27.4 C
Chania
Τετάρτη, 2 Ιουλίου, 2025

Μαγαζιά από πάππου προς πάππου, στα Χανιά

■ Οικογενειακές επιχειρήσεις που γράφουν τη δική τους ιστορία στην πόλη

Κάθε μέρα γνωρίζουμε ότι θα τους βρούμε στο ίδιο σημείο. Μεγαλώσαμε με τις υπηρεσίες, τα προϊόντα, τις γεύσεις τους. Μας έμαθαν οι γονείς και οι παππούδες μας να τους εμπιστευόμαστε. Είναι τα μαγαζιά στα Χανιά που συνεχίζουν από πάππου προς πάππου τη λειτουργία τους, οι οικογενειακές επιχειρήσεις που γράφουν τη δική τους ιστορία στην πόλη. Οι “διαδρομές” ξεκινούν σήμερα το αφιέρωμα σε αυτά τα καταστήματα, ενώ το επόμενο διάστημα θα συνεχιστεί η παρουσίαση και άλλων οικογενειακών επιχειρήσεων της πόλης.
Μπουγάτσα Ιορδάνης:
Ενας αιώνας ιστορία!


Το 2022 η περίφημη μπουγάτσα “Ιορδάνης” θα συμπληρώσει 100 χρόνια ιστορίας. Μια ιστορία που ξεκίνησε την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών και των Ελλήνων προσφύγων που ήρθαν από την Τουρκία και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τις μέρες μας. Απέναντί μας κάθεται ο Ιορδάνης Ακασιάδης που εκπροσωπεί την 4η γενιά στην οικογενειακή επιχείρηση.
«Ο προπάππους μου ήρθε από τη Μικρά Ασία το 1922. Τότε, λοιπόν, με τα χρήματα που πήρε ως πρόσφυγας αντί να αγοράσει γη τα έδωσε και αγόρασε μια επιχείρηση από έναν Χανιώτη μουσουλμάνο που έφυγε για την Τουρκία», εξιστορεί γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου πίσω, στα χρόνια που η οικογένειά του άρχισε να δουλεύει την επιχείρηση.
Το μαγαζί εκείνη την εποχή βρισκόταν στην οδό Ποτιέ στην παλιά πόλη. Ο προπάππους, φούρναρης στο επάγγελμα, μυήθηκε στα μυστικά της μπουγάτσας από τον τουρκοκρητικό από τον οποίο αγόρασε την επιχείρηση. Περνώντας τα χρόνια ανέλαβε τα ηνία του καταστήματος ο παππούς Ιορδάνης, από τον οποίο και πήρε τη σύγχρονη ονομασία της η επιχείρηση.
Γύρω στο 1970 θα αναλάβει τη λειτουργία του μαγαζιού η τρίτη γενιά, ο πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη, ενώ το 1987 θα έρθει η σειρά του Ιορδάνη Ακασιάδη να συνεχίσει την παράδοση, έπειτα από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που είχε ο πατέρας του.
«Δεν έχω αδέρφια κι έτσι κλήθηκα εγώ να συνεχίσω την παράδοση παρότι μέχρι τότε ασχολούμουν με άλλα πράγματα», σημειώνει και προσθέτει: «Ωστόσο, είχα γεννηθεί μέσα στο μαγαζί, από μωρό παιδί πηγαινοερχόμουν σ’ αυτό και δεν υπήρχε κάποιο μυστικό που να μην το ξέρω».
Στην πρόσφατη ιστορία της η έδρα της μπουγάτσας Ιορδάνης άλλαξε κάμποσες φορές. Από την οδό Ποτιέ όπου αρχικά ήταν το εργαστήριο και το μαγαζί, άνοιξε στην πορεία ένα ακόμα πρατήριο στην οδό Πλαστήρα. Στη συνέχεια το εργαστήριο έφυγε από την Ποτιέ και μεταφέρθηκε στην οδό Μυλωνογιάννη, για να καταλήξουν τελικά εργαστήριο και πρατήριο στην οδό Αποκορώνου 24.
Καθισμένοι σε ένα τραπέζι του μαγαζιού, παρατηρούμε γύρω μας τους ανθρώπους. Επικρατεί μια χαλαρή ατμόσφαιρα: «Παρότι οι ξένοι επισκέπτες και ειδικά οι Ελληνες φέρουν λίγο μια κουλτούρα “φαστ – φουντ”, εμείς προσπαθούμε να περάσουμε μια “σλόου – φουντ” νοοτροπία. Να καθίσει ο άλλος και να απολαύσει τη μπουγάτσα και τον καφέ του, να διαβάσει την εφημερίδα του, να συζητήσει, να σχολιάσει την επικαιρότητα κ.λπ. Να περάσει, δηλαδή, όμορφα, χαλαρά», αναφέρει ο Ιορδάνης.
Η μπουγάτσα “Ιορδάνης”, ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από ένα σημείο γαστρονομικής απόλαυσης και επικοινωνίας. Αποτελεί σήμα κατατεθέν για τα Χανιά που έχει καθιερωθεί στη συνείδηση πολλών ταξιδιωτών ως ο πρώτος σταθμός επαφής με την πόλη μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι της Σούδας. «Πράγματι οι περισσότεροι που έρχονται θα περάσουν τουλάχιστον μια φορά για μπουγάτσα», σχολιάζει ο συνομιλητής μας.
Το ρωτάμε για το μυστικό της καλής μπουγάτσας και μας απαντά ότι το “κλειδί” βρίσκεται στις φρέσκες, ντόπιες, πρώτες ύλες: «Η συνταγή παραμένει ίδια μέσα στα χρόνια. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι παλαιότερα είχαμε ξυλόφουρνο ενώ σήμερα έχουμε ηλεκτρικό φούρνο. Από εκεί και πέρα, χρησιμοποιούμε αγνά, ντόπια υλικά. Σημαντικό επίσης είναι ότι φτιάχνεται, ψήνεται και καταναλώνεται άμεσα. Ακολουθούμε δηλαδή μια βιοτεχνική νοοτροπία κι όχι βιομηχανική».
Οι αξιομνημόνευτες στιγμές που έχει ζήσει ο Ιορδάνης όλα αυτά τα χρόνια στο μαγαζί πολλές. Κάποιες και έξω από αυτό, γεγονός που δηλώνει τη μεγάλη φήμη που έχει κερδίσει η μπουγάτσα που παρασκευάζει το κατάστημα. Οπως το περιστατικό που τού είχε διηγηθεί ένας τελωνειακός που είχε γνωρίσει τυχαία στην Αθήνα και αφορούσε μια στιχομυθία που είχε ο συνομιλητής του με κάποιους Γάλλους σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στον Παναμά. Οταν τους είχε αναφέρει ότι είναι από την Ελλάδα, εκείνοι του είπαν ότι αγαπούν ιδιαίτερα την Ελλάδα, την Κρήτη, τα Χανιά και τη μπουγάτσα “Ιορδάνης”! «Του είχε μείνει αυτό, κι όταν με γνώρισε μού το μετέφερε!», σχολιάζει γελώντας ο Ιορδάνης.
Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας τον ρωτάμε αν η παράδοση θα συνεχιστεί και στην επόμενη γενιά: «Εχω δύο παιδιά. Ο γιος έχει διδακτορικό στην πληροφορική και η κόρη είναι μεταφράστρια. Δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί η παράδοση. Οπωσδήποτε βέβαια εγώ έχω την αγωνία για το τι θα γίνει, από τη στιγμή που κι εγώ είμαι πια σε μια ηλικία συνταξιοδότησης».

Μοντέρνο:
Eπτά δεκαετίες “γλυκαίνει” τους Χανιώτες


Γεμάτο γλυκές ιστορίες η πορεία του “Μοντέρνο” από το 1947 μέχρι σήμερα. Ιστορίες βγαλμένες μέσα από τη σύγχρονη ιστορία της πόλης όπως μας τις διηγείται ο κ. Bασίλης Ταμπακόπουλος. Δημιουργός του “θρύλου” του “Μοντέρνου” ο πατέρας του Ορέστης. Πρόσφυγας από τη Μ. Ασία έφτασε στα Χανιά ορφανός από πατέρα, με τη μητέρα του και τις τρεις αδελφές. Ήταν εκ των ιδιοκτητών του περίφημου “Λόντον Μπαρ” στην πλατεία της Αγοράς και από τον 1954 συνιδιοκτήτης του “Μοντέρνο” που είχε ξεκινήσει από το 1947 από τον Ψιστάκη. «Το μαγαζί ξεκίνησε το 1947 και λειτουργούσε ως ζαχαροπλαστείο που πουλούσε και διάφορα ήδη παντοπωλείου αλλά και ραδιόφωνα και ποδήλατα. Ετσι ήταν τα καταστήματα της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε στην πλατεία Δημοτικής Αγοράς εκεί που είναι σήμερα ο “Γρηγόρης”. Ο πατέρας μου μπήκε στην επιχείριση το 1954 και από την αρχή το έκανε ζαχαροπλαστείο, ήταν το κοσμοπολίτικο στέκι της πόλης. Ο χώρος που έρχονταν οι Χανιώτες να φάνε το γλυκό τους. Τι τρώγονταν την εποχή εκείνη; Εκτός από τα σιροπιαστά (κανταΐφι, μπακλαβάς και γαλακτομπούρεκο) ήταν οι πάστες, τα κοκ, οι τρούφες, τα εκλέρ. Είχαμε άριστους μαστόρους τον Αρίστο Μεσαρχάκη που ήταν εξαιρετικός ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας, τον Μανώλη τον Μπικάκη, τον Παπαδάκη που μετά έκανε το “13” » θυμάται ο κ. Βασίλης.
Δύσκολες οι μεταπολεμικές εποχές καθώς το γλυκό θεωρούνταν… μεγάλη πολυτέλεια για την πλειοψηφία του απλού κόσμου. «Ηταν ακριβό σε σύγκριση με τα άλλα προϊόντα της εποχής. Και θυμάμαι ανθρώπους να μαζεύουν τα πενηνταράκια τους για να καταφέρουν να πάρουν μια πάστα. Προχθές συγκινήθηκα με κάποιον κύριο που μας φέρνει χαρτικά και μου άφησε στο γραφείο δύο κουτιά με χαρτί. “Σε κερνάω γιατί όταν ήμουν παιδί και πουλούσα ως πλανόδιος φιστίκια ο πατέρας σου ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που με άφηνε να μπω στο μαγαζί και να πουλήσω”. Αυτό μου είπε και συγκινήθηκα και τώρα που το λέω συγκινούμαι. Υπήρχε μια αλληλοβοήθεια από τους ανθρώπους την εποχή εκείνη γιατί και ο πατέρας μου ήταν Μικρασιάτης και ήξερε τι πάει να πει φτώχεια και το έλεγε και η καρδούλα του…».
Δύσκολη για τους ζαχαροπλάστες της εποχής και η εύρεση καλών πρώτων υλών που βασίζονταν στην τοπική παραγωγή. «Γάλα μας έφερνε κτηνοτρόφος από τα Κεραμειά, 40 κιλά κάθε πρωί στις 5! Τότε ξεκινούσαμε να ετοιμάζουμε και τα πρωινά για τον κόσμο που έφτανε με τα πρώτα λεωφορεία από το καράβι γιατί ο σταθμός των λεωφορείων ήταν στην αγορά. Είχαμε κρέμα γάλακτος με 50% λιπαρά, δύσκολο να τη δουλέψεις αλλά ατόφιο προϊόν, μέλι ντόπιο. Στην παρασκευή τώρα όλα γίνονταν με πολύ κόπο. Οταν ξεκίνησα να δουλεύω κανονικά στα 1964 δεν είχαμε ακόμα φούρνο και για να ψήσουμε τα παντεσπάνια έπρεπε να βάλουμε στα κεφάλια τα ταψιά και να τα πάμε στον φούρνο του “Κλάρα” στον Κάτολα. Μετά εκσυγχρονιστήκαμε και τα πηγαίναμε με… καρότσι» θυμάται ο κ. Βασίλης.
Υπάρχει πάντα μια νοσταλγία για τα παλιά χρόνια και τα προϊόντα της εποχής. «Τότε γίνονταν καλύτερα γλυκά;» είναι το ερώτημα μας. «Κοιτάξτε την εποχή εκείνη ο κόσμος έτρωγε μια πάστα την εβδομάδα και ήταν κάτι ιδιαίτερο για αυτόν… σήμερα γλυκά τρώμε κάθε μέρα. Τώρα δεν έχουμε το πρόβειο γάλα που χρησιμοποιούσαμε τότε, έχουμε το αγελαδινό και ο κόσμος το προτιμάει γιατί έχει συνηθίσει στη γεύση του. Σήμερα τα γλυκά είναι καλύτερα γιατί οι πρώτες ύλες είναι εγγυημένες, εκείνη την εποχή δεν ήξερες αν τα αυγά που αγόραζες ήταν καλά ή κλούβια, αν τα καρύδια μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις ή αν θα είχαν σκουλικιάσει».
Στο εργαστήριο, πίσω από τον πάγκο, πάνω από τα τραπέζια ο κ. Ταμπακόπουλος έζησε όλη τη σύγχρονη ιστορία των Χανίων. Όπως την άφιξη των πρώτων τουριστών «ήταν οι “χίπις” με αυτό το… ιδιαίτερο ντύσιμο. Τους σνομπάραμε εκείνη την εποχή, όλοι μας. Λέγαμε “τι είναι αυτοί εδώ;” Αλλά κάτω έτσι ξεκίνησε ο τουρισμός, έτσι μαθεύτηκε η Κρήτη και τα Χανιά» ή τα γεγονότα του Πολυτεχνείου: «Είχαμε μια τηλεόραση στο μαγαζί που έδειχνε αυτά που έλεγε η χούντα. Ακούγαμε με το ραδιοφωνάκι στα κρυφά το ΒΒC, τη Ντόιτσε Βέλε, το “Εδώ Μόσχα” για να μάθουμε τι έγινε» αλλά και γεγονότα όπως τον θάνατο του Σοφοκλή Βενιζέλου, τον ερχομό του Ωνάση και άλλων προσωπικοτήτων.
Κάποια στιγμή ήλθε η ώρα το “Μοντέρνο” να αναζητήσει άλλο χώρο και αυτός ήταν λίγα μέτρα πιο πάνω στην οδό Τζανακάκη. «Η αλήθεια είναι πως με είχε κουράσει το παλιό μαγαζί, είχε αρχίσει να υπάρχει και μια αλητεία όπως την λέγαμε τότε στην Αγορά, όπως και αυτό το “μπούλιγκ” που γίνονταν στους “τύπους” της εποχής μπροστά από το μαγαζί. Το νέο “Μοντέρνο” ξεκίνησε στη Τζανακάκη στα 1978 με το εργαστήριο σε ένα πατάρι 32 τ.μ. που για να προλαβαίνουμε να καλύπτουμε τη ζήτηση έπρεπε να δουλεύουμε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ» αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Στα τόσα χρόνια εργασίας πολλά τα ευτράπελα και τα ξεχωριστά συμβάντα. «Τούρτα γάμου για ένα πολύ καλό φίλο που παντρευόταν τότε στα “Απτερα”. Είχε παραγγείλει μια τριώροφη τούρτα αλλά τότε δεν υπήρχαν σταθερές βάσεις. Βάλαμε την τούρτα σε μια ξύλινη βάση και τη μεταφέραμε προς τα “Απτερα”. Σε μια λακούβα, αναπηδάει η τούρτα και κάθεται ο ένας όροφος πάνω στον άλλο! Πώς να φτιάξεις άλλη τούρτα; Δεν υπήρχε χρόνος. Αυτοσχεδιάσαμε λοιπόν! Στρώσαμε με σπάτουλες την ίδια τούρτα και στην ουσία την ξαναχτίσαμε και επειδή δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε τις λεπτομέρειες τη σκέπασαμε με καραμελωμένα αμύγδαλα και τοποθετήσαμε τριαντάφυλλα με ζάχαρη . Την πήγαμε στο γάμο τρέμοντας για αυτό που θα αντιμετωπίζαμε! Όχι γευστικά αλλά εμφανισιακά. Ομως η τούρτα άρεσε, ο κόσμος τη λάτρεψε και καθιερώθηκε και βγήκε
-σε βελτιωμένη έκδοση βέβαια- ως η τούρτα καραμελέ! Στον φίλο που παντρευόταν τότε αποκάλυψα τα γεγονότα μόλις πριν από τρία χρόνια!» αφηγείται ο κ. Ταμπακόπουλος που δεν μπορεί να ξεχάσει το εξώδικο που έλαβε το 1995 από φίλη του δικηγόρο για τις πλάκες που έκανε με τούρτες με σεξουαλικά υπονοούμενα. «Κάναμε τέτοιες πλάκες σε πολύ κοντινούς βέβαια φίλους και μόνο. Ελαβα λοιπόν κανονικό εξώδικο με δικαστικό επιμελητή από τη φίλη γιατί έθιγα τους ηθικούς πολίτες της πόλης. Απάντησα με μια τούρτα που απεικόνιζε μια καθολική καλόγρια και έγραφε “ήμαρτον”. Πλέον το “Μοντέρνο” έχει φτάσει στα 7 καταστήμα, με μεγάλο εργαστήριο και 90 άτομα προσωπικό. «Με τη βοήθεια των Χανιωτών κρατιόμαστε όλα αυτά τα χρόνια και πραγματικά το ευχαριστώ είναι το λιγότερο που μπορώ να τους πως. Είχαμε και εμείς την κρίση μας το 2000 και τότε μπήκαν τα παιδιά μπροστά, ο γιος μου ο Ορέστης και η κόρη μου η Ντέπυ με τον γαμπρό μου και με νέες ιδέες το “Μοντέρνο” απογειώθηκε» αναφέρει ο κ. Βασίλης. Και για τον επίλογο δύο κουβέντες για την ζαχαροπλαστική. «Οπως και η μαγειρική θέλει φαντασία, αλλά η ζαχαροπλαστική απαιτεί ακρίβεια. Παίζεις κυριολεκτικά με τα γραμμάρια και τα περιθώρια λάθους είναι ελάχιστα…».
Στον… κόσμο
των κλειδιών

1a

O X. Eυθυμάκης κλειδαράς εδώ και 38 χρόνια.
Από μικρός είχε επαφή με τον “κόσμο” των κλειδιών ο Χαράλαμπος Ευθυμάκης ο οποίος διατηρεί κατάστημα με κλειδιά στην οδό Καραϊσκάκη εδώ και 38 χρόνια.
Την τέχνη του κλειδαρά την έμαθε από τον πατέρα του που είχε μαγαζί στην οδό Αποκορώνου ενώ και ο παππούς του ο οποίος εργαζόταν σε σιδηρουργείο, έφτιαχνε κλειδιά.
Την εποχή εκείνη, θυμάται, τα κλειδιά τα έφτιαχναν οι κλειδαράδες στο καμίνι.
«Το επάγγελμα έκανε ο μπαμπάς μου και ο παππούς μου. Εγώ το κάνω πολλά χρόνια. Είμαι εδώ, εδώ και 38 χρόνια. Αλλά πέρα από αυτό ήμουν και στου πατέρα μου το μαγαζί με κλειδιά και κλειδαριές, στην οδό Αποκορώνου από πιτσιρικάς, από μικρό παιδί» λέει στις “διαδρομές”.
Το μαγαζί του πατέρα του ήταν στην οδό Αποκορώνου και στη θέση του μετά ανεγέρθηκε πολυκατοικία.
Στη συνέχεια, ο ίδιος άνοιξε το μαγαζί το οποίο διατηρεί στην οδό Καραϊσκάκη.
«Εκσυχρονίζεται -σημειώνει- και η δουλειά μας. Εχουμε φύγει από τα κλειδιά που έφτιαχνε ο πατέρας μου με τη λίμα και με κάποια υποτυπώδη μηχανήματα και έχουμε προχωρήσει σε κομπιούτερ.
Ο παππούς έφτιαχνε και αυτός κλειδιά σε σιδηρουργείο στο οποίο φτιάχνανε τα πάντα: μηχανές από κυνηγετικά όπλα, χαλινάρια για τα ζώα, κ.ά.
Τότε, φτιάχνανε από την αρχή τις κλειδαριές».
Ο κ. Ευθυμάκης έχει στο μαγαζί του το αμόνι του μπαμπά του και άλλα εργαλεία.
Ο ίδιος από παιδί είχε μπει σε αυτή την τέχνη.
«Με έπαιρνε με το ζόρι ο μπαμπάς μου στο μαγαζί και ειδικά τα καλοκαίρια που τα άλλα παιδιά είχαν το ελεύθερο, εγώ ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω στου μπαμπά μου το μαγαζί. Οπότε μπήκα σε αυτή τη δουλειά από μικρό παιδί.
«Είμαι τυχερός -σημειώνει- διότι σαν μικρό παιδί απόλαυσα και πρόλαβα τα παλιά Χανιά. Πρόλαβα τη χαρουμπία για παράδειγμα. Οταν περνούσε τότε αυτός που πωλούσε χαρουμπία, μου έπαιρνε ο μπαμπάς μου. Ή άλλος με το σάμαλι. Αυτά έχουν εκλείψει. Μαζί με τις συνεργασίες που έκανε ο πατέρας μου τότε που έχουν εκλείψει και αυτές».
Ο ίδιος θυμάμαι ένα περιστατικό που είχαν κατηγορήσει έναν υπάλληλο για κλοπή χρηματοκιβωτίου και πήγε ο πατέρας μου και απέδειξε ότι μπορεί να ανοιχτεί ένα χρηματοκιβώτιο και χωρίς κλειδί.
«Ο υπάλληλος αθωώθηκε γιατί αφού το άνοιξε ο πατέρας μου μπορούσε να το ανοίξει κάποιος χωρίς κλειδί», αναφέρει.
Την εποχή εκείνη, θυμάται, οι κλειδαράδες έφτιαχναν το κλειδί στο καμίνι από την αρχή μέχρι το τέλος. Τώρα είναι σχεδόν έτοιμα, «τα βάζεις στο μηχάνημα και είναι εύκολο».

 

Παράδοση στο στιβάνι

«Σε λίγο φτάνω τα 90 χρόνια, ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης, ο πατέρας του το ίδιο και ο γιος μου ασχολείται και αυτός με το επάγγελμα!» μας λέει ο Αντώνης Τσαφαράκης, ο παλαιότερος τσαγκάρης στα “Στιβανάδικα”.
Με καταγωγή από τον Κεφαλά Αποκορώνου όπου και διατηρούσε το κατάστημά του ο πατέρας του, το 1960 ο κ. Αντώνης έφερε το τσαγκάρικο στα Χανιά. «Ο πατέρας μου έφτιαχνε στιβάνια, αυτά φορούσαν εκείνη την εποχή και γοβάκια για τις γυναίκες. Ολα τα έφτιαχνε φυσικά με δέρμα, δεν υπήρχαν πλαστικά ή άλλα υλικά. Δέρματα έβρισκες πολλά εκείνη την εποχή στα Χανιά λόγω των Ταμπακαριών. Στη συνέχεια πήρα τη δουλειά εγώ. Χρυσή εποχή για μας ήταν η δεκαετία του ’80, δεν προλαβαίναμε να φτιάχνουμε στιβάνια, όλη μέρα δουλεύαμε. Ερχονταν οι τουρίστες, χίππιδες τους λέγαμε εμείς και έπαιρναν βατζετένια στιβάνια, ακόμα και οι τουρίστριες αγόραζαν. Για ανάμνηση; Για την εμπειρία; Ούτε εγώ ξέρω γιατί. Βέβαια τότε ήταν και πολλοί οι μαστόροι, σήμερα πόσοι έχουν μείνει στα Στιβανάδικα και να φτιάχνουν στιβάνια; Εγώ και ο Πυρπινάκης!» θυμάται ο κ. Αντώνης. Ανθρωπος της δουλειάς μπορεί να καταλάβει με την πρώτη ματιά αν το στιβάνι του χορευτή ή του περιπατητή στον δρόμο είναι δικό του. «Από τις ραφές, το καλούπιασμα. Αλίμονο αν δεν τα γνωρίζω. Βέβαια δεν φτιάχναμε μόνο στιβάνια. Ξεκίνησα από πασουμάκια, πήγα μετά στα σκαρπίνια. Ολα αυτά μέχρι να μπει το βιομηχανικό παπούτσι που μείωσε τη δουλειά στο παπούτσι γιατί τα στιβάνια ακόμα τα δουλεύουμε» τονίζει ο παλιός τσαγκάρης.
Πολλοί και διάφοροι οι πελάτες, για τους οποίους ο κ. Αντώνης έχει πάντα ένα καλό λόγο να πει. Υπήρχαν όμως και οι μίζεροι… «Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν που πήρε μποτάκια, πήγε στο σπίτι του, έβαλε μέσα νερό και γύρισε να μου πει ότι μόλις τα φόρεσε βράχηκαν τα πόδια του. Είναι δυνατόν να με γελάσει; Δεν ήξερα εγώ το παπούτσι μου και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ούτε σταγόνα;» λέει.

ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ ΣΤΙΒΑΝΑΔΙΚΩΝ
Στα βήματα του πατέρα του ο Γιώργος Τσαφαράκης συνεχίζει να λειτουργεί το τσαγκάρικο και ένα κατάστημα στα Στιβανάδικα και διατηρεί και μια μικρή βιοτεχνία. Ο ίδιος βέβαια σπούδασε φυσιοθεραπευτής… «Από 10 χρονών ήμουν στο μαγαζί κάθε μέρα, ήμουν παιδί των Στιβανάδικων. Το ότι σπούδασα ήταν κάτι σαν ένα διάλειμμα για μένα» μας λέει. Τον ρωτάμε για την ιδιαιτερότητα του στιβανιού ως υπόδημα. «Είναι επιστήμη ολόκληρη το στιβάνι και δεν είναι υπερβολή αυτή. Το παν είναι στο μέτρημα το στιβάνι, ώστε να εφαρμόζει άριστα στο πόδι και να μην είναι “γαλότσα”. Οι καλοί χορευτές έχουν τα δικά τους στιβάνια που εφαρμόζουν απόλυτα στη φτέρνα, στη γάμπα και παράλληλα είναι δυνατά και ανθεκτικά γιατί ο χορευτής το πατάει δυνατά, το κτυπάει, το ταλαιπωρεί. Για αυτό και είναι όλο δέρμα από το τακούνι μέχρι τη σόλα και όλο είναι άριστα δεμένο. Οι τουρίστες της δεκαετίας του ’80 τα ήθελαν πάρα πολύ, ήταν κάτι σαν μόδα και τα έπαιρναν στη χώρα τους και τα φορούσαν όπως τις μπότες. Σήμερα δυστυχώς κανείς δεν θέλει να μάθει και αυτό γιατί δεν βγάζει τα λεφτά του.Ενα καλό ζευγάρι στιβάνι κοστίζει πάνω από 300 ευρώ για να πληρωθεί ο τσαγκάρης. Με 150 ευρώ που τα δίνουν οι λιγοστοί παππούδες που τα φτιάχνουν ακόμα ίσα-ίσα να βγάλουν τα έξοδα τους» λέει ο Γιώργος που εκτιμά ότι τα επόμενα χρόνια το επάγγελμα θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο. Στη βιοτεχνία του φτιάχνει ζώνες, τσάντες, σανδάλια και τα διακινεί μέσα από τα καταστήματα του, μια δουλειά που ελπίζει να συνεχίσουν και τα παιδιά του.

 

“Ζέπος” στο ενετικό λιμάνι
Λίτσα και Αρια Παρασκευάκη


Το 1961 το γνωστό λαϊκό τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, “Καπετάν Αντρέας Ζέπος”, εμπνευσμένο από ένα γλεντζέ, φιλάνθρωπο και θυμόσοφο ψαρά στην παραλία του Φαλήρου, εμπνέει τον Χανιώτη Αντώνη Χατζηδάκη να δώσει το όνομα , “Ζέπος” στην ψαροταβέρνα που ανοίγει στο ενετικό λιμάνι των Χανίων.
Λίγα χρόνια μετά, το 1976, το κατάστημα περνάει στα χέρια του Χρήστου Παρασκευάκη, ενός δραστήριου και αγαπητού στην τοπική κοινωνία επιχειρηματία, αποτελώντας σημείο συνάντησης της καλής κοινωνίας των Χανίων. Από τα τραπέζια του Ζέπου θα περάσουν στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, μέχρι σήμερα, επιχειρηματίες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, γνωστοί δημοσιογράφοι, διανοούμενοι κ.ά.
Με την πάροδο του χρόνου, το κατάστημα αναλαμβάνουν οι κόρες του Χρήστου Παρασκευάκη, Λίτσα και Αρια τις οποίες συναντήσαμε στο ενετικό λιμάνι και μαζί ξετυλίξαμε τον μίτο των αναμνήσεων καθώς μας διηγήθηκαν στιγμές και ιστορίες της οικογενειακής επιχείρησης που λειτουργεί μέχρι σήμερα, τη θερινή περίοδο.
«Θυμάμαι ως παιδί να βοηθάω τον πατέρα μου στο ταμείο και τη μητέρα μου να μαγειρεύει σπιτικό φαγητό» μας διηγείται η Λίτσα Παρασκευάκη. «Τα μεσημέρια έρχονταν όλη η καλή κοινωνία π.χ. δικηγόροι, επιχειρηματίες, γιατροί κ.α που βρίσκονταν για δουλειές στα Δικαστήρια» λέει η Λίτσα για να συμπληρώσει η Αρια «ο Ζέπος για μια αρκετά μεγάλη περίοδο αποτελούσε meeting point των Χανιωτών καθώς εδώ έβρισκαν φρέσκο ψάρι αλλά και σπιτικό φαγητό το οποίο μαγείρευε η μαμά μου, Ιωάννα, η οποία δεν είχε κάποια επαγγελματική σχέση με την μαγειρική όμως είχε ταλέντο σε αυτό».
«Κάθε 1η του Οκτώβρη που άνοιγαν οι τράτες στο λιμάνι των Χανίων γινόταν ολόκληρη γιορτή! Δηλαδή βγαίναν οι τράτες από το μέσα λιμάνι, κορνάρανε και βγαίναν έξω με την πρώτη ψαριά. Ετσι από την 1η του Οκτώβρη στον “Ζέπο” οι Χανιώτες έβρισκαν από το πρώτο, ψιλό μαριδάκι, το μπαρμπουνάκι, την κουτσομούρα μέχρι φαγκρί, γαρίδες, χταπόδια, καλαμάρια κ.ά.» μας διηγείται η Λίτσα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Screenshot 2020-01-04 at 12.50.24 PM

Τις ρωτάμε για προσωπικότητες της εποχής που έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια από τον Ζέπο, στο παλιό λιμάνι. «Θυμάμαι να έρχονται γνωστοί δημοσιογράφοι και εκδότες όπως ο Γιάννης ο Γαρεδάκης μαζί με τον φίλο του, τον αείμνηστο δημοσιογράφο Νίκο Κακαουνάκη. Μάλιστα ο Κακαουνάκης, λίγο πριν κατέβει από την Αθήνα, πάντα παράγγελνε τηλεφωνικά δύο μερίδες αχινούς σε ένα βαθύ πιάτο! Ο Ζέπος αποτελούσε σημείο συνάντησης για γιατρούς της εποχής όπως ο Ανδρέας Αρχοντάκης (Κάστρο), ο Οδυσσέας Καλλιγιάννης κ.ά.
Ο Κάστρο επειδή ήταν εργένης έτρωγε κάθε μέρα μεσημέρι εδώ σε συγκεκριμένο τραπέζι. Μάλιστα θυμάμαι όταν μια τουρίστρια τον πήρε από μακριά φωτογραφία χωρίς να τον ρωτήσει (γιατί πάντα φορούσε την χαρακτηριστική ενδυμασία και τα στιβάνια) αυτό δεν του άρεσε καθόλου… και της ζήτησε να σβήσει την φωτογραφία. Φιλάνθρωπος και ευεργέτης πολλών φτωχών συμπολιτών μας τότε ο ίδιος είχε βασανιστεί πολύ για τους αγώνες για ελευθερία επί Χούντας» λέει η Λίτσα για να προσθέσει η Αρια «επίσης το μαγαζί ήταν γνωστό και στον καλλιτεχνικό χώρο καθώς θίασοι που βρίσκονταν για θεατρικές παραστάσεις στα Χανιά, μετά το τέλος έρχονταν να φάνε καλή κακαβιάς στον “Ζέπο”. Θυμάμαι την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Κάτια Δανδουλάκη, τον Μάνο Κατράκη, τον Στέφανο Ληναίο με την Ελλη Φωτίου.

Η ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ

4 2
«Ενα χειμωνιάτικο βράδυ είχε έρθει μετά την παράσταση η Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με τον τότε Κύπριο σύζυγό της. Μόλις φάγανε η Αλίκη ζήτησε να κλείσουμε τα φώτα και να βάλουμε λίγη φωτιά σε πρωτοράκι που της έδωσε ο πατέρας μου για να τους δείξει πόσο δυνατή είναι η δικιά μας τσικουδιά. Πράγματι σβήσαμε τα φώτα, βάλαμε λίγη τσικουδιά σε τρία πιάτα, τα ανάψαμε και δημιουργήθηκε μια πολύ ρομαντική ατμόσφαιρα. Ο Κατράκης ερχόταν πολύ συχνά, συνήθως το Καλοκαίρι και είχε συγκεκριμένο τραπέζι που του άρεσε να κάθεται» μας διηγήθηκε η Λίτσα.
Σημείο συνάντησης και για πολλούς πολιτικούς ο Ζέπος όπως ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, θυμάται η Λίτσα Παρασκευάκη.
«Εκείνη την εποχή η παλιά πόλη είχε περισσότερους κατοίκους και με τους γειτόνους του “Ζέπου” ήμασταν μια ευρύτερη οικογένεια. Γνωρίσαμε αυτήν την περιοχή διαφορετικά, με τις ιστορίες των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε εδώ όπως η κα Κατίνα Τσανταρολάκη που ήταν πολύ αγαπητή στην ξένη κοινότητα των Χανίων και γνωριζόταν με τον ζωγράφο Τζον Κράξτον κ.ά. Τις γιορτές, θυμόμαστε πάντα να κάνουμε Χριστούγεννα στον Ζέπο και να είμαστε όλοι μαζί» ανέφερε η Αρια Παρασκευάκη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα