Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Λέπρα, μια ξεχασμένη ασθένεια

Η λέπρα είναι μια επικίνδυνη χρόνια λοιμώδης νόσος, που οδήγησε σε απομόνωση και περιθωριοποίηση εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Η προέλευση της λέξης
Η λέπρα είναι μια χρόνια ασθένεια που προκαλείται από τα μυκοβακτήρια Mycobacterium leprae και Mycobacterium lepromatosis. Στην αγγλική γλώσσα η νόσος λέγεται leprosy, ένας όρος με ελληνική προέλευση από το λέπος (λέπι), λεπερός (ο έχων λέπια, φλούδες) και τελικά λεπρός. Η λέπρα αποκαλείται και νόσος του Hansen από το Νορβηγό γιατρό Γκέρχαρντ Α. Χάνσεν, που πρώτος ανακάλυψε το 1873 το μυκοβακτηρίδιο που την προκαλεί. Ο Χάνσεν απέκλεισε την κληρονομικότητά της, έδειξε ότι προκαλείται από μικροοργανισμούς, αλλά και ότι μπορεί να ελεγχθεί με απομόνωση των κρουσμάτων.
Η λέπρα αλλοιώνει το δέρμα, προκαλεί εξογκώματα, νεκρώνει τα νεύρα του δέρματος και προκαλεί στους ασθενείς αποτρόπαιες παραμορφώσεις. Στις μέρες μας απαντάται σε υποβαθμισμένες υγειονομικά χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής. Η επώασή της θεωρείται ότι είναι 1-10 χρόνια (μέσος όρος 5 χρόνια), ενώ έχουν αναφερθεί ακόμη και 20 χρόνια επώασης.

Ιστορικά στοιχεία
Η νόσος ήταν γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και στις Ινδίες εδώ και 4.000 χρόνια, ενώ ανευρίσκεται και σε πολύ παλιά κείμενα Ελλήνων και Αράβων. Εξαπλώθηκε στην Ευρώπη από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα στην εποχή των σταυροφοριών, όπου πολλοί ευγενείς που είχαν λέπρα ζούσαν ελεύθεροι, αντίθετα από τους απομονωμένους φτωχούς, μεταδίδοντας τη νόσο, κυρίως στους Αγίους Τόπους. Γενικά, πάντως, από εκείνη την εποχή, οι λεπροί απομονώνονταν και δημιουργούσαν δικές τους κοινωνίες, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να κρεμούν πάνω τους ένα κουδούνι, που γνωστοποιούσε το πέρασμά τους. Στην Ελλάδα το νησί Σπιναλόγκα (στα βόρεια του νομού Λασηθίου) χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο από το 1903 έως το 1957.

Μια ξεχασμένη νόσος
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη ‘’λέπρα’’, είναι οι άνθρωποι με τα παραμορφωμένα πρόσωπα που ζουν απομονωμένοι σε καλύβες, σε ξερονήσια, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Αν και οι αναφορές στη λέπρα είναι αρκετά σπάνιες στις μέρες μας, στον ανεπτυγμένο κόσμο η ασθένεια δεν έχει επισήμως εξαφανιστεί, αφού υπάρχουν ακόμη και σήμερα νέες διαγνώσεις περιστατικών, που εντοπίζονται κυρίως σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως η Αγκόλα, το Κονγκό, η Ινδία, η Μοζαμβίκη, το Νεπάλ και η Τανζανία. Πριν από λίγες μέρες, στις αρχές Μαΐου, το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο στο Ρίο ανακοίνωσε ότι κατέγραψε, μετά από παραπάνω από 10 χρόνια στη χώρα μας, κρούσμα λέπρας σε 65χρονη γυναίκα.

 

Χαρακτηριστικά της νόσου
Πρόκειται για μια χρόνια βακτηριδιακή ασθένεια του δέρματος και των περιφερικών νεύρων, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, μπορεί να προσβάλει ακόμη και εσωτερικά όργανα του σώματος. Σε ορισμένες μορφές της νόσου, επίσης, είναι δυνατόν να προσβληθούν τα μάτια, ο λαιμός, η μύτη ή οι όρχεις. Η λέπρα, αν και μπορεί να αναπτυχθεί σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, είναι πολύ σπάνια σε παιδιά κάτω των 3 ετών. Η βαρύτητα της νόσου κυμαίνεται από μέτρια (με μία ή λίγες προσβεβλημένες περιοχές στο δέρμα), μέχρι και σοβαρή (με προσβολή πολλών περιοχών του σώματος, αλλά και εσωτερικών οργάνων).

Τα συμπτώματα
Υπάρχουν δύο βασικές μορφές λέπρας, η νευρική και η λεπρωματώδης, που είναι και περισσότερο σοβαρή, με εκδηλώσεις στο πρόσωπο και τα άκρα. H νόσος ξεκινά με κοκκινωπές, συνήθως, κηλίδες στο δέρμα που δεν προκαλούν καθόλου πόνο, ενώ η χροιά του δέρματος και των μαλλιών μπορεί να διαφοροποιηθεί. Αν η λέπρα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οι κηλίδες διογκώνονται και εξαπλώνονται σε όλο το σώμα, ενώ μπορούν να σχηματιστούν σε όλο το δέρμα μικροί κόμποι και εξογκώματα. Τα στίγματα και οι διογκώσεις στο κεφάλι το κάνουν να μοιάζει, όπως αναφέρεται, με ‘’κεφάλι λιονταριού’’ (‘’λεόντειο προσωπείο’’).
Βασικό γνώρισμα της λέπρας είναι ότι τα νεύρα απονεκρώνονται και προκαλείται αναισθησία στο δέρμα και έτσι ο ασθενής χάνει την αίσθηση του κρύου, της ζέστης ή του πόνου, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ευάλωτος σε τραυματισμούς ή εγκαύματα που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμούς δακτύλων ή και ολόκληρων άκρων του σώματος. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται συχνά είναι η απώλεια τριχών σε διάφορα σημεία, οι παραμορφώσεις των χεριών και των ποδιών, οι βλάβες στο βλεννογόνο της μύτης, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η αιμορραγία, η νεφρική ανεπάρκεια, η διόγκωση των λεμφαδένων, αλλά και οι βλάβες στα μάτια, λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και τύφλωση.
Η ίδια η ασθένεια δεν προκαλεί θάνατο, αλλά το μοιραίο προκαλείται σε ορισμένες περιπτώσεις από πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις που προσβάλλουν τον οργανισμό του ασθενή, ιδίως αν αυτός δεν έχει λάβει θεραπεία. Πρέπει να τονιστεί ότι η χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας, που υπάρχει και στα ελληνικά νοσοκομεία, σταματά την εξέλιξη της νόσου, αλλά δεν αποκαθιστά βλάβες στον οργανισμό του ασθενή, όπως είναι οι παραμορφώσεις του δέρματος και φυσικά οι ακρωτηριασμοί.

Γεωγραφική εξάπλωση
Η λέπρα στις μέρες μας εμφανίζεται συχνότερα σε υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής, ενώ τα περιστατικά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούν συνήθως σε μετανάστες ή πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που ενδημεί ακόμη η νόσος.

Τρόπος μετάδοσης
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, στην επίσημη ιστοσελίδα του, αναφέρει και θεωρεί ότι “Ο μηχανισμός μετάδοσης της λέπρας είναι η παρατεταμένη στενή επαφή με πάσχοντα και η μετάδοση γίνεται κυρίως με τα ρινικά σταγονίδια”.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μεταδοτικότητα της νόσου είναι πολύ περιορισμένη, ιδίως σε παιδιά κάτω των 3 ετών, αφού υπάρχουν άτομα που φρόντιζαν επί σειρά ετών ασθενείς με λέπρα, χωρίς ποτέ να προσβληθούν και να νοσήσουν. Οι ασθενείς, πάντως, με λέπρα που δεν υποβάλλονται σε θεραπεία, έχουν εκατομμύρια μυκοβακτηρίδια στη μύτη τους και είναι αναμφίβολα σε θέση να μεταδίδουν τη νόσο. Επίσης, αναφέρεται ότι το 95% των ατόμων που μολύνονται από το μυκοβακτήριο της λέπρας τελικά δεν εκδηλώνει τη νόσο, λόγω αντίδρασης του ανοσοποιητικού τους συστήματος, ενώ το υπόλοιπο 5% που νοσεί διαθέτει μια, πιθανώς γονιδιακή, προδιάθεση.

Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται από τα συμπτώματα (όπως οι κοκκινίλες που δεν εξαφανίζονται, τα διογκωμένα νεύρα, η απώλεια της αίσθησης της αφής και της αισθητικότητας των άκρων, η μυϊκή ατροφία κ.α.) και επιβεβαιώνεται από βιοψία ιστού από πάσχον δέρμα. Επειδή, πάντως, τα μυκοβακτήρια δεν μπορούν να καλλιεργηθούν ευχερώς στο εργαστήριο, όπως τα υπόλοιπα μικρόβια, δεν συνιστάται η καλλιέργεια μολυσμένων τμημάτων δέρματος. Επιπλέον, η αναζήτηση αντισωμάτων έναντι της νόσου στο αίμα του εξεταζόμενου ατόμου δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν ανιχνεύονται αντισώματα, αν και ο ασθενής έχει ήδη παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου.

Θεραπεία
Τα παλαιότερα χρόνια η νόσος ήταν αθεράπευτη. Η νόσος σήμερα μπορεί να αντιμετωπιστεί και να θεραπευτεί με χορήγηση αντιβιοτικών, που θα πρέπει να χορηγούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή αρκετούς μήνες. Όσο νωρίτερα, πάντως, διαγνωστεί η νόσος και ξεκινήσει η θεραπεία, τόσο οι βλάβες που θα προκληθούν θα είναι μικρότερες. Επίσης, αν ο ασθενής λάβει την κατάλληλη θεραπεία, παύει να μεταδίδει τη νόσο μετά τη λήψη των πρώτων δόσεων των φαρμάκων.
Από τον 14ο αιώνα και μέχρι την δεκαετία του ’40 αντιμετωπίζονταν με τη χορήγηση ελαίου υδνόκαρπου. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, με την πρόοδο της επιστήμης η ασθένεια στα πρώτα της στάδια είναι δυνατόν να υποχωρήσει, και σε όλες τις περιπτώσεις να βελτιωθεί η κατάσταση του ασθενούς. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι μείγμα αντιβιοτικών. Τα φάρμακα χορηγούνται δωρεάν στους ασθενείς του Τρίτου Κόσμου και χρηματοδοτούνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Για την αποφυγή δημιουργίας ανθεκτικών στελεχών του μικροβίου, η θεραπεία σήμερα γίνεται με συνδυασμό τριών αντιβιοτικών φαρμάκων. Θεωρητικά εκτιμάται ότι η νόσος σήμερα θεραπεύεται πλήρως, αν και αναφέρονται υποτροπές σε μερικούς ασθενείς.
Σε περιοχές, όμως, του Τρίτου Κόσμου η νόσος παραμένει και στις μέρες μας ενεργή, αφού σε κάποιες χώρες οι υγειονομικές υπηρεσίες υπολειτουργούν και η προώθηση ή η χορήγηση των φαρμάκων είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Επί μεγάλο χρονικό διάστημα η απομόνωση των κρουσμάτων θεωρούνταν ο καλύτερος τρόπος προστασίας της κοινωνίας, γεγονός που οδήγησε σε απαράδεκτες καταστάσεις εγκλεισμού, που προσομοίαζαν με συνθήκες φυλακής, όπως στην περίπτωση του νησιού της Σπιναλόγκας.

Πρόληψη
Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία της νόσου, αποτελούν τα καλύτερα όπλα για την εκρίζωσή της. Τα άτομα που ζουν κοντά στον ασθενή θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από γιατρό για τουλάχιστον 5 χρόνια μετά τη αρχική διάγνωση. Σημειώνεται ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο, ενώ μπορούν να συνεχίσουν κανονικά τις κοινωνικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Για τη λέπρα δεν υπάρχει προστατευτικό εμβόλιο. Επειδή, όμως, το μικρόβιο που προκαλεί τη φυματίωση είναι συγγενικό με το αντίστοιχο της λέπρας, το εμβόλιο κατά της φυματίωσης (BCG) θεωρείται ότι προστατεύει σε κάποιο βαθμό από τη νόσο. Ο καλύτερος τρόπος, πάντως, προστασίας πιστεύεται ότι είναι η αποφυγή επαφής με τα σωματικά υγρά και το δέρμα των ασθενών. Επίσης, έχει αναφερθεί παλαιότερα βελτίωση των δερματικών αλλοιώσεων με τα εκχυλίσματα του φυτού Centella asiatica.
Μετά από συντονισμένη δράση των υγειονομικών υπηρεσιών όλου του κόσμου, η λέπρα έχει περιοριστεί σημαντικά σε όλες τις χώρες, αφού ενώ το 1985 διαγνώστηκαν 5,2 εκατομμύρια νέα περιστατικά, το 2020 περιορίστηκαν μόλις σε 127.558. Σύμφωνα όμως με τις τελευταίες επιστημονικές μελέτες, η λέπρα κατατάσσεται στην τελευταία θέση των μεταδοτικών ασθενειών.

Επίλογος
Η διαχρονική φοβία και προκατάληψη για τη λέπρα είχε λάβει στο παρελθόν εκρηκτικές διαστάσεις, που ενισχύονταν από το αποκρουστικό, πολλές φορές, παρουσιαστικό των ασθενών, ενώ η σύνδεσή της με τη Βίβλο και η αναφερόμενη θεραπεία της από το Χριστό, της προσέδωσε μυστηριακό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης δεν διαθέτει επαρκή ενημέρωση και εξακολουθεί να πιστεύει όσα πίστευαν οι άνθρωποι πριν από 2-3 αιώνες. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, μάλιστα, έχει εγκρίνει ομόφωνα ψήφισμα για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των ατόμων που έχουν προσβληθεί από λέπρα σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Η πραγματικότητα, πάντως, πέρα από παράλογες κραυγές ρατσισμού και ανθρωποφοβίας, είναι εντελώς διαφορετική, αφού η λέπρα είναι μια νόσος που μεταδίδεται δύσκολα και μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τα κατάλληλα φάρμακα, χωρίς να απαιτείται κοινωνική απομόνωση και ισόβιος στιγματισμός των ασθενών και των οικογενειών τους.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα