30.4 C
Chania
Σάββατο, 19 Ιουλίου, 2025

Λέξεις πίσω από τον μύθο: Επί τ’ αυτά ευρισκόµενος

Και µαθαίνω σιγα σιγα. Τις στιγµές να ζω. Στιγµή τη στιγµή. Ώρα την ώρα. Κι  ύστερα γίνεται κατανοητό, πως του κόσµου τούτου το είναι, είναι µου δεν έγινε. Και δεν θα γίνει.
Ταξίδι πέρα απο το τέλος της διαδροµής η ζήση τούτη. Και θαρρώ, πως δεν έµαθα τους δρόµους των παζαριών. Αρώµατα απο κόσµους ξένους έχει η σκέψη. Και θαρώ πως σκέψη δεν είναι ότι απέµεινε απ’ των λογισµών τη χώρα. Και ξαφνικά, ούτε λογισµοί υπάρχουν πιά.
Μόνο ήχοι θαρρείς πως απέµειναν στο νου πιά. Μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ήχους της ζήσης τούτης. Κι ας µην φτιάχνουν τη δικιά µου µουσική. Είναι παρέα όµορφη. Τα βήµατα στη σκάλα. Οι εργάτες που µοχθούν.
Οι περιπατητές που µιλούν µεταξύ τους. Κι ένας µόνος του να µονολογεί. Χαµένους κόσµους ψάχνοντας. Κι ύστερα των παιδιών το παιχνίδι, στο κλάµα και στο γέλιο τους. Πως θαρρείς πως γι’ αυτά ίδια είναι.
Και το πέταγµα των πουλιών.Το φτερούγισµά τους, καθώς ψαθίζουν το απέραντο. Και το γέλιο των ερωτευµένων. Και το παράπονό τους. Κι ένα ελαφρό τρίξιµο του παραθυριού στον άνεµο. Κι ο άνεµος ο ίδιος, καθώς καλεί τους συντρόφους του.
Κι η δύναµη του φωτός. Αυτή ήχο κι αν βγάζει. Ήχους πολλούς µάλιστα. Καθώς περνά απ’ τα βλέµατα. Κι ανακατεύεται µε τα τρίσβαθα των ανθρώπων. Εκεί, λες πως παίζουν χίλιες ‘αρπες µαζί. Αν αφουγκραστώ, ξεχνόντας της σκέψης µου το θόρυβο, θα το ακούσω. Καθώς έρχεται κύµατα κύµατα και ζεσταίνει το σύµπαν του ανθρώπου. Και το θρόισµα των δένδρων καθώς τα χα’ι’δεύουν οι άνεµοι. Και κάποτε η δύναµή τους είναι πανέµορφη καθώς περνούν σφυρίζοντας µέσα απο παλιές σχισµάδες. Ξεχαρβαλωµένων εγώ. Κι ο ήχος ο µεγάλος καθώς το εντός βρουχάται.
Και επι τα εκτός µεταµφιέζεται. Στις σιωπές των οριζόντων. Κι ακόµα το σύρσιµο του µολυβιού σε άγραφο είναι. Κι ακόµα το γρήγορο σβήσιµο του λάθους. Που µάλλον και το µόνο σωστό ήταν.
Κι ύστερα το ρυθµικό χτύπηµα του χρόνου. Στο άχρονο του απείρου. Ήχοι µπλεγµένοι στα µαλλιά του αερικού. Που έρχεται σα χαµένο παραµύθι. Εκεί που δεν το περιµένεις.
Το τρεχούµενο νερό, πηγής αστήρευτης. Που λες δεν την άγγιξαν οι καιροί. Ακόµα και το δάκρυ της νερο το κάνει. Τρεχουµενο. Να ξαποστάσουν οι ταξιδευτές. Που διαβήκαν τα όρια. Και έγιναν ένα µε το άπειρο. Κι ακόµα κατι που έπεσε κι έσπασε. Λες κι απο την αρχή περιττό ήταν. Και χάθηκε.
Το σύρσιµο της σκούπας της ψυχής καθώς καθαρίζει τα εναποµείναντα θρύψαλα του συνήθους. Κι είναι όλα ήχοι.
Και καπνισµένες εικόνες που σαλεύουν καθώς φτιάχνουν το γεύµα της ηµέρας. Κι η νύχτα. Ενας πνιγµένος λυγµός, ριγµένος πάνω στο αρισµαρί και στων ξωτικών το τραγούδι.
Κι η σιωπή. Γυµνή απο ήχους. Ενας ήχος απο µόνη της. Βαρύς. Σα το ζειµπέκικο των ανέµων. Που το χορεύω,
Κι είναι ότι άκουσα. Κι ακούοντάς το, το είδα και το γνώρισα. Καθώς περπατούσα στα τρίστρατα του εντός. Πάντα επι τα αυτά ευρισκόµενος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα