίζεται στο Ακρωτήρι. Τα μνημεία και οι χώροι αποκτήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την αποκατάστασή τους, την εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών σκοπών του Ιδρύματος και τη σύνδεσή του με την πόλη που το φιλοξενούσε και όχι για εκμετάλλευση.

Οι επόμενες διοικήσεις, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, άρχισαν να εγκαταλείπουν το σχέδιο σύνδεσης του Πολυτεχνείου με την πόλη. Το 1994, μετά από υπόδειξη της τότε διοίκησης, ζητήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού η παραχώρηση του κτηρίου της Μεραρχίας, για τη στέγαση Βυζαντινού και Λαογραφικού Μουσείου και στη συνέχεια του Αρχαιολογικού, αιτήματα όμως που απορρίφθηκαν χωρίς αιτιολόγηση. Στη συνέχεια υπήρξαν κάποιες ενδιάμεσες προσπάθειες για στέγαση στα μνημεία αυτά, είτε της Σχολής Καλών, είτε της Αρχιτεκτονικής Σχολής, είτε Ινστιτούτου Αναστήλωσης, που δεν υλοποιήθηκαν για διάφορους λόγους.

Το κτήριο της Μεραρχίας είχε καταληφθεί παράνομα και οι καταληψίες εμπόδισαν την αποκατάστασή του. Η διοίκηση ωστόσο δεν άσκησε τις από το Νόμο υποχρεώσεις της για εκκένωσή του. Από τα υπόλοιπα, αφού δεν χρησιμοποιήθηκαν, επιστράφηκαν το Αρσενάλι στο Δήμο, το Μέγαρο Ζαμπελίου στο ΥΠΠΟ και στο Στρατόπεδο Χατζηδάκη κτίστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Γαλλική Σχολή χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα και παραμένει έκτοτε ανενεργή. Το προτεινόμενο πρόσφατα Λαογραφικό Μουσείο, δεν είναι κάτι το σοβαρό εξαιτίας της φτώχειας των προτεινόμενων εκθεμάτων. Έτσι έληξε άδοξα μια σημαντική προσπάθεια αξιοποίησης μιας σειράς διατηρητέων κτηρίων, που παραχωρήθηκαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς, πολιτική η οποία σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και έχει αποδώσει καρπούς.

Στο σημείο αυτό το Πολυτεχνείο, αφού δεν είχε σκοπό να τα αξιοποιήσει για τους σκοπούς τους οποίους αποκτήθηκαν, όφειλε να ανοίξει ένα διάλογο με τους τοπικούς φορείς, προκειμένου τα μνημεία αυτά να αξιοποιηθούν προς το συμφέρον της πόλης, σε συνεργασία και χωρίς βέβαια να ζημιωθεί το Ίδρυμα. Την ίδια εποχή είχε προχωρήσει από την πλευρά του Δήμου, της Περιφέρειας Κρήτης και του Υπουργείου Πολιτισμού η αξιοποίηση μιας σειράς από γειτονικά μνημεία (Μεγάλο Αρσενάλι, Τελωνείο, Νεώρια), τα οποία βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με τα κτήρια αυτά. Αυτό δεν έγινε, αλλά αντίθετα με αρκετά συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς ιδιαίτερη δημοσιότητα, αποφασίστηκε η ενοικίασή τους για εικοσιπέντε χρόνια και η μετατροπή τους σε πολυτελές ξενοδοχείο. Ως αιτία επικαλέστηκαν το γεγονός της κατάληψης της Μεραρχίας, της αδυναμίας εξεύρεσης μεγάλων ποσών για την αποκατάσταση των «ετοιμόρροπων» μνημείων και της εξασφάλισης ετήσιου ενοικίου ύψους 360.000 (συνολικά 9.000.000 στην εικοσιπενταετία) για την ενίσχυση των πενιχρών λειτουργικών δαπανών από το κράτος.

Να σημειωθεί ότι τα δυο άλλα κτήρια έχουν αποκατασταθεί και θέλουν απλή συντήρηση, ενώ ο προϋπολογισμός για την αποκατάσταση της Μεραρχίας με βάση την εγκεκριμένη μελέτη Α.Νουκάκη ανέρχεται στα 4.5 εκ. ευρώ (κατακυρώθηκε με το ποσό των 2.7 εκ. ευρώ, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω της κατάληψης). Δεν διευκρινίζεται αν το υπερβολικό ποσό των 18 εκ. ευρώ αφορά στην αποκατάσταση των μνημείων, ή στη συνολική επένδυση, που αφορά μόνο στον επενδυτή. Δηλαδή προβλέπεται μηνιαίο ενοίκιο 10.000 ευρώ για κάθε κτήριο, ενώ η ιδιαίτερα αξιοποιήσιμη πλατεία, παραχωρείται χωρίς ουσιαστικά οικονομικό αντάλλαγμα.

Όταν το θέμα δημοσιοποιήθηκε το 2017, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από την πλευρά φορέων και πολιτών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για τη μετατροπή των δημόσιων αυτών κτηρίων και της «καλύτερης πλατείας της πόλης» σε ιδιωτικό ξενοδοχείο, αντί να εξεταστούν οι δυνατότητες αξιοποίησης σε όφελος της πόλης, των κατοίκων και των επισκεπτών της. Οι αιτιολογημένες αντιδράσεις ήταν πολλές. Παράλληλα υπήρξαν αντιδράσεις και από την πλευρά της κατάληψης και όσων την υποστήριζαν. Το θέμα πήρε και πολιτικές διαστάσεις και επιχειρήθηκε από τη μια πλευρά η προώθηση της λύσης αυτής ως μοναδικής και από άλλους η στήριξη της παραμονής της κατάληψης. Ούτε το ένα ούτε το άλλο όμως αφορά στην πρωτοβουλία των πολιτών εναντίον της μετατροπής των μνημείων σε ξενοδοχεία, που είναι αντίθετοι και στα δυο.

Η πρόσφατη εκκένωση της Μεραρχίας από την κατάληψη, με αίτημα του ιδιοκτήτη (κάτι που θα ήταν ακόμη πιο απλό πριν από μερικά χρόνια) στερεί το ένα από τα τρία επιχειρήματα και δημιουργεί μια νέα κατάσταση για την πόλη.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διάλογος μεταξύ του Πολυτεχνείου Κρήτης και των φορέων της πόλης για μια χρήση η οποία θα αντιμετωπίζει αξιόπιστα: (1)Το θέμα της ορθής αποκατάστασης των μνημείων, (2) το θέμα της χρήσης τους είτε από το Ανώτατο Ίδρυμα, είτε για άλλους σκοπούς παρεμφερείς με τους λόγους απόκτησης τους, χρήσιμους για την πόλη και (3) το θέμα της εξασφάλισης ισοδύναμων, ή και μεγαλύτερων πόρων για το Πολυτεχνείο Κρήτης, το οποίο σεβόμαστε όλοι για την προσφορά του και την άνοδό του στον ακαδημαϊκό χώρο όλα αυτά τα χρόνια και η αντίδρασή μας έχει να κάνει με την προστασία του καλού ονόματός του.

Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθώ σε μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση, που αντιμετωπίζει μέσα σε ένα ορθό πλαίσιο το θέμα και ικανοποιεί τους πάντες.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα