Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024

Μάνες από ατσάλι

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ, οι γεννημένοι στην 5η δεκαετία του περασμένου αιώνα, έτυχε να έχουμε οι πιο πολλοί μάνες πολύπαθες, “ατσαλένιες”! Τις έπλασε έτσι ο Θεος, τις διαμόρφωσε έτσι η εποχή τους, ώστε να επιβιώνουν κόντρα στις αντίξοες συνθήκες των καιρών τους· κι ακόμη, να μεγαλώσουνε κι εμάς, αγωνιζόμενες με νύχια και με δόντια!

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ τις Ηπειρώτισσες μανάδες του αιματηρού ανταρτοπόλεμου (1946-1949) που τόσο δυνατά περιγράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στο “Ουρανός απ’ άλλους τόπους” (2022).

Αναλογίζομαι τις δικές μας της Κεντρικής Μακεδονίας που υπέστησαν τα πάνδεινα στα ίδια χρόνια· τόσο με την προσφυγιά τους (Πόντιες), όσο και με τους πολέμους, την Κατοχή, τον ανταρτοπόλεμο. Φαντάζομαι, τις χαροκαμένες μάνες της Κρήτης στη μεγαλειώδη Μεγάλη Μάχη (1941), εκείνες της Κύπρου με τους δυο “Αττίλες” (1974), τις τωρινές στην Ουκρανία: διαφορετικά τα ιστορικά πλαίσια, μα ίδιος ο πόνος της απώλειας, ίδιο το μεγαλείο τους.

γιορτή της μητέραςΗ ΠΟΝΤΙΑ μάνα μου και τί δεν τράβηξε! Λίγα τα χρόνια που έζησε ειρηνικά: από το 1919, μικρό 6χρονο κορίτσι, βρέθηκε στα βουνά με το αντάρτικο του Πόντου. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), βίωσε τη μεγάλη και βίαιη “έξοδο” των Ποντίων από την Τουρκία.

Ήταν το τρίτο και μεγαλύτερο κύμα φυγής απ’ τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο με τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Είχαν προηγηθεί οι διωγμοί των Ποντίων του Καυκάσου από τους μπολσεβίκους και ακολούθησε η τελική εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου (Μικρασιατική Καταστροφή) από την Ιωνία.

“ΠΟΡΠΑΤΗΧΤΑ”, όπως μού’λεγε, και κάθετα διασχίσανε την καρδιά της Τουρκίας με τις αναγκαστικές “πορείες θανάτου”: μαζί με τους γονείς της, πολλούς συγγενείς και γνωστούς, με κάρα, πείνα και κυνηγητά, μετά από πολύμηνη πορεία, αποδεκατισμένοι, έφτασαν στο Χαλέπι της Συρίας! Κάθε μέρα, τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες του Τοπάλ Οσμάν και του Κεμάλ άρπαζαν μικρά κορίτσια, έκλεβαν χρήματα, τιμαλφή και ζώα, σκότωναν αυτούς που αντιστέκονταν… Πρόσφυγες πια στον Πειραιά, τους υποδέχθηκε η Ελλάδα με… ρέγκες και άλλα παστά στο λιμάνι. Ταξίδεψαν με σαπιοκάραβο στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλειμμένα άγονα τουρκοχώρια του Κιλκίς, προσπάθησαν με μύρια βάσανα και στερήσεις να ορθωθούν, να φτιάξουν τη ζωή τους. Έπειτα, παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά, ξέσπασε ο πόλεμος, ήλθε η τριπλή Κατοχή, γέννησε εμένα. Τα χωριά του Κιλκίς-καπνοχώρια, ρήμαξαν: η μάνα μου έχασε άντρα, αδελφό, πατέρα, μάνα και μικρή αδελφή στα απανωτά “γιουρούσια” των ανταρτών του Μάρκου Βαφειάδη (1946-1949)· αποχωρίστηκε από μένα, το μικρό της αδελφό Κυριάκο και το μεγάλο της γιο τον Κώστα (παιδοπόλεις), ευτύχησε να παντρέψει όλα τα παιδιά της, απόκτησε εγγόνια και δισέγγονα · κατάφερα και της έβγαλα μια μικρή σύνταξη (εποχή Γ. Παπανδρέου), έθαψε το μεγάλο γιο και προστάτη της, τέλειωσε τη ζωή της με βαρύ εγκεφαλικό (1993) “λυγίζοντας” από τους μύριους πόνους μιας χαμοζωής…

γιορτή της μητέραςΗ ΜΑΝΑ μου, μα και πολλές άλλες δυνατές μάνες περιγράφονται θαυμάσια σε ένα τρυφερό ποίημα του Κυριαζή Αθανάσιου (1887-1950), με τίτλο «Γλυκειά μου Μάνα»:

«Μαυροντυμένη, μαυρομαντηλούσα,
και τα μάτια σου αστείρευτα κλαμένα
Παρθένα Μεγαλόχαρη, Ελεούσα,
Ήσουν για μένα.

Μάνα, Πατέρας, Φίλος-τριπλή χάρη.
Και στις βαριές δουλειές τρίζαν τα χέρια.
Χήρα, δουλεύτρα, κάτου απ΄ το λυχνάρι,
Στα κρύα νυχτέρια.

Ήταν βοριάς, στη στέγη, που βογγούσε,
Κι ήταν η ερμιά, που αλύχταγε στην πόρτα.
Μα μέσα ο Θεός της φτώχιας μάς βλογούσε,
Τα λίγα χόρτα.

Και Συ, κλαμένη, μαυροφορεμένη,
Φιλί κι ορμήνια ο λόγος σου καμπάνα
Μες στην ψυχή μου Ανάσταση σημαίνει,
Γλυκειά μου Μάνα»

ΝΑΙ! Ήταν “άγιες” οι “παλιές” μανάδες, γιατί ο Θεός τις είχε προικίσει με αστείρευτη υπομονή και μυθικές αντοχές για να αντεπεξέρχονται στα αβάσταχτα, ασύμμετρα για τη φύση τους τρομερά ιστορικά γεγονότα· όπως υπήρξε το ίδιο και η μάνα του Κώστα Γεωργουσόπουλου, κριτικού θεάτρου, (1937-) που έγραψε (αποσπάσματα) (1):

“…Η μάνα μου πήγε νύφη στην εκκλησία με άμαξα και τα προικιά, που τότε τα περιέφεραν με καμάρι στους δρόμους, φορτώθηκαν σε αραμπά που έσερναν μουλάρια. Μεγάλωσε κι από μικρό παιδί έκοβε ξύλα για το τζάκι, ζύμωνε, έκαιγε τον φούρνο, έφτιανε λουκάνικα, άπλωνε τραχανά, μάζευε φύλλα της μουριάς και τρέφαμε τους μεταξοσκώληκες, καθόταν με τις ώρες στον αργαλειό και ύφαινε χαλιά, κουρελούδες, χράμια, μπάντες, ζέσταινε το καζάνι κι έφτιαχνε αλισίβα (ρίχνοντας στάχτη στο νερό) για την πλύση, έραβε στη ραπτομηχανή, έπλεκε, μπάλωνε, τάιζε το γουρούνι, τις κότες, ξύστριζε το άλογο, έπηζε γιαούρτι και τυρί, ζύμωνε, άπλωνε, τύλιγε και έκοβε χυλοπίτες, ασβέστωνε το μαντρότοιχο, καθάριζε τη μεγάλη κάδη των πέντε τόνων για να αποθηκευτούν οι ελιές, έξυνε τα βαρέλια για να υποδεχτούν τον μούστο με το γιοματάρι, έπλενε με τη μάνικα τα πιθάρια του λαδιού, σιδέρωνε με τις ώρες μπουφαρίζοντας (βρέχοντας με το στόμα) τα ρούχα και κρατώντας αναμμένο το σίδερο με τα κάρβουνα και τη θυμάμαι να βράζει στο καζάνι τα υλικά μαζί με την καυστική ποτάσα για να φτιάξει πράσινο σαπούνι. Υπήρχαν στο σπίτι, στο κατώγι, τελάρα ξύλινα, σαν τα τετράγωνα του σκακιού, απλώνονταν στο τσιμέντο της αυλής και με μια μεγάλη κουτάλα, καυτό χύνονταν το υλικό. Έμενε μέρες να κρυώσει και ύστερα τραβούσαν το τελάρο και είχαν εκατό, διακόσιες πλάκες σαπούνι, σαν μικρά τούβλα. (…)

“Όταν έλειπαν εργατικά χέρια στις μέρες της συγκομιδής, η μάνα ακολουθούσε την κομπανία στα χωράφια για το μάζεμα της ελιάς, τον τρύγο, τον θερισμό του σταριού, του κριθαριού και της βρώμης, τη συλλογή του βαμβακιού και του καπνού. Και να έφταναν αυτά! Όταν ερχόντουσαν τα τσουβάλια με τα ρεβίθια στο σπίτι, έπρεπε όλο το υλικό να περάσει από το κόσκινο, να φύγουν πετραδάκια, μυγάκια, σκουληκάκια και άλλα ζωύφια. Τα κτήματα είχαν διάσπαρτες συκιές, ροδιές. Έπρεπε τα σύκα που μαζεύονταν να δεθούν με σπάγκο, ν΄ απλωθούν να ξεραθούν και να γίνουν ξηρά τροφή για μεγάλους και μικρούς. Τα ρόδια κρέμονταν κι αυτά αρμαθιές στο κατώγι. Τα μήλα και τα πορτοκάλια, κυρίως τα λεμόνια, τυλίγονταν με παλιές εφημερίδες και αποθηκεύονταν σε πιθάρια με άχυρα για να μη μαραθούν. Η διαλογή της ελιάς έπαιρνε νυχτέρια. Ποιες από τις ελιές θα πήγαιναν στην κάδη και ποιες κατά ποιότητα θα όδευαν στο ελαιοτριβείο.

Ο μεγάλος μόχθος ήταν το «πέρασμα» του καπνού. Κάθονταν κυρίως οι γυναίκες του σπιτιού στην αυλή κατάχαμα, είχαν δίπλα τους πανέρια με φύλλα καπνού και περνούσαν φύλλο φύλλο το φυτό σε μια γερή κλωστή αφού τρυπούσαν τον βλαστό με μια συναρτημένη πεπλατυσμένη βελόνα. Έτσι τα φύλλα του καπνού σε αρμαθιές δέκα και πάνω μέτρων απλώνονταν στην αυλή από διχάλα σε διχάλα για να στεγνώσουν, να ξεραθούν, να μαζευτούν σε πάκα κυβικά και να περιμένουν τον έμπορο. (…)

Στο σπίτι στεφανώθηκε, στο σπίτι γέννησε με τη μαμή, στο σπίτι βαφτιστήκαμε. Εγώ πάντως από το σπίτι μου στην Αθήνα (με ενοίκιο) έφυγα γαμπρός, αφού η μάνα μου ζέστανε νερό στον τέντζερη και έκανα λουτρό στη σκάφη.(…)”

ΗΤΑΝ κρίσιμες οι εποχές που έζησαν οι μάνες μας, όπως και τώρα. Ήτανε θρήσκες και καρτερικές οι μάνες μας, κι αντλούσαν δύναμη από τα εικονίσματα. Δυο λέξεις είχαν συνεχώς στα χείλη τους. Λέξεις που κι εμείς τις λέμε πάντα: “Μάνα μου!” και “Παναγία μου!”

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

-(1) Κώστας Γεωργουσόπουλος, “Από τον αραμπά στο airbus”, 13/3/ 2013, εφημ. “Τα Νέα”
https://www.tanea.gr/2010/03/13/lifearts/culture/martyries-7/


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα