Μέρες γιορτινές! Μέρες χαράς κι αγάπης! Αχ, πώς πονεί τον άνθρωπο η καρδιά μου, που τόσο η χαρά του έχει λείψει· και στέλνω προσευχή σαν ευλογία, σαν θυμίαμα, που φεύγει προς τα ύψη! Να ζεσταθεί το κρύο το κορμί του και να γευτεί όσα του έχουν απολείψει! Aλήθεια, ποια κατάρα έχει πέσει στη χώρα μας, την τόσο όμορφη, την τόσο λαμπερή, την τόσο ξακουσμένη; Ραγίζει η καρδιά σου να βλέπεις στους δρόμους τους ανθρώπους με απλωμένο το χέρι, χάνεις το μυαλό σου στα λόγια των μικρών παιδιών.
«Μαμά, γιατί δεν πέρασε κι από το σπίτι μας ο Άγιος Βασίλης; Μήπως μας ξέχασε ή χάθηκε το γράμμα που του έστειλα; Θυμάσαι, έγραψα να μου φέρει ένα καινούργιο μπουφάν, όπως εκείνο του Γιώργου, που του πήρε η νονά του. Σίγουρα δεν βρήκε το σπίτι μας. Πού να ξέρει ο Άγιος πως μένουμε σ’ αυτό το βαθύ υπόγειο με τα μικρά παράθυρα, έτσι, το πέρασε, μοίρασε τα δώρα όλα και δεν του έμεινε τίποτα. Κι εγώ περιμένω! Περιμένω! Αχ πότε θα μεγαλώσω να βγω στους δρόμους, να καθαρίζω τ’ αυτοκίνητα, να βγάζω λεφτά σαν τον Μάριο και πρώτο δώρο που θα πάρω θα είναι για σένα μανούλα μου που δουλεύεις όλη μέρα». Αυτά τα λόγια είπε στη μητέρα του ο μικρούλης, ανήμερα των Χριστουγέννων και τέντωνε το κορμάκι του και την κοίταζε με δακρυσμένα μάτια. Το σήκωσε στην αγκαλιά της, άγγιξε με το πρόσωπό της τα κρύα μαγουλάκια του, τον φίλησε γλυκά – γλυκά και του είπε: «Αγοράκι μου ο Αγιος Βασίλης είναι για όλα τα παιδιά του κόσμου, δεν ξεχνά κανένα. Εχει αμέτρητα δώρα. Ητανε κάποτε ένας απλός άνθρωπος γεμάτος αγάπη και καλοσύνη. Εξόδεψε όλη την περιουσία του, όλα τα λεφτά του, για τους φτωχούς. Εκανε νοσοκομεία για αρρώστους, γηροκομεία για τους παππούδες και τις γιαγιάδες και πολλά σχολεία για τα παιδιά, γι’ αυτό ο Θεός τον ονόμασε Αγιο Βασίλειο. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι ντύνονται με τη στολή του, μοιράζουν δώρα σε μικρούς και μεγάλους, μα πιο πολλά στα παιδιά για να τον τιμούν και να τον δοξάζουν».
Το παιδί άκουσε με προσοχή τα λόγια της μητέρας του. Χαμογέλασε και έδειξε σαν να περιμένει ακόμα το δώρο του. Εκείνη τη στιγμή, ως εκ θαύματος, ακούστηκε ένα χαρακτηριστικό χτύπημα στην πόρτα και σηκώθηκε η μητέρα του ν’ ανοίξει: «Καλημέρα κα Ορνέλα, χρόνια πολλά!!». Άφησε κάτω τις δύο μεγάλες τσάντες που κρατούσε, την αγκάλιασε και τη φίλησε. «Δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα, γιατί δούλευα μέχρι χθες, ύστερα πήγα και στο χωριό να δω τη μητέρα μου και δουλειές, υποχρεώσεις, καταλαβαίνεις»… Την καλωσόρισε εγκάρδια η κα Ορνέλα, πήρε τις τσάντες και την οδήγησε σ’ ένα τετράγωνο δωμάτιο, με ένα τραπεζάκι στη μέση, ένα ανθοδοχείο επάνω με μυρτιές και στην άκρη ένας μεταχειρισμένος καναπές με δύο καρέκλες: «Πού είναι ο Τάκης;» ρώτησε η κα Λένα, που ήθελε να του δώσει το δώρο αυτό που επιθυμούσε και που το δώρο αυτό είχε τη δική του ιστορία.
«Στο δωμάτιό του είναι και παίζει, πάω να του μιλήσω και ωστόσο κάνω και τον καφέ να πιούμε». Λίγο πριν κλείσει ο παιδικός σταθμός για τις γιορτές, τα δυο παιδιά, ενώ έπαιρναν το πρωινό τους, κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Τάκης, σίμωσε κοντά στην κρεμάστρα που είχε κρεμάσει το μπουφάν του ο Γιώργος και τον πρόσεξε να το αγγίζει και να το ψάχνει μέσα κι έξω. Αμέσως σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι ένας μικρός κλέφτης ο φίλος του και μονολόγησε: «Τι ζητά αυτός να ψάχνει επίμονα το μπουφάν μου; Ευτυχώς το χαρτζιλίκι μου το έχω στην τσέπη μου, αλλιώς θα μου το ‘παιρνε». Άδικα όμως! Γιατί εκείνη τη στιγμή, χωρίς να μιλήσει ο Γιώργος, άρχισε ο Τάκης να του λέει: «Είναι πολύ ωραίο το μπουφάν σου Γιώργο. Πόσο το αγόρασες;». «Μου το έκανε δώρο η νονά μου», του απάντησε. «Τι καλή νονά που έχεις! Ένα τέτοιο μπουφάν θέλω κι εγώ να πάρω αλλά… δεν ξέρω…».
Όταν η κα Λένα πήγε να πάρει τον Γιώργο από τον παιδικό σταθμό της ψιθύριζε το παιδί και της έδειξε τον Τάκη και σιγανά – σιγανά της τα είπε όλα. Αφού χαιρέτησαν τη δασκάλα με ευχές για τις γιορτές, τον πήρε από το χέρι η μητέρα του και φύγανε για το σπίτι. «Αχ παιδάκι μου», του έλεγε στον δρόμο, «πόσα παιδάκια δεν λαχταρούν κάτι αυτές τις ημέρες και δεν μπορούν να αγοράσουν αυτά που επιθυμούν. Πιστεύω κάποιος να βρεθεί να του το πάρει» και από εκείνη τη στιγμή το έβαλε καλά στο μυαλό της και του το έφερε σήμερα. Όταν ο Τάκης ήρθε κοντά της, έπεσε αμέσως το βλέμμα του στη μεγάλη τσάντα και η κα Λένα του την έδωσε. Τον έκλεισε στην αγκαλιά της και τον φίλησε. «Είστε κι εσείς νονά κυρία;».
«Αυτές τις μέρες αγόρι μου όλοι κάνουν δώρα στα παιδιά, όπως έκαναν οι Μάγοι που ήρθαν από τόσο μακριά να φέρουν δώρα στον Χριστό. Όταν μεγαλώσεις και ‘συ θα κάνεις το ίδιο». Τον χάιδεψε και έλαμψαν τα ματάκια του παιδιού από χαρά. Η μητέρα του έσκυψε ταπεινά το κεφάλι της και φιλούσε τα χέρια της κας Λένας. Την ευχαρίστησε με θερμά λόγια και ευχές και αποδέχτηκε ευχαρίστως την πρόσκληση για το βράδυ της Πρωτοχρονιάς για να βρεθούν στο σπίτι της, να υποδεχτούν όλοι μαζί τον καινούργιο χρόνο, να παίξουν τα παιδιά και να νιώσουν την οικογενειακή θαλπωρή, το πιο ωραίο δώρο που προσφέρεται σ’ αυτές τις άγιες ημέρες σε όλους. Εύχομαι υγεία και ειρήνη σε όλα τα παιδιά του κόσμου! Καλή χρονιά!